Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011


“James Joyce” by Richard Ellmann 3

 Μέρος Β
 Πόλα,  Ρώμη,  Τεργέστη




Ο Τζόυς με τη Νόρα έφτασαν τελικά στη Ζυρίχη τον Οκτώβρη του 1904, όπου ο Τζόυς διαπίστωσε ότι έπεσε θύμα εξαπάτησης και συνεπώς η δουλειά που θα έβρισκε να τον περιμένει δεν υπήρχε! 

Σύντομα κατάφερε μέσα σ’ αυτό το χάος να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα και να ολοκληρώσει ένα κεφάλαιο από το Στήβεν Ήρωας!  Εν τω μεταξύ ο διευθυντής της σχολής Μπέρλιτζ, στην οποία υποτίθεται ότι θα δούλευε ως καθηγητής της αγγλικής, του βρήκε μια θέση σ’ ένα παράρτημα της σχολής στην Ιταλία, στην Τεργέστη.
Εκεί μέσα σε ελάχιστες ώρες κατάφερε να φυλακιστεί, αφού πιωμένος θέλησε να υπερασπιστεί τρεις μεθυσμένους Άγγλους ναυτικούς. Ζήτησε να δει τον Άγγλο πρόξενο ο οποίος τον ταλαιπώρησε μέχρι να πειστεί ότι ήταν αθώος και η ψυχρότητα του ενίσχυσε την απέχθεια του Τζόυς για την αγγλική γραφειοκρατία.

Σύντομα άρχισε να ψάχνει για δανεικά, σε μια Τεργέστη όπου ακόμα δεν είχε συμπληρώσει ούτε τρεις μέρες διαμονής.
Και εύρισκε! 
Πάντα κατάφερνε να σταθεί στα πόδια του όσο δύσκολες καταστάσεις κι αν είχε να αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του! Τελικά βρέθηκε θέση σε καινούριο παράρτημα της σχολής, στην Πόλα, μια άλλη Ιταλική πόλη σαφώς μικρότερη από την Τεργέστη.
Εκεί η Νόρα τον παρότρυνε να τελειώνει με το βιβλίο του για να πάνε να ζήσουν στο Παρίσι.
Προς το παρόν ακολουθούσε την οικογενειακή παράδοση και άλλαζε σπίτια στη σειρά. 

Δεν άργησε να μάθει άπταιστα ιταλικά ανταλλάσσοντας μαθήματα με Ιταλό φίλο και επιχείρησε να κάνει το ίδιο και με τα γερμανικά.

Για τη Νόρα γράφει ότι της έδωσε να διαβάσει ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του αλλά « δεν δίνει δεκάρα για το έργο μου». 

Ό ίδιος διάβαζε ότι μπορούσε να βρει στην Πόλα και ότι κατόρθωνε να πείσει τον αδερφό του Στανίσλαο να του στείλει.

Ο Στανίσλαος ήταν πολύ υπερήφανος για τον αδερφό του. Τελειώνοντας κάποια κεφάλαια ο Τζόυς τα έστειλε στον αδερφό του να τα διαβάσει στη θεία  Τζόζεφιν, φωναχτά. Τον ενδιέφερε πολύ η γνώμη της καθώς και των φίλων του, Κόσγκρεηβ και Κάραν. 

Το Φεβρουάριο του 1905 δηλώνει εξόριστος με τη θέλησή του.

Πάνω που όλα πήγαιναν καλά σε όλους τους τομείς της ζωής του, για κάποιο λόγο οι Αυστριακοί έδιωξαν όλους τους ξένους από την πόλη και μαζί μ’ αυτούς και τον Τζέημς. 

Έτσι, μια Κυριακή πρωί, αρχές του Μάρτη 1905, ο Τζέημς και η Νόρα Μπάρνακλ  ξεκινούσαν για την Τεργέστη, την πόλη που θα τους φιλοξενούσε για τα επόμενα δέκα χρόνια και όπου θα γεννιόνταν τα παιδιά τους.

Η Τεργέστη του θυμίζει Δουβλίνο, για διάφορους λόγους.
Είναι μια πόλη με πολύ κόσμο, αλλά όλοι φαίνονται να γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους είναι ξένοι, Έλληνες, Αυστριακοί, Ουγγαρέζοι κλπ μιλούν διάλεκτο της ιταλικής  και τα λογοπαίγνια που δημιουργούνται από τις διαφορετικές προφορές, ενθουσιάζουν  τον Τζόυς. 

Ακόμη, στην πόλη υπάρχει ένα αλυτρωτικό κίνημα που στόχευε στην απελευθέρωση των εδαφών από τον αυστριακό , ελβετικό , γαλλικό ή τον αγγλικό ζυγό. 

Οι πολιτικές απόψεις του Τζόυς όμως δεν είναι αλυτρωτικές  αλλά σοσιαλιστικές ( αυτήν την περίοδο). Ο κυριότερος λόγος που ήθελε τον σοσιαλισμό, ήταν για να παρεμποδιστεί η Εκκλησία να κυριαρχήσει στην πολιτική. 

Γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Τζόρτζιο και ταυτόχρονα ο Τζόυς αρχίζει μια συνήθεια που κάνει τη Νόρα πολύ δυστυχισμένη: να πίνει πολύ τα βράδια. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, θα πει στην αδερφή του Εύα, « το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η γέννηση του παιδιού του».

Παρά το ότι είχε να γράψει πολλά ακόμα κεφάλαια για το Στήβεν Ήρωας  κατόρθωσε να επιταχύνει πολύ και την ολοκλήρωση των Δουβλινέζων. Το ξέρει ότι είναι καλογραμμένα διηγήματα, όπως ξέρει ότι οι εφημερίδες του Δουβλίνου δεν θα του τα δημοσιεύσουν, διότι θα θεωρήσουν ότι  γελοιοποιούν την πόλη στην οποία αναφέρονται. Αμφέβαλλε αν θα έβρισκε ποτέ εκδότη για τα διηγήματά του και η αμφιβολία αυτή συνεχίστηκε για άλλα εννέα χρόνια. 

« Δεν είναι δυνατόν να γράφω χωρίς να προσβάλλω μερικούς», είπε.

Η γλύκα που απορρέει από το κουβεντολόι των Δουβλινέζων , η πείνα τους, το χιούμορ, η οργή και το πάθος είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Για τον Τζόυς δεν είναι «αυτοί», αλλά «εμείς».

Το σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή του, είναι ο Στανίσλαος, ο οποίος μπορεί να είναι ανιαρός, ) πράγμα που του το λέει κατάμουτρα και αυτός το ανέχεται!) είναι όμως ακλόνητος σα βράχος.

Είχε πλέον ολοκληρώσει και τη συλλογή ποιημάτων «Μουσική Δωματίου « και το « Δουβλινέζοι», αν και αργότερα θα προσθέσει άλλα τρία διηγήματα: « Δύο Ιππότες», «Ένα μικρό σύννεφο» και «Οι νεκροί». 

Το φθινόπωρο του 1905, όταν άδειασε μια θέση στη σχολή Μπέρλιτζ, ο Τζέημς έγραψε στον αδερφό του να έρθει στην Τεργέστη. Αυτός, για δικούς του λόγους αλλά και για λόγους συμπαράστασης έφτασε στην Τεργέστη, νηστικός και αξιοπρεπής, ένας νέος είκοσι ετών, που έδειχνε σαράντα. Ο Στανίσλαος σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του είχε προβλήματα με τη γυναίκα του και με το ποτό και δεν δίσταζε να τον γρονθοκοπεί όταν γύριζε μεθυσμένος τα βράδια, για να τον συνεφέρει. 

Κάποια από τα κείμενα που έγραφε ο Τζόυς, για να διδάξει αγγλικά στους φοιτητές του, που διασώθηκαν από φίλους του, δείχνουν τα τολμηρά παιδαγωγικά τεχνάσματα  που χρησιμοποιούσε:

« Οι Δουβλινέζοι, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, είναι συμπατριώτες μου, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη να κουβεντιάζω για το ‘αγαπημένο, παλιο-Δουβλίνο’ μας. Οι Δουβλινέζοι είναι η πιο αδιόρθωτη, άχρηστη και αλλοπρόσαλλη ράτσα τσαρλατάνων που συνάντησα ποτέ μου, είτε στο νησί είτε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Δουβλινέζος περνάει την ώρα του φλυαρώντας και πέρνωντας σβάρνα τα μπαρ, τις ταβέρνες και τα μπορντέλα, χωρίς να λέει να μπουχτίσει από τις διπλές δόσεις ουίσκι και την Αυτονόμηση, και το βράδυ όταν δεν σηκώνει άλλο κι έχει πρηστεί σαν βατράχι από το φαρμάκι, το σκάει από την πίσω πόρτα..».

« Σε πείσμα των πάντων η Ιρλανδία παραμένει ο εγκέφαλος του Ηνωμένου Βασιλείου…….οι Ιρλανδοί καταδικασμένοι να εκφράζονται σε μια γλώσσα που δεν είναι δική τους, την έχουν σφραγίσει με την στάμπα της μεγαλοφυΐας τους και ανταγωνίζονται τα πολιτισμένα κράτη για τη δόξα. Αυτό, που λέτε, ονομάζεται αγγλική λογοτεχνία».

Ο Τζόυς βαριόταν πολύ εύκολα, έπινε, μετακόμιζε, τρεφόταν με την αναστάτωση και έγραφε τα καλύτερα έργα του όντας υπό πίεση.

Προσπάθησε να λύσει τα οικονομικά προβλήματά του με διάφορες επιχειρήσεις, όπως τη δημιουργία κινηματογράφων στην Ιρλανδία και άλλες,  αλλά απέτυχε και τα κακά οικονομικά του, καθώς και η τάση του για ποτό, τον οδηγούσε συχνά σε κατάθλιψη.

 Έζησε στη Ρώμη για ένα χρόνο εργαζόμενος σε τράπεζα, αλλά ένα άγριο μεθύσι ένα βράδυ του πληρώθηκε, που κατέληξε σε ξύλο και ληστεία, τον ανάγκασε να στραφεί προς τον Στανίσλαο που βρίσκονταν ακόμα στην Τεργέστη και να εγκαταλείψει οριστικά τη Ρώμη μαζί με τη Νόρα και τον Τζόρτζιο.

Στη Ρώμη είχε σκεφτεί πράγματα που τα εξέφρασε στους «Νεκρούς». Η σχέση ζωντανών και νεκρών που τον έχει απασχολήσει και στους «Δουβλινέζους» είναι και το θέμα στους «Νεκρούς».
 
Ο θάνατος είναι η ωραιότερη μορφή της ζωής.

Η απουσία, είναι η ανώτερη μορφή παρουσίας. 

Είναι μόνο είκοσι πέντε ετών  και γράφει για τον θάνατο τόσο γλαφυρά. 

Αλλά ο θρίαμβος του Τζόυς στη συνεχή προσπάθειά του να βεβαιώσει την οικία σχέση ζωντανών και νεκρών, βρίσκεται στο τέλος του «Finnegans Wake».  
 Εδώ η Άννα Λίβια Πλουράμπελλε, το ποτάμι της ζωής, κυλάει προς τη θάλασσα, δηλαδή προς το θάνατο • το γλυκό νερό περνάει στο αλμυρό-ένα πικρό τέλος. Κι ωστόσο η ροή αυτή είναι μια επιστροφή στον πατέρα, στη θάλασσα, που φτιάχνει το σύννεφο, που φτιάχνει το ποτάμι, κι ο πατέρας είναι επίσης ο σύζυγος, στον οποίο δίνεται σαν νύφη. Η Άννα Λίβια επιστρέφει στον πατέρα, όπως ο Γκάμπριελ επιστρέφει στα δυτικά, τις ρίζες της δικής του πατρίδας• σαν κι αυτόν είναι κι αυτή κουρασμένη και λυπημένη
 Η ένωσή της δεν είναι μόνο με την αγάπη αλλά και με τον θάνατο• σαν τον Γκάμπριελ την παίρνει ο ύπνος.

 Ο Τζόυς έχει γλυκάνει σε σχέση του με την Ιρλανδία. Οι «Νεκροί» είναι το πρώτο τραγούδι του της εξορίας.

Τελικά το πρώτο βιβλίο του που τυπώνεται είναι τα ποιήματα, «Μουσική Δωματίου»
 Μετά από πολλά ο Στανίσλαος τον έπεισε να μην αποσύρει την συγκατάθεσή του για την εκτύπωση του βιβλίου, γιατί την τελευταία στιγμή ο Τζόυς μετάνιωσε και δεν ήθελε τη δημοσίευσή του, με το σκεφτικό ότι ήταν ψεύτικο και αυτός δεν ήταν ποιητής της αγάπης. Ευτυχώς ο Στανίσλαος, λογικός και πρακτικός, τον έπεισε ότι εκδίδοντας αυτό το ανειλικρινές βιβλίο, θα βοηθούνταν στη δημοσίευση των ειλικρινών του βιβλίων.

Στις 26 Ιουλίου 1907, και ενώ αυτός μπαίνει στο νοσοκομείο με ρευματοειδή πυρετό, η Νόρα γεννάει στην πτέρυγα των απόρων, το δεύτερο παιδί τους, το όνομα της οποίας το διάλεξε ο Τζόυς: Λουτσία, προστάτιδα της όρασης.

Το παιδί αυτό θα σημάδευε τη ζωή του πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε να φανταστεί.

Τον Σεπτέμβριο λίγο μετά τη γέννηση της Λουτσία, ολοκλήρωσε την ιστορία «Στήβεν Ήρωας» και αμέσως αποφάσισε να την ξαναγράψει.

Το φθινόπωρο του 1907 οι σκέψεις που είχε κάνει στο παρελθόν πάνω στον Οδυσσέα, άρχισαν να τον απασχολούν ξανά.

Εν τω μεταξύ ψάχνει και βρίσκει καινούριους τρόπους να εκφράσει το «Στήβεν Ήρωας» .

Εγκατέλειψε το σχέδιο ανά επεισόδια και δημιούργησε μια ομάδα σκηνών που φώτιζαν και προς τα πίσω και προς τα εμπρός την ιστορία του, με τον καινούριο τίτλο που διάλεξε πάλι ο Στανίσλαος « Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία» .

Αυτήν την τεχνική θα αναπτύξει παραπέρα ο William Faulkner στο βιβλίο του “ The Sound and the Fury”  όπου αντί για τις παιδικές αναμνήσεις του ήρωα που χρησιμοποιεί ο Τζόυς, εκεί έχουμε την αφήγηση μέσα από τη θολούρα του μυαλού ενός ηλίθιου. 
Όταν ο Φώκνερ έγραψε το « Η Βουή και η Αντάρα» είχε διαβάσει τους «Δουβλινέζους» και το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία».

Το Πορτραίτο, αποτελεί στη ουσία την κυοφορία μιας ψυχής. Αρχίζει με τον πατέρα του Στήβεν και τελειώνει με την αποκοπή του ήρωα από τη μητέρα του.

Δεν υπάρχει μια γραμμική διαδοχή γεγονότων αλλά τρία επίπεδα μέσα στο χρόνο.

Ένα ταξίδι με τον Τζιόρζιο στο Δουβλίνο σφραγίστηκε από δύο προβλήματα δικά του, ισχιαλγίας και ιρίτιδας, που έκαναν τις αδερφές του να πουν ότι το Δουβλίνο δεν τον σηκώνει, κι έτσι επέστρεψε « στον πολιτισμό».

 Στον πολιτισμό, η οικογένεια Τζόυς πεινούσε και ο Στανίσλαος τους συντηρούσε.

Προσπαθούσε να εκδώσει τους Δουβλινέζους, αλλά όσο κι αν υποχωρούσε στις πιέσεις των εκδοτών για αλλαγές,  δεν κατόρθωσε να το εκδώσει.

Στη διάρκεια ενός καυγά με τη γυναίκα του ο Τζόυς πέταξε το χειρόγραφο του «Πορτραίτου του Καλλιτέχνη» στη φωτιά. Το έσωσε την τελευταία στιγμή η αδερφή του Αϊλήν, που έτυχε να είναι μαζί τους τότε.

1912: Ο Τζόυς έγινε 30 χρονών, η απελπιστικότερη χρονιά της ζωής του.

Οικονομικά προβλήματα τεράστια.

Τελευταίο ταξίδι στην Ιρλανδία.

Μεγάλη προσπάθεια για έκδοση των Δουβλινέζων, καταλήγει σε αποτυχία.

Στο τρένο της επιστροφής από Δουβλίνο στην Τεργέστη, έγραψε ένα ποίημα υβρεολόγιο για τον  Ιρλανδό εκδότη, το οποίο έστειλε στην Ιρλανδία, στον αδερφό του Τσαρλς, με την παράκληση να το μοιράσει στο Δουβλίνο, πράγμα που τελικά έγινε παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του.

 Αυτό ήταν το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην Ιρλανδία, από δω και πέρα θα την επισκέπτεται μόνο με τη φαντασία του. 

Όλα του τα γραπτά θα έχουν ήρωες που θα τριγυρνούν στους δρόμους του Δουβλίνου.

Ο ίδιος όμως δεν θα γυρίσει στο «αγαπημένο, βρομοδουβλίνο» του, ούτε νεκρός.

Αρχίζει ιδιαίτερα μαθήματα.

Ερωτεύεται τη σινιορίνα Πόπερ μια εύθραυστη νεαρή μαθήτριά του.

 « Τα μάτια της ήπιαν τις σκέψεις μου».

 Είχε επίγνωση του παραλογισμού της ιστορίας, αλλά είχε χρόνια να νιώσει τόση συγκίνηση.

Αυτήν την περίοδο συνεχίζει να μαζεύει ιδέες για τους Εξόριστους αλλά και τον Οδυσσέα.

Τον Δεκέμβριο του 1913, φτάνει ένα γράμμα από τον Ezra Pound, που κατά τα φαινόμενα ήταν ένας Αμερικανός φίλος του Γέητς και ο πιο δραστήριος άνθρωπος σε όλο το Λονδίνο.

Αυτός είχε τον τρόπο να ανακαλύπτει ταλέντα και αυτός ήταν που έσωσε τον Τζόυς και το έργο του.

Ο ίδιος ο Έζρα Πάουντ ανακάλυψε λίγο αργότερα και τον T. S. Eliot.

1914: Τυπώνονται επιτέλους οι Δουβλινέζοι.

Ο Πάουντ αφοσιώνεται ολόψυχα και σε καθημερινή βάση στην υπόθεση Τζόυς.
Μόλις ο Πάουντ τον ανακάλυψε και η Μις Γουίβερ άρχισε να τον κανακεύει σαν μάνα ( μιαΑγγλίδα εκδότης που του γνώρισε ο Έζρα Πάουντ και η οποία τον βοήθησε τόσο πολύ οικονομικά όσο κανένας άλλος και συνεπώς μπόρεσε να επικεντρωθεί στο γράψιμο και όχι στο πως θα βρει χρήματα για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του), ο Τζόυς όχι μόνο κατάφερε να τελειώσει το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη »αλλά άρχισε να γράφει τους «Εξόριστους» και τον «Οδυσσέα».


« Οδυσσέας» 

 Ο Τζόυς προετοιμαζόταν για τη συγγραφή του Οδυσσέα από το 1907. 

Το ύφος που θα επιλέξει δεν είναι ένα, αλλά πολλά.

Θα προεκτείνει δηλαδή τη μέθοδο που υιοθέτησε στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη», όπου το ύφος, αρχικά απλοϊκό, γινόταν ρομαντικό και κατόπιν δραματικό ,για να εναρμονίζεται με την οντογένεση του Στήβεν. 

Ο Τζόυς είχε τώρα βρει το ακόμα ριζοσπαστικότερο τέχνασμα του αναξιόπιστου αφηγητή, με ένα ύφος που προσάρμοσε ανάλογα. 

Το χρησιμοποίησε σε αρκετά επεισόδια του Οδυσσέα, στον Κύκλωπα παραδείγματος χάρη, όπου ο αφηγητής είναι τόσο εμφανώς εχθρικός απέναντι στον Μπλουμ, ώστε να διεγείρει τη συμπάθεια στο πρόσωπό του, στη Ναυσικά, όπου η εκρηκτικότητα του αφηγητή διακόπτεται και αντισταθμίζεται από τις ρεαλιστικές αναφορές του Μπλουμ, και στον Εύμαιο, όπου ο αφηγητής γράφει με ύφος που θυμίζει χωροφύλακα.

Το πιο διάσημο επινόημα του Οδυσσέα, ο εσωτερικός μονόλογος (monologue interieur) ήταν επίσης αποτέλεσμα προηγούμενων πειραμάτων.

Οι ήρωές του ήταν τόσο απομονωμένοι ώστε ο Τζόυς ανέπτυξε τον εσωτερικό μονόλογο Ισχυρίζεται ότι τον εσωτερικό μονόλογο τον συνάντησε πρώτη φορά στον Γάλλο συγγραφέα Εντουάρ Ντιζαρντέν  ( Edouard Dujarden) και συγκεκριμένα στο έργο του «Les Lauriers sont coupes»

Τον είχε όμως δει να αναπτύσσεται και στον Τζορτζ Μουρ, τον Τολστόι ακόμη και στο ημερολόγιο του αδερφού του, όπως είχε πει. 

Είχε ακόμη παίξει με τις θεωρίες του Φρόυντ περί γλωσσικών συσχετίσεων.

 Ο πρώτος εσωτερικός μονόλογος του Τζόυς εμφανίζεται στο τέλος του Πορτραίτου, όπου όμως ο συγγραφέας τον κάνει να μην φαίνεται τόσο ιδιόμορφος, βάζοντας τον Στήβεν να τον καταγράφει στο ημερολόγιό του. 

Στον Οδυσσέα αφήνει τις σκέψεις των ηρώων να χοροπηδούν από δω κι από κει χωρίς τη δικαιολογία του ημερολόγιου.

Ένα ακόμη διαμορφωτικό στοιχείο στον Οδυσσέα, είναι η αντίστιξη μύθου και γεγονότος. Ο Στήβεν δεν είναι μόνο ο Δαίδαλος αλλά και ο Ίκαρος, ό Άμλετ, ο Σαίξπηρ, ο Εωσφόρος.

 Όταν τον ρώτησαν γιατί έδωσε στο βιβλίο του τον τίτλο Οδυσσέας ο Τζόυς απάντησε, ‘«Είναι το σύστημα της δουλειάς μου». 

Το κύριο μέλημά του για το βιβλίο, ήταν να βρει έναν παγανιστή ήρωα να τον ξαμολήσει σε μια πόλη Καθολικών, να κάνει τον Οδυσσέα, Δουβλινέζο. 

Δεν γινόταν να αναλάβει το ρόλο αυτό ο Στήβεν γιατί ήταν η ανώριμη persona του Τζόυς.
Ως ώριμη persona ο Τζόυς επέλεξε τον Λέοπολντ Μπλουμ.

Ο Τζόυς δεν είχε εξ αρχής σκεφτεί όλο του το βιβλίο! 

Στην πορεία σου έρχονται οι καλές ιδέες, δήλωσε.

Γνώριζε βέβαια ότι ο ήρωάς του έπρεπε να διατρέξει το Δουβλίνο σε μια σειρά επεισοδίων ανάλογων με εκείνων της Οδύσσειας, (δεκαοκτώ τελικά στον αριθμό).
 
Ο Τζόυς, τον σύγχρονο Οδυσσέα του, τον κάνει έναν άντρα (Εβραίο) που δεν είναι εκ φύσεως πολεμιστής, αλλά διαθέτει αδάμαστη σκέψη.

 Οι νίκες του Μπλουμ είναι διανοητικές, παρά τη διάχυτη σωματικότητα του βιβλίου.

Συχνά έχει ειπωθεί ότι σχέση Οδυσσέα και Μπλουμ είναι ισχνότερη από ότι της έχει αποδοθεί και ο Έζρα Πάουντ επιμένει ότι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η Οδύσσεια ήταν απλά δομικός, για να ενοποιηθεί ένα έργο που ως ένα βαθμό εστερείτο πλοκής.

 Για τον Τζόυς όμως η αντιστοιχία ήταν σημαντική γιατί ο Μπλουμ από μία άποψη είναι ο Οδυσσέας: ένας άνθρωπος που αξίζει. 

Ο Τζόυς δεν τον εξυψώνει, αλλά τον κάνει κάτι το ιδιαίτερο.

 Είναι ένας πλασιέ, ο οποίος εκτός από την οικογένειά του δεν έχει καμιά επίδραση στον κόσμο γύρω του, παρόλα αυτά είναι ένας καλλιεργημένος πολύπλευρος άνθρωπος. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που αξίζει , μας λέει ο Τζόυς. 

Ο μονόλογός του είναι ένα μακρύ ποίημα, γεμάτος φράσεις ασύλληπτης έντασης. 

Όλη η ιστορία διαδραματίζεται στο Δουβλίνο , στους αληθινούς δρόμους του, σε μία μόνο μέρα, την 16η Ιουνίου 1904 (την ημέρα του πρώτου του ραντεβού με τη Νόρα).

 Ο Μπλουμ συναντάει τον νεαρό Στήβεν, που προσπαθεί να τον πείσει να σταματήσει το ποτό και γενικά προσπαθεί να τον βοηθήσει. 

Ο Μπλουμ αντιπροσωπεύει την κοινή λογική ενώ ο Σήβεν την οξύτατη νοημοσύνη.

 Εμείς διατρέχουμε την 16η Ιουνίου, κυρίως μέσα από τη συνείδηση του Μπλουμ.

Η μέρα αυτή λίγα χρόνια μετά την έκδοση του «Οδυσσέα» (και μέχρι σήμερα) έχει καθιερωθεί ως Bloomsday!

Την εποχή εκείνη, έχουμε στη Γαλλία την υπόθεση Ντρέυφους και αυτό ευαισθητοποιεί τον Τζόυς στο θέμα των Εβραίων.

Ο μονόλογος της Μόλλυ, συζύγου του Μπλουμ, στο τέλος του βιβλίου, με τις τεράστιες προτάσεις δείχνουν την άποψη του Τζόυς για τον τρόπο σκέψης των γυναικών, ως πλημμυρίδας. 

Το θέμα του Οδυσσέα είναι απλό και πραγματώνεται μέσω των χαρακτήρων του Μπλουμ, της Μόλλυ και του Στήβεν.

Η καλοσύνη εξουδετερώνει την ανεξέλεγκτη δύναμη. Στο τέλος νικά η ψυχή, μια λέξη την οποία ποτέ δεν αποποιήθηκε.

Στα τέλη του Ιουνίου 1915 ( ο Α Παγκόσμιος πόλεμος είχε ήδη αρχίσει), ο Τζόυς άφησε έπιπλα και βιβλία στο διαμέρισμά του στην Τεργέστη και ξεκίνησε με την οικογένειά του για την Ελβετία, η οποία ήταν κάτι περισσότερο από άσυλο: του έδωσε την ξεγνοιασιά που χρειάζονταν για να γράψει το μεγαλύτερο μέρος του πιο σημαντικού βιβλίου του, του «Οδυσσέα».

  Εξάλλου εκεί επέστρεψε και στη αρχή του επόμενου παγκοσμίου πολέμου, όπου και πέθανε.

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

“ James Joyce” by Richard Ellmann 2


 Mέρος Α: Δουβλίνο

Το βιβλίο του Richard Ellmann αρχίζει, « Προσπαθούμε ακόμα να μάθουμε πώς να γίνουμε σύγχρονοι του Τζέημς Τζόυς, να κατανοήσουμε τον άνθρωπο που μας ερμήνευσε.» Αυτά τα έγραψε το 1982 στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του αλλά αν μπορούσε θα τα επαναλάμβανε και σήμερα (2011) , είμαι σίγουρη γι αυτό.

Συνεχίζει παρακάτω λέγοντας, «Του άρεσε να υποτιμά τον εαυτό του και μάλλον πρέπει να δείξουμε κατανόηση σε όσους μην έχοντας συλλάβει την ειρωνεία του, υιοθέτησαν αυτή του τη γραμμή. Ελάχιστοι συγγραφείς έγιναν αποδεκτοί ως μεγαλοφυΐες και ταυτόχρονα προκάλεσαν τόση δυσαρέσκεια και μομφή όσο ο Τζόυς.

 Για τους Ιρλανδούς συμπατριώτες του παραμένει άσεμνος και πιθανότατα τρελός• οι Ιρλανδοί ήταν από τα τελευταία έθνη που ήραν την απαγόρευση κυκλοφορίας του Οδυσσέα.
Για τους Άγγλους ήταν εκκεντρικός και «Ιρλανδός», ένας προσδιορισμός που αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την λογοτεχνική παραγωγή των Ιρλανδών κατά τα τελευταία εβδομήντα (διάβαζε εκατό) χρόνια, ηχεί επικινδύνως «αγγλικός».

 Για τους Αμερικανούς οι οποίοι τον δέχτηκαν ευνοϊκότατα (παρότι ο ίδιος δεν έδειχνε την παραμικρή ανοχή για τη χώρα τους), επρόκειτο για έναν μεγάλο πειραματιστή, έναν μεγάλο κοσμοπολίτη, αλλά ίσως και έναν πολύ σκληρόκαρδο άνθρωπο, ενώ για τους Γάλλους, με τους οποίους έζησε είκοσι χρόνια, ο Τζόυς στερείται εκείνου του εκλεπτυσμένου ορθολογισμού που θα τον τοποθετούσε ασυζητητί μεταξύ των ανθρώπων των γραμμάτων»

Κάποιοι είπαν ότι ο Τζόυς δεν λέει τίποτα στα βιβλία του και τον συνέκριναν αρνητικά με τον Τολστόι ( ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν ο μυθιστοριογράφος που προτιμούσε περισσότερο ο Τζόυς), τον Φώκνερ και άλλους μεγάλους λογοτέχνες. Πράγματι, δεν υπάρχει δράση στα βιβλία του Τζόυς, οι ήρωές του είναι τόσο απλοί, τόσο καθημερινοί άνθρωποι, τόσο ωμοί μερικές φορές (ποιος ήρωας αφοδεύει και αυνανίζεται, τουλάχιστον μέχρι την έκδοση του Οδυσσέα), όμως είναι και άνθρωποι που σκέφτονται. « Οι κτηνώδεις τύποι του παρουσιάζουν μια εκπληκτική ικανότητα στοχασμού, τα αγνά πνεύματά του διαπιστώνουν ότι κουβαλούν ανηλεώς κολλημένα πάνω τους τα σώματά τους». 

Η αλήθεια είναι ότι τους ήρωές του δεν τους συμπαθείς εύκολα αλλά δεν στόχευε σ’ αυτό. Είναι τύποι που δεν θα ήθελαν να είναι, ούτε θα φαντάζονταν ποτέ ότι θα είναι ήρωες σε βιβλία. Εξ άλλου αυτό ήθελε να κάνει ο Τζόυς: να δείξει τη σημαντικότητα του ασήμαντου, του κοινότοπου. Στα βιβλία του έχουμε τη δικαίωση του κοινότοπου και του καθημερινού.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε τη ζωή του μετά το σχολείο. 

Σε ηλικία 18 ετών ο Τζόυς γνωρίζει τον Ίψεν και καταγοητεύεται. Του στέλνει γράμμα και παίρνει απάντηση. Αρχίζει να μαθαίνει δανονορβηγικά για να τον διαβάσει στο πρωτότυπο. Το ίδιο θα κάνει και με άλλες γλώσσες στην προσπάθειά του να έρθει σε επαφή με τις λογοτεχνίες τους. Ο Τζων Τζόυς του δίνει χρήματα να αγοράζει ξένα βιβλία, ασχέτως αν η οικογένεια είχε να φάει.

Εγγράφεται στην Ιατρική σχολή το 1902, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του στην ηλικία του αλλά τα παράτησε και το ίδιο κάνει και ο Τζόυς. Αμέσως μετά αποφασίζει ότι πρέπει να πάει στο Παρίσι για να σπουδάσει Ιατρική. Από τη στιγμή που παίρνει την απόφασή του αρχίζει να στέλνει γράμματα σε όσους νόμιζε ότι θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Πρώτη Δεκέμβρη 1902 σαλπάρει με το καράβι από το Δουβλίνο. Του άρεσε να παραλληλίζει τη φυγή του ( δεν την είχε ακόμη βαφτίσει εξορία) από τη χώρα του με την εξορία του ήρωά του του Δάντη από τη Φλωρεντία. Μόνο που αυτόν ούτε τον διέταξαν να φύγει ούτε του απαγόρευσαν να γυρίσει.

Όμως ο Τζόυς ήταν πολύ ειλικρινής με τον εαυτό του για να μην αναγνωρίσει ότι δεν ήταν οι Ιησουίτες ( είχε παρακολουθήσει ένα σχολείο Ιησουιτών) ούτε και η επιθυμία του να σπουδάσει Ιατρική που τον οδήγησαν να φύγει από το Δουβλίνο. Το πείραμα ζωής που είχε πει στον αδερφό του Στανίσλαο ότι θα έθετε σε εφαρμογή, απαιτούσε να δοκιμάσει να ζήσει αλλού. Για να είναι σε θέση να εκτιμήσει τον εαυτό του και τη χώρα του έπρεπε να έχει πρώτα ένα μέτρο από ένα κόσμο ξένο.

 Οι συνθήκες διαβίωσής του στο Παρίσι είναι άθλιες.  Έχει βρει έναν τρόπο να αναγκάζει τους φίλους του να του κάνουν το τραπέζι με το να τους επισκέπτεται την ώρα του γεύματος, κόλπο που έπιανε με τους Γάλλους όχι όμως και με τους Άγγλους και τους Αμερικάνους.

Σύντομα αποφασίζει ότι δεν τον ενδιαφέρει η Ιατρική.
Η πιο σημαντική λογοτεχνική συναναστροφή του στο Παρίσι ήταν η συνάντηση με τον συμπατριώτη του Τζων Συνγκ όταν και διαπίστωσε ότι ο Συνγκ δεν ήταν ο σιωπηλός άνθρωπος που του είχε περιγράψει ο Γέητς. Δεδομένου ότι και οι δύο ήταν αρκετά δογματικοί, λογομαχούσαν σε κάθε ευκαιρία. Ο Συνγκ είχε ήδη αρχίσει να αναδεικνύεται ως θεατρικός συγγραφέας. Με προτροπή του Γέητς πήγε στα νησιά Αράν και αφού παρακολούθησε τη ζωή των ντόπιων και αφουγκράστηκε τις αποχρώσεις του λόγου τους συνέλεξε υλικό για τέσσερα θεατρικά έργα, συμπεριλαμβανόμενου και του Καβαλάρηδες στη Θάλασσα. Ο Γέητς είχε δείξει αυτό το έργο στον Τζόυς και το επαίνεσε πολύ. Ο Τζόυς ζήλεψε. 

 Σ’ ένα περίπτερο σιδηροδρομικού σταθμού αγόρασε ένα βιβλίο του Εντουάρ Ντιζαρντέν ( Edouard Dujarden) που ήξερε ότι ήταν φίλος του Τζωρτζ Μουρ. Επρόκειτο για το Les Lauriers sont coupes. Ο ίδιος ο Τζόυς θα δηλώσει ότι τον εσωτερικό μονόλογο τον δανείστηκε από τον Ντιζαρντέν και όχι από τον Φρόυντ.

Γυρίζοντας στο δωμάτιό του μια μέρα του Απριλίου του  1903 βρήκε ένα τηλεγράφημα « Μητέρα πεθαίνει γύρισε αμέσως πατέρας». Δανείστηκε για τα εισιτήρια και γύρισε πίσω. Η μητέρα του σκεφτόμενη ότι τώρα που αυτή φεύγει από αυτόν τον κόσμο έπρεπε να φροντίσει για την ψυχή του μεγάλου της γιου, του ζήτησε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει. Ο Τζόυς αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν μπορούσε να το κάνει  αφού δεν το πίστευε. Αυτήν την περίοδο με την καθοδήγηση του φίλου του Γκόγκαρτι ( ο Buck Mulligan του Οδυσσέα) ο Τζόυς άρχισε να πίνει πολύ, ενώ είχε ορκιστεί ότι δε θα γίνει πότης έχοντας ζήσει τον αλκοολισμό του πατέρα του. Η κατάσταση της μητέρας του επιδεινωνόταν . Ο Τζέημς τριγυρνούσε άσκοπα στην πόλη εν αναμονή του θανάτου της. Δεν έγραφε σχεδόν τίποτα. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο χειρότερα γίνονταν τα πράγματα για όλους. Ο Τζων Τζόυς έπινε όλο και πιο πολύ μέχρι που μια φοβερή βραδιά γύρισε σπίτι του παραπατώντας και της φώναξε, « Πάει τελείωσα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο πια. Αν δεν μπορείς να γίνεις καλά, πέθανε. Πέθανε και την κατάρα μου να χεις!» 

Η Μέη Τζόυς πέθανε στις 13 Αυγούστου 1903, σε ηλικία 44 ετών. Το σπίτι ρήμαξε μετά το θάνατο της μητέρας. Ο Τζων Τζόυς πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, έβαλε υποθήκη και τελικά έχασε το σπίτι που είχε αγοράσει και φέρονταν απαίσια στα παιδιά του με εξαίρεση τον Τζέημς.

Αυτός είχε περιπέσει σε μια απάθεια στην οποία είχε μερίδιο και η ασιτία. Στις 7 Ιανουαρίου κάθισε κι έγραψε αυθημερόν ένα βιβλίο, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στο οποίο έδωσε τον τίτλο «Πορτραίτο του καλλιτέχνη» κατά προτροπή του αδερφού του Στανίσλαου, ο οποίος είχε ήδη αρχίσει να γράφει το προσωπικό του ημερολόγιο ( όταν το διάβασε ο Τζέημς είπε ότι δεν είχε καμιά λογοτεχνική αξία). Το βιβλίο του Τζέημς ήταν μια αυτοβιογραφική ιστορία, ένα μίγμα αυτοθαυμασμού και ειρωνείας. Το έστειλε στους εκδότες. Αυτή είναι η απίστευτη αρχή της ώριμης δουλειάς του Τζόυς.

Στο μέλλον θα αναπλάσει αυτήν την ιστορία σε «Στήβεν ήρωα» και μετά δέκα χρόνια αφού την περικόψει αρκετά θα της δώσει τον τίτλο « Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία». Στη συνέχεια γράφει ποιήματα, τη Μουσική Δωματίου. 
 

 Ο Τζόυς σε ηλικία 22 ετών, το 1904. Όταν τον ρώτησαν τι σκεφτόταν την ώρα που τον φωτογράφιζε ο Κ.Π. Κάραν, ο Τζόυς απάντησε, "Αναρωτιόμουν αν θα μου δάνειζε πέντε σελίνια".


 Ψάχνει δανεικά για να τα βγάλει πέρα , δε βρίσκει. Ο Τζωρτζ Ράσελ του προτείνει να γράψει ένα διήγημα για το Irish Homestead. H αμοιβή θα ήταν μια λίρα. Η πρόταση του Ράσελ ήταν και η αρχή των Δουβλινέζων. Ο Τζόυς έγραψε αμέσως την πρώτη ιστορία, «Οι Αδελφές».

Στις 10 Ιουνίου 1904 συναντάει για πρώτη φορά τη Νόρα Μπάρνακλ.  Συμφώνησαν να πάνε στην Ευρώπη να αρχίσουν εκεί την καινούρια τους ζωή. Βασικά η απόφαση ήταν του Τζόυς και η Νόρα ακολούθησε. Ο Τζόυς δανείστηκε ανηλεώς για αυτό το ταξίδι. Στους φίλους έλεγε ότι αν του δάνειζαν τώρα, τουλάχιστον δεν θα ήταν εκεί για να τους ξαναζητήσει δανεικά! Ο ποιητής Γέητς, η λαίδη Γκρέγκορι, ο Τζωρτζ Ράσελ, ο Πάντρικ Κόλεμ ήταν λίγοι από αυτούς που δανείστηκε για να μπορέσει να φύγει από το Δουβλίνο, το αγαπημένο βρομοδουβλίνο! 

Επιτέλους συγκέντρωσε το ποσό που θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Παρίσι, αλλά όχι μακρύτερα. Όλο και κάτι θα σκεφτόταν όταν θα έφταναν εκεί. Φτάνοντας στο Λονδίνο, ο Τζόυς άφησε τη Νόρα στο πάρκο και πήγε να δει έναν φίλο. Η Νόρα πίστεψε ότι την εγκατέλειψε, εκείνος όμως γύρισε και όπως λέει ο Ellmann « στο εξής θα εξέπληττε τους φίλους του, δεν αποκλείεται και τον ίδιο του τον εαυτό, με τη σταθερότητά του. Όσο για τη Νόρα έμεινε ακλόνητη στην επιλογή της για όλη της τη ζωή».

 Συνέχισαν το ίδιο βράδυ για Παρίσι, όπου ξανά άφησε τη Νόρα στο πάρκο και πήγε να βρει φίλους στο Παρίσι είτε για να τους φιλοξενήσουν είτε για δανεικά. Τελικά βρήκε δανεικά και έτσι πήραν το τραίνο που θα τους έφερνε στη Ζυρίχη. Ήταν Οκτώβρης του 1904. Ο Τζόυς ήταν 22 χρόνων και η Νόρα 20.




Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Nόρα Μπάρνακλ: Η γυναίκα του Τζέημς Τζόυς


H Νόρα ντυμένη σαν νεαρή γυναίκα από τη νήσο Άραν, στο έργο του Τζων Συνγκ Καβαλλάρηδες στη Θάλασσα, το 1918.



Ήταν 10 Ιουνίου 1904 και ο Τζόυς κατηφόριζε την οδό Νάσαου στο Δουβλίνο, όταν πήρε το μάτι του μια ψηλή, όμορφη, κοκκινομάλλα νέα που περπατούσε γρήγορα κι αγέρωχα. Της μίλησε κι εκείνη του απάντησε τόσο άνετα ώστε αυτός συνέχισε. Τον είχε πάρει για ναυτικό και λόγω των γαλανών ματιών του είχε νομίσει ότι ήταν Σουηδός. Ο Τζόυς έμαθε πως η κοπέλα εργαζόταν στο ξενοδοχείο Φιν, μια αρκετά καλή πανσιόν, και από την προφορά της κατάλαβε ότι προέρχονταν από το Γκάλγουεϊ. 

Το όνομά της ελαφρώς αστείο, την έλεγαν Νόρα Μπάρνακλ
( Nora Barnacle, η λέξη barnacle σημαίνει πεταλίδα, αλλά και κολλιτσίδα και αγριόχηνα). Ο πατέρας του όταν αργότερα έμαθε το όνομά της είπε ευφυολογώντας, « Δεν πρόκειται να τον αφήσει ποτέ». Αφού κουβέντιασαν για λίγο συμφώνησαν να συναντηθούν μπροστά στο σπίτι του Σερ Γουίλιαμ Γουάιλντ, στις 14 Ιουνίου. Η Νόρα όμως δεν εμφανίστηκε και το καινούριο ραντεβού κανονίστηκε για τις 16 Ιουνίου 1904.

Η τοποθέτηση του Οδυσσέα στη συγκεκριμένη ημερομηνία αν μη τι άλλο δείχνει την αποφασιστική επίδραση που είχε στη ζωή του η σχέση του μ’ αυτήν τη γυναίκα. Ήταν ένας περίπου χρόνος μετά το θάνατο της μητέρας του. Αργότερα θα δηλώσει ότι η Νόρα τον έκανε άντρα. Mέχρι τότε ήταν ένας επαναστατημένος νέος.

Ο Τζόυς που έψαχνε το αξιοσημείωτο μέσα στο κοινότοπο, αποφάσισε ότι η Νόρα κάθε άλλο παρά συνηθισμένη ήταν. Δεν είχε καμία μόρφωση, είχε απλώς τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Δεν καταλάβαινε από λογοτεχνία και δεν είχε ούτε την ικανότητα ούτε το ενδιαφέρον για αυτοανάλυση. Είχε όμως μεγάλη ευστροφία, χιούμορ και μια κλίση στον σαφή, λακωνικό λόγο.

Αυτή λοιπόν η νεαρή γυναίκα από το Γκάλγουέη σύντομα θα ένωνε τη ζωή της με ένα από τα πιο σπάνια μυαλά του εικοστού αιώνα. Όχι όμως με τα δεσμά του γάμου μέχρι τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια της συμβίωσής τους (παντρεύτηκαν το 1931 στο Λονδίνο ) όταν ο Τζόυς θέλησε να εξασφαλίσει τα παιδιά του. Της ζήτησε λοιπόν να τον ακολουθήσει στην Ευρώπη όπου προέβλεπε ότι θα μπορούσε να ζήσει με λιγότερο εκνευρισμό απ’ ότι στην Ιρλανδία στην οποία πίστευε ότι ούτε να ζήσει αλλά ούτε και να γράψει ελεύθερα μπορούσε.

Στάθηκε δίπλα του παρ’ όλη την ιδιόμορφη συμπεριφορά του και παρ’  όλο τον αλκοολισμό του. Αυτός ένιωθε τη σιγουριά που αναζητούσε  κοντά της και έδειχνε να μην νοιάζεται όταν αρνιόταν να διαβάσει τον Οδυσσέα του. Όμως θα το ήθελε πολύ. Όταν εκδηλώθηκαν τα ψυχολογικά προβλήματα της κόρης τους Λουτσία αυτήν είχαν στόχο οι παράλογες συμπεριφορές της. 

Κάποια φορά που είχαν μαλώσει είχε εξομολογηθεί στην αδερφή της πως θα ήταν καλύτερα να είχε παντρευτεί κάποιον απλό άνθρωπο σαν τον πατέρα τους. Όμως ήξερε πολύ καλά πόσο τυχερή ήταν που ζούσε δίπλα σε έναν καλλιτέχνη σαν αυτόν. 

Και πάλι όταν τα τελευταία χρόνια ο άντρας της ξενυχτούσε γράφοντας το Finnegans Wake και γελούσε από τους γρίφους που σκαρφίζονταν για να έχουν να ασχολούνται οι κριτικοί του μέλλοντος όπως έλεγε, του φώναζε « Τζιμ, σταμάτα να γελάς ή τουλάχιστον σταμάτα να γράφεις αυτό το βιβλίο».

Όπως και να ‘χει, αυτή η απλή γυναίκα στάθηκε δίπλα του στυλοβάτης όπου μπορούσε ο ποιητής να στηριχτεί όποτε το χρειάζονταν.

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Τζων Στανίσλαος Τζόυς : ο πατέρας του Τζαίημς Τζόυς



Ο  Τζων Τζόυς μοναχοπαίδι κακομαθημένο, ενός κακομαθημένου πατέρα που ήταν και εκείνος μοναχοπαίδι. Μια χαρά τα εύρισκαν μεταξύ τους. Ευστροφία , γερό μνημονικό και μια υπέροχη φωνή τενόρου, όλα κληροδοτήθηκαν στον Τζαίημς Τζόυς. Καυχιόταν ότι ήξερε την ιστορία όλων των σπιτιών στο Κορκ.

Παρακολούθησε και πέρασε με επιτυχία το πρώτο έτος της Ιατρικής σχολής, τα δύο επόμενα έτη όμως οι επιδόσεις του στα μαθήματα δεν ήταν καλές. Εξελίχτηκε ωστόσο σε αστέρι όσον αφορά τα σπορ και τις θεατρικές παραστάσεις. Εξαίρετος μίμος και τραγουδιστής. 

Πεθαίνοντας ο πατέρας του σε ηλικία τριάντα εννέα ετών, τον όριζε γενικό κληρονόμο όταν θα συμπλήρωνε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του, μιας αρκετά σημαντικής περιουσίας στο Κορκ. Σύντομα η μητέρα του αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα να μετακομίσουν στο Δουβλίνο όπου έλπιζε ότι ο δραστήριος και ανήσυχος γιος της, που εν τω μεταξύ είχε παρατήσει την Ιατρική, ίσως εύρισκε διέξοδο στις ανησυχίες του.

Αργότερα ασχολήθηκε με την πολιτική, επηρεασμένος ίσως από τον συγγενή του Πήτερ Πωλ Μακ Σουίνι, που χρημάτισε Λόρδος Δήμαρχος του Δουβλίνου το 1875. Ο νέος Λόρδος Αντιβασιλέας έσπευσε να τον τοποθετήσει σε θέση καλά αμειβόμενη και χωρίς πολλές ευθύνες, στην Υπηρεσία Είσπραξης Φόρων. Αυτή η θέση του επέτρεψε να παντρευτεί μια νέα ονόματι Μαίρη Τζέην Μάρεϊ ( Mary Jane Murray). Ήταν όμορφη κοπέλα, με ξανθά μαλλιά και μεγάλα αποθέματα υπομονής και αφοσίωσης, που παρά τις προσπάθειες του Τζων Τζόυς, τελικά δεν εξαντλήθηκαν. Η κατανόηση στις εκρήξεις του παρά το γεγονός ότι αυτή δεν τις αποδέχονταν και συνέχιζε να ζει την ήρεμη ζωή της, ο θαυμασμός της για την ζωντάνια και το πνεύμα του ήταν αυτά που έσωζαν αυτόν τον γάμο. Ο Τζων Τζόυς αφοσιώθηκε με ζήλο στην δημιουργία οικογένειας όσο και στην υποθήκευση της περιουσίας που κληρονόμησε.

Το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε το 1881 αλλά δεν επέζησε. Το δεύτερο γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1882, ο Τζέημς Αυγούστα (όπως λανθασμένα καταχωρίστηκε) Τζόυς. Ένα χρόνο αργότερα γεννήθηκε η αδερφή του Τζέημς, η Μάργκαρετ και το 1884 ο Τζων Στανίσλαος, ο αδερφός που στάθηκε δίπλα του σε πολλές δυσκολίες παρά τις ιδιοτροπίες του συγγραφέα. Συνολικά γεννήθηκαν και επέζησαν τέσσερα αγόρια και έξι κοπέλες και παράλληλα πραγματοποιήθηκαν έντεκα υποθήκες!

O Τζέημς γέλαγε πολύ με τις αστείες ιστορίες του πατέρα του και τις μετέφερε στους φίλους του και αργότερα στους αναγνώστες του.
Στο Πορτραίτο του Καλλιτέχνη  είναι ο Σάιμον Δαίδαλος τον οποίο ο γιος του περιγράφει ως: «φοιτητή της Ιατρικής, κωπηλάτη, τενόρο, ερασιτέχνη ηθοποιό, φωνακλά πολιτικό, μικροκτηματία, μικροεπενδυτή, πότη, καρντάση, παραμυθά, γραμματέα κάποιου, κάτι σε μια ποτοποιία, φοροεισπράκτορα, φαλιρημένο και νυν υμνητή του παρελθόντος του».
Στον Οδυσσέα είναι και πάλι ο Σάιμον, αλλά συμμετέχει και στον χαρακτήρα του Μπλουμ, στο δε Finnegans Wake είναι το βασικό πρότυπο για τον Ήαργουίκερ.

Τα περισσότερα παιδιά του δεν τον αγαπούσαν  επειδή τους φέρονταν άσχημα ή στην καλύτερη περίπτωση τα αγνοούσε. Είχε όμως αδυναμία στον Τζέημς και τη μικρή του κόρη την Μέημπελ, το στερνοπούλι του.

  Όταν ο Τζων Τζόυς πέθανε το 1931, ο Τζέημς είπε στον Λουί Ζιλέ, « Δεν έκανε ποτέ το παραμικρό σχόλιο για τα βιβλία μου, αλλά δεν μπορούσε και να με αρνηθεί. Το χιούμορ στον Οδυσσέα είναι δικό του, τα πρόσωπα είναι φίλοι του. Το βιβλίο αυτό είναι ίδιο εκείνος». Αλλού συμπληρώνει όχι επικριτικά όμως « Ένας φαλιρημένος ήταν», σαν να ήταν κάτι ευχάριστο, όπως άλλωστε ήταν και ο ίδιος.

Στο Finnegans Wake, ο καλλιτέχνης Σεμ, με την αμφιθυμία που χαρακτηρίζει τη σχέση με τον πατέρα του, « τη μια αρχινάει τις παπαρδέλες (πουφ!) για τον σπουδαίο και πολύ ξηγημένο μπαμπάκα του, τον κύριο Μουρμούρα, που η ιστορία, το κλίμα και τα γλέντια τον κάναν πρώτο στη φαμίλια και στα χρέγια…και την άλλη τανάπαλιν αμολάει τρία γιούχα (πιφ!) σ’ αυτόν τον βρικόλακα, τον καταραμένο, τον λιγδιάρη, το γιαλομαμούνι, τον γκρινιάρη, τον φαφλατά, τον χαζούλιακα, τον έβδομο από τους εφτά βρομοπροδότες, αυτόν που μια ζωή τον έχουνε του κλότσου και του μπάτσου».

Τα γνωστά οικονομικά προβλήματα και το ποτό οδηγούσαν σε καταστάσεις που κάποιες φορές έφταναν και στη βιαιοπραγία. Όπως θυμάται ο Στανίσλαος, ο οποίος μισούσε τον πατέρα του, ο Τζων Τζόυς μια φορά αποπειράθηκε να στραγγαλίσει τη μητέρα τους, πριν προλάβει η δύστυχη να αναρρώσει από τη γέννα ενός μωρού που πέθανε λίγες βδομάδες αφότου το γέννησε. Σ’ έναν παροξυσμό του μεθυσιού του την άρπαξε από το λαιμό ωρυόμενος «Μα το Θεό, ήρθε η ώρα να τελειώνουμε». Τα παιδιά χύθηκαν ουρλιάζοντας ανάμεσά τους, ο Τζέημς πήδησε στη ράχη του πατέρα του ρίχνοντάς τους και τους δυο κάτω. Η κυρία Τζόυς απομάκρυνε κακήν κακώς τα μικρότερα παιδιά από το πεδίο της μάχης και κατέφυγε σε γειτονικό σπίτι. Για την ώρα το σκηνικό με την αθλιότητά του θύμιζε Ντοστογιέφσκι. Σε λίγες μέρες πάντα κατά τα λεγόμενα του Στανίσλαου, εμφανίστηκε ένας υπαρχιφύλακας ο οποίος συζήτησε ώρα πολλή με τον πατέρα και τη μητέρα. Έκτοτε ο Τζων Τζόυς περιοριζόταν μόνο σε απειλές για βιαιοπραγία.

Όλη αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την συνεχή αλλαγή σπιτιών, συχνά νύχτα με διάφορα πονηρά τεχνάσματα του πατέρα Τζόυς, οδήγησαν τον Τζαίημς σε μια αποστασιοποίηση και αδιαφορία για τις οικογενειακές αθλιότητες. Αυτός συνέχιζε τον δρόμο του.

Ο Τζων Τζόυς ήταν ένας από τους πιο προικισμένους αμαρτωλούς της Ιρλανδίας και ένα μέρος του πολυποίκιλου γόνου του εξελίχτηκε σε μεγαλοφυΐα.




Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011



James Joyce
του   Richard Ellmann 1




Mε όσους κι αν μίλησα για το τσιγάρο μόνο δυο Γιώργηδες δήλωσαν ότι απόλαυσαν την πρώτη τους φορά. Για τον Τζόυς ΚΑΝΕΝΑΣ. Όσο για μένα, δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά και για τα δύο προσπάθησα πολύ!


Διαβάζοντας τον «Οδυσσέα» για πρώτη φορά ή έστω αρχίζοντας να τον διαβάζεις αναρωτιέσαι για ποιο λόγο αυτό το βιβλίο κατέκτησε την πρώτη θέση στη «Λίστα των 100 καλύτερων μυθιστορημάτων» ( Random House/Modern Library ,1998 ). Έχει κι άλλη μια πρωτιά, πουλάει ακόμα 100.000 αντίτυπα ετησίως. Αυτές οι αμφιβολίες εξαφανίζονται ή έστω απαλύνονται μετά την ανάγνωση του James Joyce” του Richard Ellmann το οποίο κυκλοφορεί και σε ελληνική μετάφραση ( μια εξαιρετική μετάφραση ) από την Αθηνά Δημητριάδου.


Ο Ρίτσαρντ Έλμαν γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου 1918 στο Μίσιγκαν και έζησε μέχρι τις 13 Μαΐου 1987. Σπούδασε και στη συνέχεια έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο του  Yale. Ήταν ειδικός μελετητής και του W.B. Yeats και του Oscar Wilde άλλων δύο Ιρλανδών γιγάντων της Λογοτεχνίας. Το βιβλίο του για τον James Joyce βρίσκεται και αυτό ανάμεσα στα 100 καλύτερα nonfiction βιβλία παγκοσμίως. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1959 και η αναθεωρημένη δεύτερη το 1982.



Στην αρχή του βιβλίου διαβάζουμε για τον John Stanislaos Joyce αυτόν   τον διαβολικά ευφυή άντρα, τον πατέρα του James Joyce o οποίος αν και ανήκε σε σχετικά εύπορη οικογένεια πτώχευσε γεμίζοντας το σπίτι του με παιδιά και χρέη. Φανατικός αντικληρικός παντρεύτηκε μια γυναίκα βαθειά θρησκευόμενη και απέκτησε μαζί της 10 παιδιά εκ των οποίων ο  James Joyce ήταν ο πρώτος και ο μόνος που αγαπούσε και θαύμαζε τον πατέρα του, από τον οποίο κληρονόμησε την υπέροχη φωνή τενόρου, την ευφυΐα του, την αγάπη του για τις πλάκες και τον αλκοολισμό του. Ο Joyce πάντα αναζητούσε την αποδοχή του έργου του από τον πατέρα του ο οποίος όμως δεν του την έδωσε ποτέ. Όταν διάβασε το « Οδυσσέας» είπε ότι απορεί γιατί του πήρε του γιου του τόσα χρόνια να γράψει αυτό το βιβλίο, ο ίδιος θα μπορούσε να το είχε γράψει σε μια νύχτα.

Μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο στο Δουβλίνο ο James Augusta 
( όπως κατά λάθος είχε γραφεί στα μητρώα με το θηλυκό του Augustine, το οποίο λάθος δεν παρέλειψε να εφαρμόσει κι αυτός στον ήρωα του «Οδυσσέα» τον Μπλουμ ο οποίος είχε το γυναικείο μεσαίο όνομα ,Πώλα ) Aloysius Joyce πήγε στο Παρίσι με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και τον Απρίλιο του 1903 αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Δουβλίνο για να προλάβει την μητέρα του που πέθαινε από καρκίνο. Αυτή του ζήτησε να γονατίσει και να προσευχηθεί για κείνη, αλλά αυτός αρνήθηκε. Φαίνεται πως υπέφερε πολύ μετά από τον θάνατο της μητέρας του.

Το 1904 γνωρίζει τη Nora Barnacle που την ερωτεύεται και την πείθει να φύγουν από την Ιρλανδία. Αρχικά έμειναν στη Ζυρίχη και μετά στην Τεργέστη. Τα οικονομικά προβλήματα ήταν μόνιμα στην οικογένεια Joyce, η οποία στις 27 Ιουλίου 1905 αποκτά το πρώτο της παιδί τον Giorgio. Σχεδόν 15 χρόνια ζουν στην Τεργέστη όπου γεννιέται  και η κόρη τους η Lucia, η οποία έμελλε να γίνει ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα του Joyce, όταν στα 25 της παρουσίασε σοβαρά προβλήματα ψυχικών διαταραχών.

Δυσκολεύτηκε σε όλα ο μεγάλος ποιητής και συγγραφέας James Joyce και ακόμα περισσότερο στην έκδοση των βιβλίων του. Έζησε αυτοεξόριστος από το Δουβλίνο, γράφοντας για το Δουβλίνο.

Πολύ σημαντικό ρόλο στην «ανακάλυψή» του έπαιξε ο ποιητής Ezra Pound  ο οποίος και τον προώθησε.

Το 1914 άρχισε να γράφει τον «Οδυσσέα». Με την έναρξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου μετακόμισαν οικογενειακώς στη Ζυρίχη και όταν ο πόλεμος τελείωσε ο Ezra Pound τον κάλεσε να πάει στο Παρίσι όπου κι έμεινε για τα επόμενα 20 χρόνια. Το 1922 στο Παρίσι εκδόθηκε ο «Οδυσσέας» μετά από πολλές δυσκολίες και αμέσως μετά αρχίζει το “Finnegans Wake” το οποίο τελικά εκδόθηκε το 1939 δύο μόλις χρόνια πριν τον θάνατό του στις 13 του Γενάρη 1941 στη Ζυρίχη, όπου είχαν πάλι καταφύγει λόγω του Β Παγκοσμίου Πολέμου, από προχωρημένο έλκος.

Είναι τουλάχιστον άδικο να μιλάς για τη ζωή κάποιου σε 10 αράδες γι αυτό θα επανέλθω με διάφορα επί μέρους θέματα κυρίως για το έργο του αλλά και γι’ αυτόν τον ίδιο, που έκανε τον κόσμο ν’ αγαπήσει το Δουβλίνο που αυτός «μίσησε».

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Ιστορία 5


Ησυχία. Τόση που να πονάνε τ'αυτιά σου. Ειδικά αν έζησες μια ζωή στην πόλη.

Εκείνο το πρωί, Τρίτη ήταν, μάλλον Απρίλιος, παλιά. Άκουγε την ανάσα του διπλανού του στο θρανίο. Όλοι οι συμμαθητές του προσπαθούσαν ν'αντιγράψουν το "Ἂννα, πέτα το τόπι". Αυτός με το μικροσκοπικό μολύβι στην πανέμορφη μυτούλα του, είχε φύγει από την τάξη. Διέσχιζε το λασπωμένο δρόμο που χώριζε το σχολείο από το χωράφι τους, πήγαινε στην καλύβα την μισοερειπωμένη, άνοιγε την πόρτα κι απελευθέρωνε το αρνάκι το μικρό. Τόχε κάνει πολλές φορές αυτό εκείνο το πρωί με το μυαλό του, με το μολύβι στη μυτούλα τη "γαλλική" και τα όμορφα πράσινα ματάκια του να χαίρονται και να λυπούνται εναλλάξ ανάλογα σε ποιο σημείο της ιστορίας βρίσκονταν.

Τον λύτρωσε το κουδούνι.
Έκανε τη διαδρομή με αληθινά βήματα μέσα στη λάσπη, που αν κι Απρίλιος στα ψηλά αυτά χωριά της Πίνδου ήταν παγωμένη ακόμα.
Άνοιξε την πόρτα της καλύβας και τρελάθηκε το αρνάκι!
Άνοιξη βλέπεις, κι ας ήταν κρύο, άνοιξη όμως.
Έτρεχε το αρνάκι στο χωράφι, έτρεχε κι αυτό.
Τι έγινε μετά, πού βρήκε τα σπίρτα, πώς έγινε, δε θυμάται λέει.
Όμως η καλύβα πήρε φωτιά.
Είπαν πως την έβαλε το μικρό.
Του κάνανε και δίκη!
Και δεν ξέρω πόσα χρόνια έφαγε, με αναστολή!

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Iστορίες 4


Άδειος δρόμος, τα σπίτια κλειστά, στραπατσαρισμένα, βουβά. Μπαίνει το τανκ, βουβό κι αυτό και ξαφνικά ακούγονται οι ριπές του. Στα σπίτια, στον άδειο δρόμο. Τον φτωχικό. Κι αυτός που πυροβολεί μέσα από την ασφάλεια του τανκ, φτωχός κι αυτός. Και τότε ακούγεται μια φωνή, απ' το πουθενά..βιάζομαι να διαβάσω την μετάφραση: " Ο Θεός είναι Μεγάλος".
Ειδήσεις, Συρία, 19 Νοεμβρίου 2011.


Περπατούσε σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, σχεδόν αμέριμνος, σχεδόν αφηρημένος. Είχε πάρει έναν νοστιμότατο, ανθυγιεινότατο "πιτόγυρο" με μπόλικο κρεμμύδι και πατάτες τηγανητές. Με γιαούρτι. Έτοιμος να καταπιεί την πρώτη μπουκιά και να ξαναορμήξει για την δεύτερη. Ζεστή η πίτα. Ξαφνικά κάποιος πέρασε μπροστά του τρέχοντας και χραπ του άρπαξε την πίτα από το χέρι. Κόντεψε να πνιγεί. Πρόλαβε και είδε την μελαψή επιδερμίδα στο σβέρκο ανάμεσα στα μαύρα ίσια μαλλιά και το φούτερ.
Αθήνα, Οκτώβρης 2011


Βγήκε βόλτα με το καρότσι, ευχαριστημένη, με το σπίτι στην τρίχα, όλα στη θέση τους. Ακόμα και το σκουπόξυλο ήταν χαριτωμένο! Η μικρή στο καρότσι, ένα όμορφο αντίγραφο, δύο χρόνων. Με κορδελίτσα στα μαλλιά, γυαλιά ηλίου και πανέμορφα άσπρα πεδιλάκια. Οι παιδικές γαμπούλες μαυρισμένες από τον ήλιο του νησιού. Της Ελλάδας, που ομορφαίνει τον πλανήτη. Ξαφνικά γυρίζει το κεφάλι δεξιά, στο χαντάκι. Ένας Άγγλος τουρίστας γύρω στα είκοσι. Φαίνεται να έχει κοιμηθεί εκεί τη νύχτα. Βλέμμα χαμένο. Βγάζει από την τσέπη του πεντοχίλιαρα και τα στουμπώνει στο στόμα του. Και σπρώχνει να χωρέσουν! Χάθηκε ο ήλιος και η ομορφιά. Έτσι.
Σπέτσες, Αύγουστος 1990


Πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Σκοτάδι. Έχει μια λαχτάρα δυνατή να φωνάξει μέσα στη νύχτα πόσο ερωτευμένη είναι. Είναι ο πρώτος έρωτας. Είναι ο απαγορευμένος έρωτας. Είναι ο άντρας απ' όλα. Μόνο να περπατάνε δίπλα δίπλα ήθελε και να τον ακούει ν' αναπνέει. Ξαφνικά, εκεί στο πεζούλι το στενό του πάρκου πίσω από τον Σταθμό, στην αρχή μια σκιά, μετά μια κοπελιά κι ο λυγμός της. Αστραπή ο ξένος πόνος. Ξαφνικά, βρομούσε ο τόπος ούρα.
Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1975

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

ιστορία


Τριβή ίσον θερμότης. Αυτό ήταν το μόνο που έμαθα από Φυσική στο σχολείο. Η καημένη η Χρυσουλίδου δεν τα κατάφερε να μου μάθει περισσότερα. Αυτή για τους δικούς της λόγους μπέρδευε τα λόγια της και δημιουργούσε ανέκδοτα. Όπως όταν σκόνταψε στην έδρα και είπε " Βρε παιδιά, πώς ψήλωσε έτσι αυτή η έδρα;" Στο βάθρο δηλαδή σκόνταψε, στο βάθρο επάνω στο οποίο βρίσκονταν η παντέρμη η έδρα.

Τριβή ίσον θερμότης. Το είχα μάθει κι από μόνη μου πολύ πριν τη Χρυσουλίδου. Τότε που οι χειμώνες ήταν πολύ κρύοι στη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές χιόνιζε και όταν μετά έβγαζε και Βαρδάρη και πάγωνε το χιόνι μπορούσες να γλιστρήσεις πολύ εύκολα. Πόση ψυχούλα μπορεί να είχε ένα μικρό κορίτσι εφτά χρονών που ζύγιζε 25 κιλά επί πολλά χρόνια, ώστε να μην φοβάται το γλίστρημα αυτό; Κουβαλούσε ένα μικρό κυλινδρικό ντενεκεδάκι, μέχρι τη μέση γεμάτο με στάχτη από τη σόμπα κι από πάνω κάρβουνα. Τα σκέπαζε η γιαγιά με στάχτη για να μην σβήσουν. Είχε το ντενεκεδάκι ένα στραπατσαρισμένο σύρμα για χερούλι. Μια πλατιά επίπεδη πέτρα για καπάκι, για να μην καίγεται το χεράκι το κοκαλιάρικο, το μπλαβισμένο.
Πώς μπορούσε και χαμογελούσε και χαίρονταν; 

Μόλις είχε σχολάσει από το σχολείο, τρίτη δημοτικού!
Έφαγε ελάχιστα γιατί ποτέ δεν πείναγε και επίσης ποτέ δεν της άρεσαν τα φαγητά. Στο σπίτι. Ούτε στο εστιατόριο. Μόνο τα γλυκά από το Ζαχαροπλαστείο " Ο Ήλιος". Και το σαλάμι, έτσι την έλεγαν την πάριζα τότε..το '60 στη Θεσσαλονίκη. Μόλις είχε κυκλοφορήσει στα μαγαζιά. Αλλαντοπωλείον " Η Μικρή Ολλανδέζα". Σχεδόν νηστική, με τα κάρβουνα στο κουβαδάκι, με το παλτό το κόκκινο από πρόπερσι, ήταν τυχερή που δεν χόντραινε, δεν ψήλωνε οπότε της έρχονταν μια χαρά. Κόκκινο. Τσόχα! Ξεκινούσε από το σπίτι για το περίπτερο. Στο άλλο χέρι, το αριστερό, τα βιβλία και τα τετράδια. Της τρίτης δημοτικού. Μη φανταστείτε πολλά, κανα δυο. Χαίρονταν. Δεν κρύωνε καθόλου. Όταν σταματούσε για λίγο έτριβε τα δυο χεράκια, το ένα το ξυλιασμένο με το άλλο το ζεστό, "τριβή ίσον θερμότης", ξαναφορτωνόταν αυτά που κουβαλούσε και συνέχιζε. 
Ήξερε καλά τον δρόμο.
Όταν έφτανε στην Αντιγονιδών, άλλος κόσμος. Η αγορά, κόσμος πάνω κάτω, μαγαζιά, περίπτερα. 
Πλησίαζε. 
Χαίρονταν όλο και πιο πολύ. 
Έφτανε.
Η καρδούλα χτυπούσε πιο δυνατά.
Έπαιρνε τη στροφή, έμπαινε στην Εγνατία.
Έστριβε δεξιά προς το Βαρδάρη.
Νάτο.
Το περίπτερό μας.
Το περιπτεράκι μας. 
Η μανούλα μου με το κεφαλάκι προς τη μεριά μου.
Με περιμένει.
Μου χαμογελάει.
Μ' αγαπάει. 
Η γλυκιά μου, η τρυφερή μου μανούλα! 
Ξανθιά, όμορφη, χαμογελαστή.
Μια ζεστή αγκαλιά.

Καθόλου δεν κρύωνα τους χειμώνες αυτούς στη Θεσσαλονίκη. 

Είχα και τα κάρβουνα βλέπεις.


Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Από τους τυχερούς της ζωής!




Κρατάς ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Σφιχτά. Όλος ο κόσμος εκεί, στη θέση του το κάθε τι. Ξαφνικά το μικρό δε χωράει στην αγκαλιά σου και παραξενεύεσαι. Κάτι άλλαξε στον κόσμο. Όταν αρχίζει να μη θέλει πολλές πολλές αγκαλιές στην καλύτερη περίπτωση, χαμογελάς μουδιασμένα. Στο τέλος, χρειάζεται να μάθεις ν'αγκαλιάζεις το μαξιλάρι σου αν δε σου χει μείνει σύντροφος. Να αναπολείς όλες τις αγκαλιές που είχες και αυτό όχι με λύπη. Με ευγνωμοσύνη. Ναι. Δεν ξέρω σε ποιόν. Στη ζωή, ας πούμε.

Ήσουν από τους τυχερούς της ζωής.
Πόσο αλήθεια είναι αυτό; 

" Ήμουν από τους τυχερούς αυτής της ζωής. Έζησα γερά, δυνατά. Έζησα την αγάπη, τη φιλία, τι άλλο; Λεφτά; Τα περιφρονώ. Μόνο προβλήματα φέρνουν είτε με την παρουσία είτε με την απουσία τους."
Λόγια ξεπερασμένα ,παλιά, παλιατζούρες.
Η ζωή σου παλιατζούρες.
Όχι μωρέ, μην τρελαίνεσαι. Απλώς, άλλες εποχές τότε. Τότε. Τώρα; Τι εποχές είναι τώρα; Σαν όλους τους γέρους θα κάνεις τώρα κι εσύ; Τι καλά ήταν τότε; Σιγά μην ήταν καλά τότε. Σκατά ήταν. Περίμενα με αγωνία να ξημερώσει για να βγω να παίξω!!Χα χα. Τέλειο . Κουκουλωμένη με το πάπλωμα, το μάλλινο , το ποντιακό, τις πιο πολλές φορές "βρεγμένη" και στεγνωμένη από ώρα, περίμενα να ξημερώσει. Είχα μεγάλη λαχτάρα να δω το φως και να βγω έξω. Στο πάρκο. Μη φανταστείς. Το πάρκο με τα περιστέρια. Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε ο παράδεισος βέβαια. Και ήταν όμορφο, σε μια περίοδο που η Ελλάδα ήταν γεμάτη παράγκες, αληθινές παράγκες. Με τσίγκινες σκεπές. Της κυρίας Δέσποινας δεν είχε τσίγκινη σκεπή. Είχε κεραμίδια. Εκεί πέταγα τα δόντια μου, τα παιδικά και όλο λαχτάρα έλεγα το ποιηματάκι "Έλα πουλάκι και πάρε το δοντάκι και φέρε μου ένα κόκκινο φουστανάκι". Χα χα. Που είναι το αστείο; Στη λαχτάρα. Πάντα ήλπιζα. Η αγαπημένη μου νεράιδα κάποια στιγμή μου το έφερε. Η Καλυψώ! Μου έφερε ένα κόκκινο φουστανάκι και κόκκινες κάλτσες και κόκκινα παπουτσάκια και μου τα φόρεσε!!! Τέλειο.

Στο πάρκο είχαν βάλει κάτι στύλους με ξύλινα σπιτάκια για περιστέρια! Ένοιωθα περήφανη που ζούσα δίπλα σ'ένα τέτοιο πάρκο. Και απολάμβανα να παίζω σ' αυτό. Έπαιζα πολύ. Κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, αγιούτο, πόλεμο, σχοινάκι, σπιτάκια. Ήταν όμως τότε με τον "δράκο" της Θεσσαλονίκης και όταν νύχτωνε, αν και εγώ δεν είχα το πρόβλημα να με φωνάζουν μέσα άγριες φωνές μανάδων σαν τη Σούλα τη χοντρή, έπρεπε να πάω μέσα γιατί μπορεί να έρχονταν ο δράκος. Τον κακόμοιρο τον Παγκρατίδη. Αυτόν έπιασαν στο τέλος για να ησυχάσει ο κόσμος, να πάψει ο φόβος. Μέχρι την τελευταία στιγμή φώναζε ότι ήταν αθώος. Τον πίστευα. Τότε όμως που δεν τον είχαν πιάσει ακόμα, " έμπαινα μέσα" , έκλεινα την πόρτα με τον γάντζο. Άφηνα το παραθυράκι ανοιχτό να χώνει η μάνα το χεράκι της, να ανοίγει το σύρτη και να μπαίνει, όταν σχόλαγε στις δύο και τρεις τη νύχτα. Από το περίπτερο, που έμενε ανοιχτό τόσο αργά. Εκείνα τα χρόνια. Το εξήντα. Στη Θεσσαλονίκη. 

Ήμουν από τους τυχερούς της ζωής. 
Ήμουν;

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Εσύ είσαι δυνατή!


Μια ιστορία


Ήμουν έξω. Με φώναξαν μέσα να τον φιλήσω. Κάποιος από τους μεγάλους, δεν θυμάμαι ποιος, μα δεν έχει και καμιά σημασία πια. Η μεγάλη, έλεγαν φοβάται αλλά το νινί είναι γενναίο, φέρτε το να τον χαιρετήσει. Εξ άλλου αυτό-ουδέτερο- του είχε αδυναμία αλλά και αυτός το αγαπούσε πολύ. Ίσως από αίσθημα δικαίου γιατί όλοι οι άλλοι στην άγνοιά τους ξεχώριζαν την μεγάλη, τρελλαινόντουσαν με την μεγάλη έτσι κι αυτός σαν ένα καλός μπαμπάς έδειξε αδυναμία στη μικρή. Για λίγο, έξι χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής της ή μάλλον του, του νινιού. Της δικιάς μου ζωής δηλαδή. Φοβόμουν πάρα πολύ να αντικρύσω τον πεθαμένο, όμως ήμουν γενναία, έτσι πήγα μέσα.
Το φέρετρο κάθετα στο σαλόνι. Αυτός ξαπλωμένος κανονικά. Με παράτησε, σκέφτομαι. Με παράτησε κι έφυγε. Δεν έφυγε ποτέ το συναίσθημα αυτό. Έμεινε εκεί στην ίδια θέση. Στο στήθος μου, το μικρό, το άδειο, αριστερά. Να φτερουγίζει από τότε όποτε τύχαινε κάτι δυσάρεστο.
Όσο ήμουν έξω με τις φίλες μου μου τραγουδούσαν, "Νινί, νινί πέθαν' ο μπαμπάς σου". Τα κακόμοιρα κι αυτά. Σ' αυτήν την άθλια γειτονιά που γεννήθηκαν, σ'αυτήν την άθλια εποχή. Θεσσαλονίκη, πάρκο με τα περιστέρια, 1961. Σεπτέμβριος. Ο μήνας μου. Θα μας πήγαινε στην Έκθεση την άλλη μέρα και τις δύο..νιρακάκι, μπουλαρακάκι χα χα του άρεσε να παίζει με τα ονόματα ,τα χαϊδευτικά βέβαια. Τώρα όμως ούτε νιναρακάκι ούτε μπουλαρακάκι έλεγε. Ξάπλωνε μόνο και ωωωω Θεέ μου, τώρα το είδα! Χαμογελούσε! Αλήθεια χαμογελούσε. Λες..λες να μην..λες να σηκωθεί τώρα; Παναγία μου! Γιαγιάδες ή μαυροφόρες απλώς, στο δωμάτιο, χάθηκαν. Μείναμε εγώ κι αυτός και το χαμόγελό του. Δεν θα είμασταν ποτέ ξανά εγώ κι αυτός. Και πάντα θα μου έλειπε να είμαστε εγώ κι αυτός. Η πρώτη μεγάλη αγάπη της ζωής μου. Πέθανε. Δηλαδή τι; Πέθανε παιδί μου, πέθανε. Πήγε στον άλλο κόσμο. Ποιον άλλο κόσμο; Κομμουνιστές όλοι τους, δεν ξέρω εγώ άλλους κόσμους. Πως να παρηγορηθώ; Κάτσε εκεί και σώπα. Εσύ είσαι δυνατή. Σκύβε τώρα, σκύβε να τον φιλήσεις. Τέλος. Έγινε. Αυτό ήτανε. Είδες πόσο απλό; Τελείωσε.
Μετά ξαφνικά πέρασαν πέντε χρόνια. Και εκείνη η κακομοίρα η μάνα που έκατσε 6 χρόνια παντρεμμένη και μετά πάπαλα στα 34 της, έγινε 39 και ακόμα φόραγε μαύρα. Και μαύρο κότσο τα μαλλιά! Μαυρίλα σκέτη. Εγώ είπα "δεν θα φορέσω μαύρα". Και δεν φόρεσα ούτε στην κηδεία της, ούτε μετά όταν βρέθηκα στη θέση της. Μετά λοιπόν αυτός ο φτωχός- pauvre λέω- δάσκαλος, μου θύμισε το κακό όταν μπροστά σε όλη την τάξη, πριν μου δώσει τον έλεγχό μου, λέει το όνομα, το επίθετό μου και προσθέτει " πήρες 10, κανονικά έπρεπε να πάρεις 9 αλλά επειδή είσαι ορφανό σου έβαλα 10". Τότε τα θυμήθηκα όλα και αποφάσισα "να κάνω πάντα για δέκα". Τον ξαναείδα, τον κακόμοιρο τον δάσκαλο λέω, χρόνια πολλά αργότερα από το παράθυρο του φροντιστηρίου, την ώρα που έκανα μάθημα, την εποχή που έψαχνα να καλύψω τα κενά που έμειναν εδώ αριστερά, και βέβαια πάγωσα. Ήταν παππούς, ψηλός, λιγνός και γκριζομάλλης. Μετά συνέχισα. Και τώρα πάλι που πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια μετά από τον δικό σου θάνατο, έρωτά μου, και τώρα πάλι θα συνεχίσω. Πως διάολο γίνεται αυτό δεν ξέρω. Δεν είμαι η πρώτη που αναζητάει την απάντηση, ναι αλλά η δική μου η ζωή είναι αυτή και το ψάχνω εγώ και δεν με νοιάζει αν το έχουν ψάξει κι άλλοι χίλοι, μύριοι. Δεν με νοιάζει. Εγώ θέλω να ξέρω πως ένα τόσο δα νινί βρίσκει το κουράγιο πάντα τόσα χρόνια τώρα, πενήντα έξι συναπτά, και προχωράει. Τρώει τις μπάτσες και συνεχίζει και έχει και το θράσος και χαμογελάει. Και συνεχίζει.
Μούλεγες θα ζήσω πάνω από εκατό και γω το πίστευα γιατί πάντα ήσουν τόσο υγιής! Το είπε και ο γιατρός στο τσεκ απ 10 μέρες πριν την κάνεις μπαμπέσικα. Το είπε. Κι αυτός μαλακίες έλεγε: " Εσύ με αυτήν την καρδιά θα ζήσεις εκατό χρόνια". Μόλις συμπλήρωσες τα πενήντα και πενήντα μέρες, έφυγες. Έτσι ξαφνικά. Και μείναμε εμείς να κοιτάμε τους τοίχους. Τους τοίχους του σπιτιού που εσύ έχτισες. Τώρα; Συνεχίζουμε παιδιά, έδωσα το σύνθημα και ξεκίνησε πάλι ..το τρενάκι.

Σάββατο 30 Απριλίου 2011


Tο Μέγαρο Γιακουμπιάν

The Yacoubian Building


Θυμίζει σαν θεματολογία το "10" του δικού μας του Μ. Καραγάτση.
Το μέγαρο Γιακουμπιάν είναι μια υπαρκτή πολυκατοικία σε κεντρικό δρόμο του Καΐρου που χτίστηκε την δεκαετία του 1930 και υπάρχει ακόμα.

Ο οδοντίατρος και συγγραφέας του βιβλίου Al Aswany περιγράφει με μαεστρία τη ζωή των ενοίκων της πολυκατοικίας, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα τοιχογραφία της σύγχρονης Αιγυπτιακής κοινωνίας καθώς αντιπροσωπεύονται όλες οι τάξεις, από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του μεγάρου μέχρι τους φτωχούς κατοίκους της ταράτσας του κτιρίου.

Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2002 και δημιούργησε πολλές συζητήσεις και έντονες διαφωνίες στη χώρα του όπως αναμένονταν καθώς ο συγγραφέας του δεν δίστασε να παρουσιάσει ρεαλιστικά πολλές πτυχές της σύγχρονης Αιγυπτιακής κοινωνίας: έναν ευγενή ομοφυλόφιλο που ψάχνει την αγάπη και όχι μόνο τον έρωτα, διεφθαρμένους πολιτικούς που είναι μπλεγμένοι σε βρώμικες υποθέσεις, αθέμιτους τρόπους πλουτισμού και θρησκευτική υποκρισία. Δείχνει πόσο δύσκολο είναι να ανέβει κοινωνικά ένας φτωχός γιος, απλά και μόνο επειδή ο πατέρας του είναι θυρωρός και που τελικά γίνεται μάρτυρας του ισλάμ.

Το βιβλίο είχε τεράστια επιτυχία στον αραβικό κόσμο και ήρθε δεύτερο σε πωλήσεις μετά το Κοράνι. Το 2006 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Marwan Hamed σε μια από τις ακριβότερες παραγωγές του Αιγυπτιακού κινηματογράφου και προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία στην Αίγυπτο αλλά και στο εξωτερικό, όπως στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Από τα αρνητικά του, ότι μεταφράστηκε από την αγγλική και τη γαλλική μετάφραση.

Αξίζει να το διαβάσει κανείς έστω και μόνο για να πάρει μια γεύση από μια κοινωνία ξένη, έτσι που μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να τη δώσει.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011


O Χρόνος Πάλι”

της Σώτης Τριανταφύλλου



Αυτό το βιβλίο της Σώτης μου άρεσε, μου άρεσε πολύ. Είναι πολύ καλή όσο μεγαλώνει. Δεν ξέρεις τι είναι αλήθεια και τι όχι από αυτά που γράφει, αλλά αυτό δεν έχει καμμιά σημασία. Είναι σίγουρα αυτοβιογραφικό σε πολλά σημεία, αλλά όχι σε όλα. Κάποιες στιγμές νόμισα ότι περιέγραφε δικά μου πράγματα! Πάντα σ'αρέσει όταν διαβάζεις ιστορίες που μοιάζουν με τη δική σου, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που μου άρεσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήταν ότι το δούλεψε τόσο πολύ και τόσο έξυπνα που μου θύμισε καλή αγγλική λογοτεχνία που θαυμάζω και αγαπώ.

Λίγα από τα αποσπάσματα που σημείωσα:

  • ....τρεις γείτονες που ξεπαρκάρουν για να πάνε να παρκάρουν αλλού-κοντά στη δουλειά τους(πόσο “κοντά” είναι το κοντά;) αναρωτιέμαι: αντιλαμβάνονται ότι αυτή η στιγμή αυτή το υπέρλαμπρο πρωινό δεν θα ξανάρθει ποτέ; Συνειδητοποιούν ότι ζούμε τώρα, εδώ, κι ότι όλα είναι επισφαλή, εύθραυστα και πρόσκαιρα; Ότι ίσως αυτή η παριζιάνικη άνοιξη να είναι η τελευταία μας; Ο θάνατος καραδοκεί στις διασταυρώσεις:ένα λάθος, μια παράβαση του κώδικα, ένας άτυχος συγχρονισμός..μια γρουσουζιά..Το μέταλλο των αυτοκινήτων έχει την τρομερή ιδιότητα να γίνεται κομματάκια, να ανοίγει στις ραφές...Θυμούνται ακόμα, κάθε πρωί, πριν ξεχυθούν στις λεωφόρους, βλαστημώντας όταν τους σταματούν τα κόκκινα φανάρια, ότι το Παρίσι είναι η ωραιότερη πόλη στην Ευρώπη;”

  • Το κάθε βιβλίο γράφεται σε ένα-δύο χρόνια σ' αυτά προστίθενται άλλα τριάντα, αφανή....

  • Πάντα ήθελα να γίνω συγγραφέας επειδή δεν είχα αρκετή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου ώστε να γίνω κάτι άλλο στην πραγματικότητα περιφρονώ το συγγραφιλίκι-όταν δεν είσαι και δεν μπορείς να γίνεις “μεγάλος” συγγραφέας. Τον να έχεις τον τρόπο σου με τις λέξεις δεν είναι δα τίποτα σπουδαίο. Όταν ένας άνθρωπος διαθέτει ένα καλό όπλο δεν είναι αυτομάτως καλός κυνηγός ή καλός πολεμιστής.....”

  • Ύστερα, μια μέρα, άνθρωποι που ξέρεις, άνθρωποι που αγαπάς, φεύγουν από τη ζωή ή παθαίνουν ατυχήματα΄ ή γίνονται τρομερά δυστυχισμένοι, απαρηγόρητοι: ότι μέχρι τότε φαινόταν αβλαβές και φιλικό, μετατρέπεται σε όργανο αφανισμού. Ακόμα κι ένα ποδήλατο μπορεί να σε σκοτώσει. Σιγά-σιγά, μαθαίνεις να ζεις με το φόβο της απώλειας.”

Δεν ξέρω τι σκέφτονταν όταν και αν της πέταξαν αυγά στην παρουσίασή της στα Εξάρχεια αλλά ....όταν μεγαλώσουν και καταλάβουν ότι κάποιος μπορεί να έχει διαφορετική άποψη από αυτούς, τότε μπορούμε να συζητήσουμε. Όταν δεν μπορούμε να μιλήσουμε, πετάμε αυγά ή ότι ..νάναι τέλος πάντων.

Όχι μόνο το συνιστώ για διάβασμα, αλλά και για την βιβλιοθήκη.

Σάββατο 23 Απριλίου 2011

Ιμαρέτ


"Ιμαρέτ Στη σκιά του ρολογιού"

του Γιάννη Καλπούζου

Το βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου το δέχτηκα σαν δώρο με την αφιέρωση:
" Συμβολικό αντίδωρο για όσα μας προσέφερες.
Θερμά ευχαριστώ,
Αριστοτέλης, Γεράσιμος."

Και ειλικρινά ευχαριστώ στους φίλους γιατί δεν ξέρω αν το εύρισκα μπροστά μου και τότε θα έχανα ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα από κάθε άποψη.

Η ιστορία του υπέροχη και αν δεν είχες τις πληροφορίες για τον συγραφέα θα νόμιζες ότι ήταν παρών στη ζωή των μέσων του 19ου αιώνα στην Άρτα που ήταν ακόμα υπο τουρκική κατοχή.Και όμως ο Γιάννης Καλπούζος γεννήθηκε στα 1960 στις Μελάτες της Άρτας. Έδωσε με καταπληκτική αφηγηματική την ιστορία και την φιλία δύο αγοριών ενός Έλληνα κι ενός Τούρκου από την νύχτα που γεννήθηκαν, την ίδια εκείνη νύχτα που δολοφονείται και ο πατέρας του Έλληνα Λιόντου, τη νύχτα της 11ης Απριλίου 1854 μέχρι το 1881 που γίνεται η ειρηνική παράδοση της Άρτας από τους Οθωμανούς στους Έλληνες. Είναι καταπληκτική η περιγραφή της αποχώρησης των Τούρκων από τη γή όπου ζούσαν για αιώνες και ο αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ιστορία του ο συγγραφέας.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι τόσο αληθινοί που νομίζεις ότι τους γνωρίζεις από καιρό.
Ο Λιόντος και ο Νετζίπ που συγκινούν με την αληθινή αδερφική τους φιλία και μοιράζονται εναλλάξ τα κεφάλαια του βιβλίου. Η ελληνίδα μάνα, ο τόυρκος αδερφός του ομογάλακτου του Λιόντου, Νετζίπ που αντιπροσωπεύει τους εθνικιστές Οθωμανούς κατακτητές σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοεθνείς του που απολαμβάνουν τη συντροφιά όχι μόνο των ελλήνων αλλά και των εβραίων κατοίκων της πόλης της Άρτας. Ο συμπαθέστατος μορφωμένος και καθόλου εθνικιστής παπούς του Νετζίπ, ο Ισμαήλ που προτιμά να πεθάνει στην πόλη που γεννήθηκε και έζησε, την πόλη του την Άρτα, παρά να ακολουθήσει την οικογένεια του στην προσφυγιά και ο οποίος γνωρίζει τόσα για την ιστορία της πόλης και του Ρολογιού-που δεν γνωρίζω αν υπάρχει ακόμα στην Άρτα.

Η πλοκή του βιβλίου που ακολουθεί την ιστορία των ηρώων αλλά και του τόπου όπου ζουν.

Πολύ καλή λογοτεχνία, σας τη συνιστώ!