Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Από τους τυχερούς της ζωής!




Κρατάς ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Σφιχτά. Όλος ο κόσμος εκεί, στη θέση του το κάθε τι. Ξαφνικά το μικρό δε χωράει στην αγκαλιά σου και παραξενεύεσαι. Κάτι άλλαξε στον κόσμο. Όταν αρχίζει να μη θέλει πολλές πολλές αγκαλιές στην καλύτερη περίπτωση, χαμογελάς μουδιασμένα. Στο τέλος, χρειάζεται να μάθεις ν'αγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου αν δε σου χει μείνει σύντροφος. Να αναπολείς όλες τις αγκαλιές που είχες και αυτό όχι με λύπη. Με ευγνωμοσύνη. Ναι. Δεν ξέρω σε ποιόν. Στη ζωή, ας πούμε.

Ήσουν από τους τυχερούς της ζωής.
Πόσο αλήθεια είναι αυτό; 

" Ήμουν από τους τυχερούς αυτής της ζωής. Έζησα γερά, δυνατά. Έζησα την αγάπη, τη φιλία, τι άλλο; Λεφτά; Τα περιφρονώ. Μόνο προβλήματα φέρνουν είτε με την παρουσία είτε με την απουσία τους."
Λόγια ξεπερασμένα ,παλιά, παλιατζούρες.
Η ζωή σου παλιατζούρες.
Όχι μωρέ, μην τρελαίνεσαι. Απλώς, άλλες εποχές τότε. Τότε. Τώρα; Τι εποχές είναι τώρα; Σαν όλους τους γέρους θα κάνεις τώρα κι εσύ; Τι καλά ήταν τότε; Σιγά μην ήταν καλά τότε. Σκατά ήταν. Περίμενα με αγωνία να ξημερώσει για να βγω να παίξω!!Χα χα. Τέλειο . Κουκουλωμένη με το πάπλωμα, το μάλλινο , το ποντιακό, τις πιο πολλές φορές "βρεγμένη" και στεγνωμένη από ώρα, περίμενα να ξημερώσει. Είχα μεγάλη λαχτάρα να δω το φως και να βγω έξω. Στο πάρκο. Μη φανταστείς. Το πάρκο με τα περιστέρια. Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ο παράδεισος βέβαια. Και ήταν όμορφο, σε μια περίοδο που η Ελλάδα ήταν γεμάτη παράγκες, αληθινές παράγκες. Με τσίγκινες σκεπές. Της κυρίας Δέσποινας δεν είχε τσίγκινη σκεπή. Είχε κεραμίδια. Εκεί πέταγα τα δόντια μου, τα παιδικά και όλο λαχτάρα έλεγα το ποιηματάκι "Έλα πουλάκι και πάρε το δοντάκι και φέρε μου ένα κόκκινο φουστανάκι". Χα χα. Που είναι το αστείο; Στη λαχτάρα. Πάντα ήλπιζα. Η αγαπημένη μου νεράιδα κάποια στιγμή μου το έφερε. Η Καλυψώ! Μου έφερε ένα κόκκινο φουστανάκι και κόκκινες κάλτσες και κόκκινα παπουτσάκια και μου τα φόρεσε!!! Τέλειο.

Στο πάρκο είχαν βάλει κάτι στύλους με ξύλινα σπιτάκια για περιστέρια! Ένοιωθα περήφανη που ζούσα δίπλα σ'ένα τέτοιο πάρκο. Και απολάμβανα να παίζω σ' αυτό. Έπαιζα πολύ. Κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, αγιούτο, πόλεμο, σχοινάκι, σπιτάκια. Ήταν όμως τότε με τον "δράκο" της Θεσσαλονίκης και όταν νύχτωνε, αν και εγώ δεν είχα το πρόβλημα να με φωνάζουν μέσα άγριες φωνές μανάδων σαν τη Σούλα τη χοντρή, έπρεπε να πάω μέσα γιατί μπορεί να έρχονταν ο δράκος. Τον κακόμοιρο τον Παγκρατίδη. Αυτόν έπιασαν στο τέλος για να ησυχάσει ο κόσμος, να πάψει ο φόβος. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε ότι ήταν αθώος. Τον πίστευα. Τότε όμως που δεν τον είχαν πιάσει ακόμα, " έμπαινα μέσα" , έκλεινα την πόρτα με τον γάντζο. Άφηνα το παραθυράκι ανοιχτό να χώνει η μάνα το χεράκι της, να ανοίγει το σύρτη και να μπαίνει, όταν σχόλαγε στις δύο και τρεις τη νύχτα. Από το περίπτερο, που έμενε ανοιχτό τόσο αργά. Εκείνα τα χρόνια. Το εξήντα. Στη Θεσσαλονίκη. 

Ήμουν από τους τυχερούς της ζωής. 
Ήμουν;

4 σχόλια: