Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ο Γιόχαν





Ο  Γιόχαν είναι Ελβετός.

Δηλαδή καμία σχέση με μας. 

Δεν είπα εγώ καλύτερος.

Ούτε χειρότερος είπα.

Ελβετός. 

Σκέτο.

Μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον, όπου εκτιμούσαν την ομορφιά, τη γνώση. Ήρεμο περιβάλλον, χωρίς φασαρίες, χωρίς εντάσεις. Οι τοίχοι ανάμεσά τους είχαν γερή ηχομόνωση. Δεν του έλειψε τίποτα. Αγαπούσε να κάνει πολλά πράγματα. Χαιρόταν το όμορφο σπίτι, στη Ζυρίχη. 
Γελούσε όταν θυμόταν τα λόγια ενός Έλληνα φίλου που τον είχε καλέσει στη Ζυρίχη παλιά, κατά το ’70 θα ήταν,  « Περπατώ στα πεζοδρόμιά σας και φοβάμαι μην τα λερώσω». Τι ωραίος τύπος! Πού να βρίσκεται άραγε; 

Σκέφτηκε για μια στιγμή να πάει στην Ελλάδα.

Λες;

Μπορεί να του κάνει καλό.

Ο ήλιος και τα λοιπά.

Δεν το πίστευε, το ήλπιζε όμως.

Έτσι ξεκίνησε. Μάιος ήταν. Δεν το κατάλαβε για πότε έφτασε. Θα πήγαινε σε μια πόλη της Κρήτης. Είχαν ξαναπάει εκεί, οικογενειακώς. Παλιά. Τότε που ξανθό αγοράκι απολάμβανε τη θάλασσα και τον ήλιο, χωρίς ίχνος μαυρίλας. 

Καμία σχέση με σήμερα. Ώριμος άντρας, δεν περίμενε να νοιώθει έτσι.

Τα τελευταία δύο χρόνια  δεν είχε ηρεμία. Άντρας σχετικά νέος ακόμα, γύρω στα σαράντα. Ο πατέρας του παντρεύτηκε στην ηλικία του! Μπορούσε κι αυτός να αρχίσει τη ζωή του. Κάτι μέσα του τραβούσε χειρόφρενο στα σχέδια του για το μέλλον. Δεν μπορούσε να το ελέγξει τον τελευταίο καιρό. 

Τι θέλεις παιδί μου; 

Όλα τα  έχεις.

Βγήκε βόλτα στην πόλη. Απόγευμα. Τι όμορφη πόλη! Η εποχή, η ομορφότερη. Όλα τα χρώματα σε κάθε απίθανο σημείο της πόλης. Χαρούμενοι άνθρωποι. 

Κάθισε στις «Θαλασσογραφίες». Η σερβιτόρα τον καλοκοίταζε δοκιμάζοντας τη γοητεία της. Θα μπορούσε να της πιάσει κουβέντα. Όλοι τους μιλάνε αγγλικά, εδώ. Παρήγγειλε τον εσπρέσο του. Η θέα! Πίνακας! 
Έμεινε να θυμάται τη ζωή του μέχρι που άρχισε να πέφτει ο ήλιος.

Ανηφόρισε στη Φορτέτζα. Από το κάστρο είχε καλύτερη θέα. Θάλασσα! Ε, και;

Ηλιοβασίλεμα.

Κόκκινο.

Αίμα.

Όσο πιο μεγάλη η ομορφιά, τόσο πιο σφιχτός ο κόμπος στο λαιμό.

Του κρύφτηκε του φύλακα. Ήθελε να μείνει μέσα στο κάστρο. Όλο το βράδυ. Να σκεφτεί.

Τι σκεφτόταν όλο το βράδυ, μόνο αυτός το ξέρει.

Κατά τα ξημερώματα είπε ο ιατροδικαστής.
Λίγο πριν φέξει, είπε.
Ο φύλακας, δεν είδε τίποτα το πρωί.
Μόνο όταν ήρθαν οι πρώτοι τουρίστες.
Αργότερα. 
Άκουσε τις φωνές. 
Έτρεξε προς το μοναδικό δέντρο του κάστρου.

Ο Γιόχαν δεν άντεξε τη νύχτα. 

Τη νύχτα της ζωής του.

Εκεί κρεμασμένος αγνάντευε προς το βορρά.

Προς την πατρίδα του.

Μια μέλισσα περπατούσε στο πρόσωπό του. 

Μια μέλισσα.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Το Ημερολόγιο της Κρίσης


Το Ημερολόγιο της Κρίσης
Του Παύλου Τσίμα
Νέα Υόρκη Σεπτέμβριος 2008  - Αθήνα Οκτώβριος 2011



Ένα βιβλίο, που ενημερώνει ανθρώπους- όπως εγώ- οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την Οικονομία και τα Οικονομικά θέματα, σχετικά με την Κρίση που ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας.
Και το πρώτο που μαθαίνουμε είναι ότι δεν ήταν ξαφνικά. Αρχίζει την αφήγηση από την Αμερική, Νέα Υόρκη  15 Σεπτεμβρίου 2008 και ο σεβάσμιος οίκος των αδερφών Lehman, μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, εξαφανίζεται από προσώπου γης μετά από ενάμιση αιώνα ζωής. 25.000 υπάλληλοι χάνουν την περιζήτητη δουλειά τους. Απληστία, η λέξη κλειδί. Το αφεντικό, Ντικ Φουλντ αμείβονταν με 40 εκατομμύρια δολάρια για μια κακή χρονιά! Και διπλάσια μπόνους! Το κράτος αρνείται να σώσει την Lehman Brothers για να μη χαθεί στο μέλλον ο φόβος της κόλασης. Έσπευσε όμως να σώσει την AIG, την μεγαλύτερη ασφαλιστική του κόσμου, η οποία βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου. Όλα γκρεμίζονταν. Το χρηματιστήριο σε ελεύθερη πτώση. Από την τρελή ευφορία στον πανικό. Σοκ.
Στην Ελλάδα παρακολουθούμε από μακριά. Η χώρα της αμεριμνισίας.
Όπως στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή το 2002, οι άνθρωποι περπατάνε στο δρόμο σαν να τους έχεις χτυπήσει μ’ ένα σφυρί στο κεφάλι. Δεν ήταν απλώς ότι έχαναν τις δουλειές τους αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί. Τι είχε συμβεί. Αλλά και οι ίδιοι αυτοί οι μικροί μάγοι της αγοράς, μαθηματικές ιδιοφυΐες που έπαιζαν στα δάχτυλά τους τις αγορές, είχαν επίσης μείνει έκπληκτοι. Ο Άλαν Γκρίνσπαν, ο αρχιερέας της Wall Street, ο επί 20 χρόνια πρόεδρος της FED Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, δήλωνε: « Είμαι συγκλονισμένος. Ανακάλυψα ένα ρήγμα στην ιδεολογία μου».
Ο ιδεολογικός του αντίπαλος, Τζο Στίγκλιτς, νομπελίστας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, καταθέτει τη δική του άποψη: « Ξέρετε τι έχει συμβεί; Μετά το κραχ του 1929 είχαν θεσπιστεί μια σειρά από κανόνες, ρυθμίσεις και έλεγχοι από την πλευρά του κράτους προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για να αποτραπεί μια νέα κρίση. Οι κανόνες αποδείχτηκαν επιτυχείς. Ο κόσμος έζησε περίπου τρεις δεκαετίες χωρίς καμία οικονομική κρίση. Αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, προσπάθησαν σκληρά να απαλλαγούν από τις ρυθμίσεις, τους ελέγχους, τους κανόνες διαφάνειας. Και το πέτυχαν. Κατάφεραν να κλειστούν σ’ ένα τόσο αδιαφανές καβούκι, ώστε ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να υπολογίσουν τις ζημιές της παρούσας κρίσης. Μπορούμε όμως, αν έχουμε και τους κατάλληλους κρατικούς χειρισμούς να την αντιμετωπίσουμε, κάνωντας χρήση της γνώσης που διαθέτουμε».
Σε μια συζήτηση καθηγητών στο Λονδίνο που προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν το τοπίο μετά την κρίση στην Αμερική, αναφέρθηκαν δύο ιδεολογικές επαναστάσεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία 60 χρόνια:
·         Η πρώτη η κεϊνσιανή επανάσταση, ( Τζον Μέιναρντ Κέινς, φιλόσοφος της οικονομίας) το 1944, που οδήγησε στο μεταπολεμικό κοινωνικό μοντέλο: πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, αναδιανομή εισοδήματος, εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων.
·         Η δεύτερη ήταν η Χαγεκιανή ( Φρίντριχ Χάγεκ)  ή Θατσερική επανάσταση, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70: το κράτος δεν είναι λύση αλλά το πρόβλημα, η ελεύθερη αγορά εξασφαλίζει ευημερία, μικρότερο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση, αποθέωση του κέρδους, προβάδισμα του ατόμου απέναντι στην κοινωνία.
Έχουμε ζήσει αυτές τις ιδεολογίες και μάλιστα συχνά τις είδαμε να ανακατεύονται. Στις πρώτες μεταπολεμικές πχ δεκαετίες, οι συντηρητικοί κυβερνούσαν ως κεϊνσιανοί, αλλά και αργότερα οι εργατικοί ή σοσιαλδημοκράτες έγιναν θατσερικοί όταν κυβέρνησαν. Και ο συγγραφέας αναρωτιέται, αν το κραχ του 1929 και ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησαν στην κυριαρχία των ιδεών του Κέινς και στην απόλυτη αποδοχή – και από τη δεξιά- του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και αν οι κρίσεις της δεκαετίας του ΄70 οδήγησαν στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και στη θατσερική πολιτική, τώρα, αυτό το κραχ, σε τι ιδεολογική μετατόπιση θα οδηγήσει; Ο Μάρτιν Τζέικς καθηγητής στο LSE υποστηρίζει, ότι η κρίση των ενυπόθηκων δανείων και τα τοξικά παράγωγα, δεν ήταν η βαθύτερη αιτία που προκάλεσε τη συμφορά, αλλά ο καταλύτης. Μετατοπίζονται λέει οι τεκτονικές πλάκες της παγκόσμιας οικονομίας, μετατοπίζεται η παραγωγή ανατολικά. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγική μηχανή του μέλλοντος. Οι οικονομίες της Δύσης συντηρούν το επίπεδο της ευημερίας τους χάρη στα δανεικά από την Κίνα. 

Τη δεκαετία του ΄70, που ήταν χρόνια σκληρής οικονομικής δοκιμασίας (ακόμη και η Μ. Βρετανία αναγκάστηκε να προσφύγει, ταπεινωμένη, στο ΔΝΤ ) για τον κόσμο της Δύσης, στο Ανατολικό μπλοκ, το σοβιετικό κοινωνικό συμβόλαιο παρουσίαζε σημάδια παρακμής. Όταν η κατάρρευσή του ολοκληρώθηκε το 1989, οι κυρίαρχοι κύκλοι της Δύσης, όντας μόνοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού στον κόσμο, δεν χρειάζονταν πλέον το κοινωνικό κράτος του Κέινς, που δεν απέδιδε κιόλα. Η θρησκεία των αγορών απέκτησε το οικουμενικό μονοπώλιο. Μέχρι το 2008.
Το 2008, το κράτος βοήθησε τις τράπεζες και τη βιομηχανία να ορθοποδήσουν, με τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών. (Τι έκαναν αυτές για να μη χάσουν τα σπίτια τους οι πολίτες;) Το διάλειμμα πανικού τελείωσε. Ο Κέινς μπήκε πάλι στο ντουλάπι. Οι αγορές ομολόγων υπαγόρευαν πολιτική στις κυβερνήσεις και οι πολίτες με τα χρήματα των οποίων σώθηκαν οι τράπεζες το 2008, θα έπρεπε από το 2009 να υποστούν περικοπές των άμεσων και έμμεσων εισοδημάτων τους, με πολιτικές λιτότητας, για να διασώσουν τα δημόσια ταμεία από τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας. Η φούσκα διογκώθηκε ακόμα περισσότερο.
Πριν μερικά χρόνια  όμως οι τράπεζες έδιναν τα ενυπόθηκα δάνεια τόσο εύκολα! Όσο πιο αναξιόπιστος ο δανειολήπτης τόσο πιο εύκολα έπαιρνε το δάνειο.

Γιατί;

 Η εξήγηση του μυστηρίου έχει ένα όνομα: «τιτλοποίηση»

Τον παλιό καλό καιρό, οι τράπεζες έκαναν μια βαρετή, συντηρητική δουλειά. Οι πιστώσεις και τα δάνεια στους επιχειρηματίες γράφονταν σ΄ένα βιβλίο και κοιμούνταν εκεί, μέχρι να εξοφληθούν. Ήταν ένας ασφαλής κόσμος. Μα ο κόσμος αυτός, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, άρχισε να αλλάζει ραγδαία.

Πρώτος σταθμός, η εφεύρεση των «τίτλων». Η δυνατότητα, δηλαδή, των τραπεζών να μετατρέπουν τα δάνεια που έδωσαν και τα έσοδα που προσδοκούσαν  από τους τόκους τους, καθώς και από κάθε άλλου είδους τραπεζική πράξη, ως και την έκδοση τραπεζικών καρτών, σε ένα εμπορεύσιμο προϊόν. Τα τραπεζικά προϊόντα βγήκαν από τον μεγάλο ύπνο στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών και μετατράπηκαν σε τίτλους, δομημένα ομόλογα που περνούσαν από χέρι σε χέρι και πολλαπλασίαζαν τη ρευστότητα. Τα αγόραζαν και τα ξαναπουλούσαν, επένδυαν σε αυτά ή τα εμπορεύονταν χετζ φαντς, ασφαλιστικά ταμεία ή ασφαλιστικές εταιρίες. Οι τράπεζες από νεκροταφεία συντηρητικών στελεχών έγιναν εκτροφεία μιας επιθετικής αγέλης λύκων της αγοράς με μαθηματική ιδιοφυΐα.

Πράξη δεύτερη, η εφεύρεση του CDS

Το 1997, κάτι τζίνια της  J.P.Morgan ανακαλύπτουν για πρώτη φορά το τέλειο όπλο, το CDS. Το credit default swap – ασφάλιστρο έναντι του κινδύνου μη αποπληρωμής ενός δανείου. Το οποίο διακινείται ανεξάρτητα από το δάνειο το ίδιο. «Γυμνό». Σα να μπορώ να στοιχηματίσω στην πτώχευσή σου και να κερδίσω πολλά λεφτά αν πράγματι πτωχεύσεις. Σαν να μπορώ να ασφαλίσω το σπίτι σου έναντι πυρκαγιάς και να κερδίσω αν πάρει φωτιά ή το κάψω εγώ ο ίδιος. Μέσα σε λίγα χρόνια η αξία των νέων αυτών προϊόντων που κυκλοφορούσαν στην αγορά ξεπερνούσε τα 60 τρις δολάρια! Τα «στοιχήματα» χρεοκοπίας υπερέβαιναν κατά πολύ τις πραγματικές επενδεδυμένες αξίες. Η αγορά έπαιζε στο στοίχημα την καταστροφή της την ίδια!

 Οι τράπεζες με τα δομημένα ομόλογα έσβηναν από τα βιβλία τους τον κίνδυνο. 

Ωραίο κόλπο, ωραίο πλιάτσικο.Γι αυτό παρακαλούσαν να πάρει ο κόσμος στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια, πιστωτικές κάρτες κ.α. Και όσο πιο επισφαλές το δάνειο, τόσο πιο εύκολα το ενέκριναν!

Έχει και άλλα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στο βιβλίο, όπως ότι οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης χρηματοδοτούνται από τους ίδιους υποψηφίους που πηγαίνουν για να αξιολογηθούν!!!!! Κάτι σαν τις φαρμακοβιομηχανίες που χρηματοδοτούν τις  έρευνες για να καθοριστούν τα επίπεδα κάποιας αρρώστιας στα οποία χρειάζεται η λήψη φαρμάκου. 

Ακόμη, ο Τσίμας αναφέρεται ξεχωριστά σε κάθε χώρα που χτύπησε η κρίση μέχρι τώρα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα και παλιότερα Αργεντινή, Τουρκία κλπ.

Ένα ενημερωτικό βιβλίο, μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη-φυσικά δεν είναι η μόνη, και γι αυτό διαβάζουμε πολλές πηγές- κυρίως όμως πληροφοριακό υλικό που ο συγγραφέας του έχει μαζέψει από συνεντεύξεις που ο ίδιος πήρε από διάφορους επώνυμους ή απλούς πολίτες. Εγώ το δανείστηκα από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου.

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Το ζεϊμπέκικο



Ξένες χρονολογίες. Όλα τα 2000 και κάτι.

Κρύες χρονολογίες. 

Κρίση.

Σιωπή. Μια περίεργη σιωπή, με το σφύριγμα του τελευταίου καιρού.

«Κλαίω μανούλα μου και γω για σένα που έχω χρόνια για να σε δω…».
Τι τραγούδια!!

Ξέρω έναν έλληνα που τον αγαπώ πολύ. 

Είναι αυτός που τραγουδάει τέτοια τραγούδια.

Είναι ολόκληρος άντρας. 

Είναι ψηλός. 

Αδύνατος. 

Κρεμανταλάς.

Και σκληρός άντρας. Όχι, tough guy. Είναι σου λέω έλληνας! Χορεύει ζεϊμπέκικα του Τσιτσάνη και δακρύζει. Στο πρόσωπό του, όταν τραγουδάει μαζεύονται όλα τα σύννεφα της Οικουμένης. Δε σκοτεινιάζει το πρόσωπό του. Μαζεύονται οι μυς. Σχηματίζουν αυλάκια. Στο μέτωπο.

Γύρω από τα μάτια.

Γύρω από το στόμα.

Το στόμα που ξέρει να φιλάει.

Να σιωπάει. 

Αυτόν τον έλληνα σου λέω, που τον πατάνε κάτω να του βγάλουν τα ζουμιά.

Αυτόν που του ρίξανε όλες τις ευθύνες για τις βρωμιές τους.

Για την απληστία τους.

Τον έκαναν να ντρέπεται. Την οικογένειά του. Γιατί δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Γιατί δεν μπορεί να κάνει αυτά που έταξε.

Γιατί νιώθει πως έφαγε τη φόλα.

Δεν είναι ανόητος. Ξέρει πολύ καλά τι γίνεται. 

Κι ας μη γνωρίζει οικονομικά. Ξέρει να διαισθάνεται τη βρωμιά.

Το χειρότερό του;

Η έλλειψη μπέσας στον απέναντι!

Του τη φέρανε! 

Αυτό ζει! 

Νομίζεις ότι φοβάται; Νοιάζεται γι αυτά που θα ‘ρθουν; Τη φτώχεια; Την ξέρει καλά. Την κουβαλάει στα γονίδιά του, τη στέρηση. Και τα παιδιά του; Ξέρει να τους δείχνει μονοπάτια διαφυγής! Αιώνες τώρα! Για διαφορετικές αιτίες μέσα στην ιστορία. Ξέρει να τους μαθαίνει να επιβιώνουν!

Την ξευτίλα δεν αντέχει. Την ξευτίλα!

Να θέλει ας πούμε να πεταχτεί πάνω να χορέψει και ένα βαρύ χέρι να τον σπρώχνει κάτω. Μια παλάμη. Μια μούντζα στο κεφάλι, να τον σπρώχνει κάτω.

Να μην μπορεί να χορέψει, βρε αδερφέ! 

Όμως τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο. Όσα στραβά κι αν του αναλογούν, θα πεταχτεί πάνω. Το ελατήριο μέσα του θα φτάσει στο ταβάνι. 

Και θα τα διαλύσει όλα γύρω του! 

Αλλά θα χορέψει.

Και την ώρα  που θα χορεύει με τα μακριά του τα κανιά ατσούμπαλα, την ώρα που θα γυρνάει γύρω από τον εαυτό του, μάτια κλειστά, χέρια ανοιχτά, με τους αγαπημένους να προσκυνάνε χτυπώντας το ρυθμό, θα ζει μια στιγμή ελευθερίας. 

Απόλυτης.

Δικής του.

Αυτόν τον έλληνα, τον αγαπώ.

Αυτόν τον άνθρωπο της οικουμένης, να τον προσέχετε!!! Εεεεεε. Εσείς!

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

H Ζέστη πύρωνε τη λαμαρίνα


                                               

Η ζέστη πύρωνε τη λαμαρίνα πάνω στο περίπτερο και η μικρή μέσα ίδρωνε και ξίδρωνε.

Αυτό όμως ήταν κάτι που δεν την πείραζε. 

Μάλιστα γελούσε με τον κυρ Γρηγόρη από τα σιδηρικά απέναντι, που υπέφερε από τη ζέστη, ως ευτραφής που ήταν.

 Το κακό τα καλοκαίρια ήταν η μυρωδιά από τα τσίσα στην άσφαλτο. Η ζέστη την έκανε ακόμα πιο έντονη. Όμως ούτε αυτό την πείραζε. Εξ άλλου τι να τα έκανε, αφού της ερχόταν να «πιπίσει» την ώρα της δουλειάς; Αργότερα, όταν μεγάλωσε λίγο και δεν ήθελε πια να τα κάνει στο άδειο ντενεκάκι από τις καλμαλίνες και να τα πετάει στο δρόμο, πήγαινε στην τουαλέτα του ξενοδοχείου απέναντι, στο 19.

Ζέστη λοιπόν αφόρητη.

Καλοκαίρι.

Θεσσαλονίκη.

Παλιά, πολύ παλιά. 

Το περίπτερο έβραζε. Η Εγνατία επίσης. Τα μαγαζιά έκλειναν το μεσημέρι. Ο κυρ Γρηγόρης κατέβαζε τα στόρια, «κεπέγκια» τα έλεγε και άφηνε μισό μέτρο από το πάτωμα να μπαίνει μέσα στο μαγαζί του αέρας. Και κοιμότανε. Ροχάλιζε κι όλα. Τον άκουγε μέσα από το περίπτερο η μικρή και γέλαγε. Τον αγαπούσε τον κυρ Γρηγόρη. Άλλες πάλι φορές τον έβλεπε στο ζαχαροπλαστείο δίπλα τους, όπου αγόραζε ένα μεγάλο σκεύος παγωτό και ένα μακρόστενο κέικ. Πήγαινε στον κινηματογράφο, στο επόμενο τετράγωνο, προς το Βαρδάρη και αφού τα έτρωγε καλά καλά, έπαιρνε ένα υπνάκο μέχρι να ξανανοίξουν τα μαγαζιά.

 Ήταν χρόνια γείτονες. 

Αυτή στο περίπτερο, αφού είχε περάσει το τεστ που πρότεινε ο ίδιος στη μαμά της: είχαν στείλει κάποιον άγνωστο να ψωνίσει. Η  μαμά δήθεν μιλούσε με τον κυρ Γρηγόρη μέσα στο σιδεράδικο. Ο άγνωστος ζήτησε ν’ αγοράσει μία τσίχλα. Ήταν το καλοκαίρι που είχε τελειώσει τη δευτέρα δημοτικού. Καθόταν στην καρέκλα του περιπτέρου και περίμενε να πουλήσει κάτι. Έρχεται λοιπόν ο «πελάτης». Παίρνει μία τσίχλα, φυλλαράκι. Πενήντα λεπτά. Μισή δραχμή. Δίνει πεντακοσάρικο. Και παίρνει τα ρέστα του.

Τα σωστά ρέστα.

Αυτό ήταν, το πέρασε το τεστ. 

Τώρα, η μάνα θα μπορούσε να πηγαίνει σπίτι τα μεσημέρια, να κλείνει λίγο τα μάτια της, να ξεκουράζεται. Από τις έξι το πρωί, εκεί. Μέχρι τις δύο τη νύχτα.
 
 Κεντρικό, βλέπεις, το περίπτερο. Και έπρεπε να κάθεται μέχρι αργά.

Όσο ζούσε ο πατέρας της, το κράταγε ανοιχτό όλη νύχτα. Ώσπου, μια απ’ αυτές τις νύχτες, εκεί που μίλαγε με έναν φίλο του, έφυγε από αυτόν τον κόσμο. Εκεί, μέσα στο περίπτερο.

Άρχισε να βοηθάει λοιπόν να συνεχίσουν. Και δε μετάνιωσε ποτέ γι αυτό. Τέλειωσε το πανεπιστήμιο και το περίπτερο περίπτερο.

Ήταν το καλύτερο σχολείο.

 Και τι δεν είδε! 

Και τι δεν έζησε! 

Από τα τρακτέρ που κατέβαζαν οι αγρότες στην πόλη και τις επιθέσεις της αστυνομίας με τα δακρυγόνα, μέχρι την Μαρίνα με τη μίνι φούστα και τις ψηλοτάκουνες κόκκινες γόβες που στεκόταν με τις ώρες στην είσοδο του 21. Η μία γόβα πάντα να πατάει στη σιδερένια πόρτα. Τελικά πάντα ερχόταν ένας ξάδερφός της –όπως της είχε πει η μάνα η γλυκιά- και πήγαιναν πάνω, στον τέταρτο. Σε μια σοφίτα στην ταράτσα.

 Εκεί που ανέβαινε κι αυτή, όταν ο καπνός από τα καπνογόνα δεν αντέχονταν στο δρόμο. 

Στην ταράτσα.

 Εκεί που έπαιζε  καουμπόηδες και ινδιάνους με δύο άλλα παιδάκια που έμεναν στην πολυκατοικία.

 Στο 21. 

Και ο πατέρας του αγοριού, του Μάκη, του έλεγε «Βλέπεις η μικρή της περιπτερούς; Όλο διαβάζει. Και δουλεύει και διαβάζει» Ο κυρ Θύμιος, κάποια φορά είδε τη μικρή να κοιτάει τα βιβλία που είχε ξαπλώσει κυριολεκτικά, στο πεζοδρόμιο ο βιβλιοπώλης στην Κολόμβου, και της αγόρασε το πρώτο της βιβλίο. 

Το επέλεξε μόνη της. 

« Χωρίς Οικογένεια»  του Έκτορος Μαλό. 

Ακόμη το ξεφυλλίζει καμιά φορά και διαβάζει τα παιδικά γραμματάκια «Χαρισμένο από τον κυρ Θύμιο, Θεσσαλονίκη, 17 Απριλίου 1968». 

Από τότε, έκανε το ίδιο στα χιλιάδες βιβλία που αγόρασε μόνη της. Θεσσαλονίκη, Ρέθυμνο, Σπέτσες, ξανά Ρέθυμνο, Αθήνα, Λονδίνο και ένα σωρό ξένες πόλεις που επισκέφτηκε εκ των υστέρων και ένα σωρό ημερομηνίες.

Πάντως όταν έκανε ζέστη και πύρωνε η λαμαρίνα, τα μεσημέρια, όπως και σήμερα, έβγαζε την τεράστια καρέκλα έξω. Στη σκιά. Και καθόταν εκεί, διαβάζοντας ένα περιοδικό. Τα διάβαζε όλα: Το Ρομάντζο, το Ντόμινο, το Φαντάζιο, όλα.

Και τις εφημερίδες.

Αλλά τα αγαπημένα της ήταν τα κόμικς. Μίκυ Μάους, Τσιπ και Ντέηλ και αυτά.

Η Μικρή Λουλού, το πιο αγαπημένο. 

«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν σε ένα ασανσέρ, που να ήταν γεμάτο με Μικρή Λουλού και να ανεβοκατέβαινε και γω να διάβαζα»!

Αυτήν τη φορά, έξω στη σκιά διάβαζε το καινούριο τεύχος Μικρή Λουλού.

Δεν την ένοιαζε η ζέστη. 

Ήταν πολύ χαρούμενη που ήταν Τρίτη και είχε κυκλοφορήσει το καινούριο. 

Πελάτης. 

Πάντα χαμογελούσε κι ας την διέκοπταν από το αγαπημένο.

 Ο άντρας ήταν κι αυτός χαμογελαστός. Ψηλό παλληκάρι. Συμπαθητικό.

 -Γεια σου. Είμαι ο γιος του αφεντικού και ήρθα να πάρω το νοίκι.

- Α, γεια σας. Τώρα όμως η μαμά μου πήγε σπίτι να ξεκουραστεί.

-Ναι, αλλά ο πατέρας μου είπε ότι πρέπει να μου δώσετε το νοίκι τώρα.

Η μικρή σκέφτηκε πως έπρεπε να το κάνει αυτό μόνη της. 

Άρχισε να μετράει τα χρήματα από το ταμείο.

Όλα.

Τα κατοστάρικα, πενηντάρικα, μετά τα εικοσάρικα με τον Κωνσταντίνο και την Άννα Μαρία. Έφτασε μέχρι τις δραχμές και όταν είδε και δεν συμπληρώνονταν το ποσό, έβαλε τα κλάματα. Ο γιος, της είπε ότι δεν πειράζει. 

Τα πήρε.

Έφυγε.

-Μαμά πλήρωσα το νοίκι.

-Τιιι;

-Ήρθε ο γιος του αφεντικού και του έδωσα το νοίκι για το περίπτερό μας.

Τα όμορφα της μάτια θυμόταν στην υπόλοιπη ζωή της, από εκείνη τη στιγμή. Το πρόσωπό της. Τα ξανθά μαλλιά της, που έμοιαζαν με την αγαπημένη της πάστα. Τον πόνο που προσπάθησε να κρύψει.

 Δεν τη μάλωσε καθόλου. 

-Μα δεν έχει γιο, ο κύριος Σταματίου!

Μετά, μια ζεστή αγκαλιά. 

Μια ζεστή αγκαλιά.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Σήμερα, θέλω να σου μιλώ.






Σήμερα το βράδυ θα σου μιλώ. Δεν με νοιάζει, που δεν ακούς. Εξ άλλου δεν ήσουν και ποτέ καλός ακροατής. Εντάξει, τελευταία, ναι. Άκουγες. Και όπως πάντα, το παράκανες. Ή του ύψους ή του βάθους. Πάντα.

 Δε θα σε περιγράψω. Μη σε νοιάζει. Πάντα, δε σε προστάτευα;

Να σου μιλάω θέλω. Μόνο αυτό. Την «ιστορία» με τη σειρά,  δε θα την πω. Είναι όμορφη, πολύπλοκη και γω ανεπαρκής.

Τα νέα μου, πρώτα. Τρία χρόνια και δυο μήνες μετά. Και μια μέρα. Λες και ήταν η χθεσινή μέρα. Δε λυπάμαι, που έφυγες έτσι ξαφνικά. Ούτε σου είμαι θυμωμένη πια.
Και αν θέλεις να ξέρεις, η μυρωδιά από το πουκάμισό σου, έχει φύγει. Πάνε δύο χρόνια, τώρα.
Μπορεί να σε σκέφτομαι ακόμα, αλλά περνάει και μία ολόκληρη ώρα χωρίς να το κάνω. Βλέπεις, άρχισα να σε ξεχνάω. Δεν είναι δα κι η αγάπη το παν στη ζωή. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα.

Πόσο θα ήθελα να ήξερα που είσαι;

Λοιπόν, αυτά τα τρία χρόνια, αποφάσισα να μεγαλώσω. Σταμάτησα από τη δουλειά, που λατρεύω. Ευτυχώς η «κρίση» βοηθάει μην πάθω κρίση! Χιούμορ, είδες; Κι αυτό το μπορώ!

 Τα παιδιά σπουδάζουν. Μη νοιάζεσαι. Το σπίτι καλά κι αυτό. Έβαλα και τη σόμπα. Την ξυλόσομπα, από το υπόγειο.

Διαβάζω πολύ. Φιλοσοφία, κυρίως. Τίποτα. Καμία άκρη. Ψυχολογία. Τέλος πάντων. 
Διαβάζω κι επιβιώνω.

Δεν παρέδωσα τα όπλα. Όταν περπατάω στην πόλη, μπορώ και βλέπω τις ομορφιές. Κατάλαβα, γιατί οι αγαπημένοι μου ιμπρεσσιονιστές, ζωγράφιζαν το ίδιο τοπίο σε διαφορετικές ώρες κι εποχές. 

Προσπαθώ να κρατήσω τις στιγμές, με τις φωτογραφίες. 

Να μικρύνω τον πόνο μου, με «κοινοποιήσεις» στα φέισμπουκ!
Δε με νοιάζει, που δεν τα εγκρίνεις. Εγώ επιζώ έτσι, αν θες να ξέρεις.

Ακούω μουσική και ταξιδεύω. 
Όχι απαραίτητα, στο παρελθόν.

 Σήμερα θυμήθηκα, τις νύχτες στον Ψηλορείτη! Στη Νίδα. Πριν πολλά πολλά χρόνια. 

Τότε που ο χωρισμός φάνταζε να εξαρτάται μόνο από μας! 

Πώς θα επιβίωνε το ανθρώπινο είδος αν δεν υπήρχε αυτή η ιδιότητα-αλαζονία;- του ανθρώπου; Του νέου ανθρώπου.

 Ο έρωτας κι ο θάνατος.

Τότε που δεν καταλάβαινα πώς κάποιοι λόγιοι έβαζαν αυτά τα δυο μαζί.
Ως τι; 
Καταλάβαινα, ως ένα δίδυμο πολύ δυνατό. Αλλά μέχρι εκεί.
Έπρεπε να τα βιώσω. Τα πιο δυνατά.

Τι χαζά; Αγάπες, λουλουδάκια και όνειρα; Χα χα ! Για παιδάκια; Θυμάσαι που σου τραγούδαγα «Ας τους κακούς, φως μου, μην τους ακούς, είναι όνειρο η ζωή μας και περνά…»; « Μια χούφτα φως στα ματάκια σου μπρος, κι η ζωή μας ξεκινά».

Θέλω ακόμα να ξέρεις, πως μπορώ και απολαμβάνω εκτός από την ομορφιά στη φύση και στην τέχνη και τα πιο απλά.
Τα καθημερινά.

Θυμάσαι που χόρευα μόνη μου το “ I will survive”?

Και μετά πήραμε τη γάτα μας και το τρίκυκλο και ανεβήκαμε τον Ψηλορείτη. Να ζήσουμε.

Εκεί θυμήθηκα σήμερα.

 Τις μαύρες νύχτες με τα άπειρα αστέρια και μια φωτιά στη μέση.

Τη λύρα. Μουσική απόκοσμη.

Ο Σ. να μιλάει για τη σπηλιά και το Δία.
Για το εύρημα εκείνης της ημέρας, που ήταν ένα ορυκτό σε κείνο το σημείο της σπηλιάς, που μια συγκεκριμένη εποχή , μια συγκεκριμένη ώρα το φως του ήλιου το έκανε να λάμπει! Κι έτσι μες την πρωτοφανή για μένα σιωπή -“city girl”- σε ρώταγε « Λάμπει αυτό το μέταλλο, αν πέσει φως επάνω του;» και όταν έπαιρνε την απάντηση, άρχιζε με ξέφρενο ενθουσιασμό, με τα μακριά του, άσπρα μαλλιά, να εξηγεί. Με τις άπειρες γνώσεις του καλού αρχαιολόγου, εξήγησε εκείνο το βράδυ, γιατί στο μύθο αναφέρονταν ένα φως, που έβγαινε από τη σπηλιά. 

Και όταν αυτός σταμάτησε και μείναμε όλοι στη σιωπή και στην έκσταση, πήρε ο άλλος τη λύρα του και κουνώντας τα μακριά του, τα σγουρά μαλλιά, άρχιζε να αυτοσχεδιάζει!!

Εσύ κοίταζες τη φωτιά. Την έκαιγες με τα μάτια σου. Τα όμορφά σου μάτια.

 Και γω κοίταζα εσένα.

 Και καιγόμουνα.

Σήμερα θέλω να σου μιλώ. Σήμερα, που κάνει κρύο.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Δανιήλ


Ιστορία 6




Όταν φτάσαμε επί τέλους σην Ελλάδαν, μας πήγαν σην Καλαμαρίαν. Εκεί έτον τσαμούρια…Τι κρίμα που δεν έμαθα ποτέ ποντιακά!

Ποιος  ξέρει κάτω από πόσους τόνους «κρίματα» κρύβεται ο λόγος!

Γιατί οι γλώσσες πάντα μου άρεσαν και στον ήχο της ποντιακής λύρας κάτι μέσα μου βάζει τα κλάματα.
Για τώρα λέω. Τότε όμως, τότε που είχα την ευκαιρία να μάθω τη γλώσσα- τη διάλεκτο- να απολαύσω το τραγούδι, να χορέψω ποντιακά, δεν το έκανα. Γιαγιά. Μια κοντούλα λεμονιά! Με τα κατάμαυρα λαμπερά μαλλιά που φτάναν ολόισια μέχρι τη μέση της. Με τη μεγάλη μύτη, που μόνη εγώ από όλα τα παιδιά και τα εγγόνια της κληρονόμησα! Με μαύρο τσεμπέρι! Με τέσσερις κόρες. Με εξορίες στα όμορφα ελληνικά νησιά. Με νεκρούς. Με ματιά που πέρναγε το κρανίο κι έψαχνε στους λαβύρινθους του εγκεφάλου σου. Με το όνομα της θεάς του έρωτα, που το δικαιούμουν ως δεύτερη κόρη της κόρης της, της δεύτερης από τις τέσσερεις. Που όμως δεν το πήρα γιατί η νονά που μου διαλέξανε είχε άλλα στο μυαλό της.

Ξύπνια γυναίκα. Δυνατή, βράχος.

Όταν λοιπόν νινί φτάσαμε «σην Ελλάδαν» μας πήγαν στην Καλαμαριά. Εκεί ήταν αποθήκες και μας έβαλαν μέσα. Δίπλα στη θάλασσα. Κρύο, υγρασία.

Είχε τα τρία μικρά αδερφάκια της μαζί. Δεν έμαθα γιατί δεν είχε γονείς. Θεωρούνταν πεθαμένοι στο παιδικό μου κεφάλι, έτσι ως μεγάλοι, που μπορούν να πεθάνουν και να κάνουν ότι θέλουν. Ο μπαμπάς της, έλεγε, δεν ήξερε τι δουλειά έκανε, φορούσε όμως μια στολή, με παπάχια!! Τι ήταν πάλι αυτά τα παπάχια; Προσπαθούσαμε να βγάλουμε άκρη, όλοι μαζί, κι αυτή μαζί. Καταλήξαμε ότι ο πατέρας της ήταν αστυνομικός! Ότι και να ήταν δεν ήταν μαζί της στο τεράστιο ταξίδι της προσφυγιάς, το 1922. Ούτε κι η μάνα της ήταν. Πεθαμένη κι αυτή. Αν ήταν ελληνική ταινία του 50, θα γελάγαμε με τόσες συμφορές. Τέλος πάντων, δε ρώτησα γιατί ήρθε μόνη της με τα μικρότερα αδερφάκια της. Μου έφτανε φαίνεται αυτό , ίσως να μην ήθελα να ακούσω κι άλλα. 

Εκείνη λοιπόν τη νύχτα, στη Θεσσαλονίκη, τότε που εγώ ήμουν οκτώ χρονών, είχε αρχίσει την ιστορία με την Καλαμαριά και πως τους στοίβαξαν στις αποθήκες. 

Μόλις είχε κάνει μπάνιο. Στη σκάφη. Δίπλα στην ξυλόσομπα. Κι αφού ξεμπέρδεψε τα κατάμαυρα μαλλιά της, με άφησε να της τα χτενίσω, όπως σπάνια το έκανε, γιατί πάντα βιαζόταν. Όχι όμως εκείνη τη νύχτα. Ήταν κακός χειμώνας και φυσούσε Βαρδάρης έξω. Εγώ ήμουν χαρούμενη γιατί η γιαγιά είχε έρθει από το χωριό να μας δει.

Άρχισε λοιπόν να λέει ότι εκεί στην Καλαμαριά, που τότε ήταν γεμάτη παράγκες και λάσπες, το πρώτο βράδυ που ξάπλωσαν να κοιμηθούν, στο πάτωμα στριμωχτά , το μικρότερο από τα αδερφάκια της που κοιμόταν ανάποδα, στα πόδια της, για να χωράνε, όλη νύχτα έκλαιγε και της ζητούσε να κοιμηθεί δίπλα της. Ο Δανιήλ. Πρώτο πρώτο τον έλεγε όταν μου ζήταγε να γράψω σε ένα χαρτί τα ονόματα των πεθαμένων της, να τα δώσει στον παπά να τα διαβάσει. Σώπα και κοιμήσου, του φώναζε στα τούρκικα. Γιατί ελληνικά δεν ήξερε. Ούτε καν ποντιακά. Πολλά χρόνια μετά, στη Φολέγαντρο, ένας σύντροφος δάσκαλος, της έμαθε τα γράμματα κι εγώ- πολύ αργότερα- στα οκτώ μου, απέκτησα την πρώτη μου μαθήτρια. Το βιβλίο μου, με την Άννα και το Μίμη και το να ένα μήλο και το πέτα Άννα το τόπι. Όλα της τάμαθα. Ώσπου μια μέρα της θύμωσα γιατί διάβαζε, κρατώντας το βιβλίο ανάποδα!
Ελληνικά δεν ήξερε, όμως Έλληνες ήταν, Έλληνες. «Το πρωί που ξυπνήσαμε, ο Δανιήλ ήταν παγωμένος». Είδα το γερασμένο της πρόσωπο στο φως της φωτιάς. Από την ξυλόσομπα. Δίπλα στη σκάφη με τα απόνερα. Άκουγα το Βαρδάρη να κλαίει έξω. Τσουχτερό κρύο. Σαλονικιό. Τίποτα δεν έκανε η σόμπα. Πρώτη και τελευταία φορά την είδα να δακρύζει. Αυτή σταμάτησε αλλά εγώ συνέχισα. Είδα την Καλαμαριά μέσα στις λάσπες και στο κρύο. Είδα την ομίχλη. Τον Βαρδάρη να γδέρνει, κι αυτήν με τον Δανιήλ αγκαλιά. Να τον πηγαίνει.
Συνέχισα να της χτενίζω τα μαύρα της μαλλιά, αλλά δεν της είπα αυτά που ήθελα. Ύστερα με τις απότομες κινήσεις της, μου πήρε τη χτένα.