Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας










του Σελίν 

Ο Σελίν (1894-1961) ήταν μοναχογιός του χαμηλόβαθμου υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρίας και γόνου μικροευγενών του Φερνάν Ντετούς και της Μαργκερίτ Γκιγιού, καταγόμενης από μικροαστική οικογένεια εμπόρων. Ο Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς ( Louis-Ferdinand-Auguste Destouches) χρησιμοποίησε σαν λογοτεχνικό επίθετο το μικρό όνομα της γιαγιάς του, Σελίν.
 
Το 1907 οι γονείς του τον στέλνουν σε γερμανικό σχολείο και το 1909 σε οικοτροφείο στην Αγγλία. Από το 1910 έως το 1912 ο νεαρός Λουί εργάζεται σε διάφορα κοσμηματοπωλεία, στο Παρίσι και στη Νίκαια.





Θα καταταγεί στο στρατό σαν εθελοντής και θα αποστρατευτεί ως υπαξιωματικός  αφού παρασημοφορηθεί, μετά τον τραυματισμό του κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, σε αντίθεση με τον ήρωά του βιβλίου του, Μπαρνταμού, ο οποίος είναι επίσης εθελοντής, αλλά ένας απλός φαντάρος που παλεύει με τα σκοτάδια στα μετόπισθεν και χάνεται μέσα στις νύχτες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Σελίν για να διηγηθεί την ιστορία του, δείχνει ότι μέσα στον μεγαλοαστό υπαξιωματικό ζει και απελπίζεται ο φτωχός Μπαρνταμού του βιβλίου.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1912, ο νεαρός Φερδινάνδος Μπαρνταμού, ο αφηγητής του βιβλίου του Σελίν,  κατατάσσεται στο στρατό λοιπόν και είναι εκεί ακριβώς που αρχίζει το καταπληκτικό αυτό πρώτο μυθιστόρημά του «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας», το οποίο περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά και πολλές διαφοροποιήσεις. Είναι η αγνότητα, και ο αυθορμητισμός του δεκαοκτάχρονου φοιτητή της Ιατρικής -"στρατιώτης τζαμπέ"-  που τον στέλνει στο πρώτο ταξίδι στην άκρη της νύχτας κυριολεκτικά, όταν προσπαθεί να φέρει σε πέρας τις επισφαλείς αποστολές του, ως εθελοντής στρατιώτης έχοντας να διασχίσει αποστάσεις  από το ένα υποφωτισμένο χωριό στο άλλο, ακολουθώντας μόνο τη νύχτα. Το σκοτάδι. 

Η ιστορία συνεχίζεται με μια άκρως ενδιαφέρουσα περιπλάνηση του ήρωα, από την Αφρική και τις αποικίες μέχρι τη Νέα Υόρκη και πίσω στη Γαλλία σε διάφορες πόλεις, προσπαθώντας να αποφύγει το σκοτάδι που τον ακολουθεί σε κάθε καινούριο καταφύγιο. Μια συναρπαστική ιστορία με ακόμα πιο συναρπαστικό αφηγηματικό λόγο. 

Δεν έχω την χαρά να γνωρίζω τόσο καλά γαλλικά και συνεπώς κρίνοντας από τη μετάφραση, που φαίνεται πολύ επιτυχημένη - συνοδευμένη από επεξηγηματικά σχόλια της μεταφράστριας -  αντιλαμβάνομαι έναν λόγο ιδιαίτερο, που φαίνεται να συνδυάζει την αργκό με τη λόγια γλώσσα. Ακούς έναν φοιτητή της Ιατρικής να μιλάει σαν αλήτης του δρόμου, σε λογοτεχνικό έργο του 1932. Κατέλυσε κάθε λογοτεχνική σύμβαση της εποχής του ο Σελίν και έκανε μεγάλη επιτυχία το βιβλίο του την εποχή που πρωτοεκδόθηκε. Γιατί όμως συνεχίζει να διαβάζεται ακόμα και σήμερα; Είναι, πιστεύω, ο ευφυής τρόπος αφήγησης του ταξιδιού-αλλά και το ίδιο το ταξίδι- στον μέσα κι έξω κόσμο, αλλά και η ανατριχιαστική απελπισία του ήρωα και ο ανατρεπτικός τρόπος που βλέπει τους ανθρώπους και τη ζωή γενικότερα. Όχι μόνο το στυλ, όπως αρκετά ταπεινά είχε δηλώσει τότε ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου, το έκανε επιτυχία, και ακόμα η μουσική που εκπέμπει καθώς το διαβάζεις .

Έχουμε περιγραφή από το εργοστάσιο Ford στο Ντιτρόιτ, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τη ζωή στο Μανχάταν, που επίσης μπορεί να ενδιαφέρει. Ακόμα βλέπουμε εικόνες από γαλλική αποικία της Αφρικής την ίδια εποχή, δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και κάποια χρόνια μετά.

Κατηγορήθηκε ο ίδιος για ιδεολογική υιοθέτηση του ναζισμού και έχει όντως γράψει λιβέλους κατά των εβραίων και άλλα ρατσιστικά κείμενα  ξεχωριστά, αλλά δεν παρατήρησα κανενός είδους προπαγάνδα της φασιστικής ιδεολογίας σ’ αυτό το βιβλίο. Αντίθετα μπορεί κανείς να αντιληφθεί πολλές «αναρχικές» απόψεις όπως επί παραδείγματι την περιφρόνηση του κύρους του κράτους και των κανόνων που οφείλει να ακολουθεί ο στρατιώτης, καθώς επίσης και την εκμετάλλευση των εργατών από τα αφεντικά. 

Η αγάπη δεν είναι το συναίσθημα το αγνό και ανιδιοτελές, που πιστεύουν οι πολλοί, αλλά μια σιχαμερή εξάρτηση-καταπίεση. Υπάρχει όμως ένας «φίλος» στην Αφρική που εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες για να μεγαλώσει στην πατρίδα την ανεψιά του, που δεν έχει άλλους συγγενείς ή πόρους για να επιβιώσει με αξιοπρέπεια. Μέσα στα μαύρα σκοτάδια της νύχτας, ο νεαρός Μπαρνταμού και αργότερα γιατρός σε φτωχοσυνοικίες του Παρισιού, θα συναντήσει και κάνα  δυο άτομα που φωτίζονται από αλήθεια και εντιμότητα, όπως αυτός ο «φίλος».

Παράλληλα έχουμε την ιστορία του Ροβινσώνα, του alter ego του Μπαρνταμού, με τον οποίο συναντιέται παντού και πάντα μέχρι το τέλος του Ροβινσώνα και του βιβλίου.


Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς γιατί: σε διασκεδάζει ξαφνιάζοντάς σε με τις αιρετικές απόψεις που σουλατσάρουν μέσα του, για τον πόλεμο, τη φιλία, την ευτυχία, την απελπισία, τον έρωτα, το σεξ, την τρέλα, την εξουσία, γιατί έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που τη διηγείται με ένα τρόπο που ακόμα και σήμερα που δεν είναι πια πρωτοποριακός σε συναρπάζει και την ακολουθείς, όπως τα παιδάκια τον μαγικό αυλό του παραμυθιού! Ακόμα, επειδή σαρκάζει με χιούμορ και αυτοσαρκάζεται! Καταγγέλλει και αυτοκαταγγέλλεται, όπως μόνο οι ευφυείς μπορούν να το κάνουν και όπως οι άξιοι συγγραφείς μπορούν να το καταγράψουν.

«.. Σωστά το λες! Δεν αλλάζουμε! Μήτε κάλτσες μήτε αφεντικά μήτε απόψεις, ή αλλάζουμε τόσο αργά που δεν αξίζει πια τον κόπο. Γεννηθήκαμε πιστοί εμείς, μέχρι σκασμού! Στρατιώτες τζαμπέ, ήρωες για τον κόσμο όλο και πίθηκοι που μιλάνε, λέξεις βασανισμένες, τα τεκνά του Βασιλιά Αθλίου είμαστε. Αυτός μας πηδάει! Έτσι και δεν καθίσεις φρόνιμα, σφίγγει….Έχει τα δάχτυλά του γύρω από το λαιμό, συνέχεια, ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς, πρέπει να προσέχεις άμα θες να φας…Για ψύλλου πήδημα, σε στραγγαλίζει… Δεν είναι ζωή αυτή…»
«Υπάρχει η αγάπη, Μπαρνταμού!»
«Η αγάπη , Αρθούρε μου, είναι το άπειρο στο επίπεδο των κανίς, κι έχω και μια αξιοπρέπεια εγώ!»

 Ο Σελίν αφιέρωσε το Ταξίδι του στην  Elisabeth Craig, μια αμερικανίδα χορεύτρια με την οποία συνέζησε από το 1927 μέχρι το 1933, οπότε εκείνη αποφάσισε να διακόψει τη σχέση της μαζί του και να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Σε συνέντευξή της πολλά χρόνια αργότερα δήλωσε «Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να ζήσω μ’ αυτήν την αίσθηση του θανάτου δίπλα μου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου