Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Ξαφνικά






Σοφοί, φιλόσοφοι, «ειδικοί» και ειδικοί, πολίτες απλοί έχουν μιλήσει γι αυτό το συναίσθημα και τα έχουν πει όλα.
 Σοφά διατυπωμένα. Εξηγημένα. Δικαιολογημένα από κάθε πλευρά.
 Και συ τα έχεις διαβάσει, ακούσει, μελετήσει, σπουδάσει ίσως.

 Ξαφνικά όμως στη ζωή σου .…. 

Αχ, αυτό το ξαφνικά! 

Κάποτε είχα γνωρίσει ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Χριστινάκι. Όχι πού το θυμήθηκα, δεν το ξέχασα ποτέ. Κάθε φορά που κοιτάζω το φεγγάρι όταν είναι ολοστρόγγυλο, «μάτι δολοφόνου» και απολαμβάνω την ομορφιά του, η εικόνα της μπερδεύει το συναίσθημα.
 Μικρούλα με τα ξανθά μαλλάκια να πλαισιώνουν το αγέλαστο παιδικό προσωπάκι, καθισμένη στη νυχτερινή άμμο, χαμένη σε μια παραλία της Χαλκιδικής, με φεγγάρι κατακόκκινο να κοροϊδεύει από χαμηλά, «Δεν μου αρέσει έτσι το φεγγάρι» να δηλώνει σοβαρά κι απόλυτα, σπάζοντας την εικόνα σε χίλια κομμάτια. «Εμένα μου αρέσει, όταν είναι σα φέτα». Και γω έψαξα να βρω τι σχέση ενδεχομένως είχε η προτίμηση αυτή με το μανάβικο του ξενοδοχείου που δούλευα εγώ και έμενε το Χριστινάκι τότε.
 Καμία.
 Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να φύγουν της είπα πως θα την σκέφτομαι και θα την αγαπώ για πάντα.
Νόμιζα ότι αυτό ήταν σημαντικό ή έστω κάτι.
 « Εγώ δε θέλω να με σκέφτεσαι, εγώ θέλω να είμαι μαζί σου».
 Σωστά.
 Όμως στα παραμύθια που της ξετύλιγα στην παραλία τα βράδια μέχρι να διασκεδάσει η μάνα της στη Ντίσκο και να έρθει να την πάρει, ήθελε «Εμένα μου αρέσουν τα παραμύθια με ξαφνικά». 
Σωστά.
Ξαφνικά λοιπόν και Χριστινάκι ένα. 
Εμένα αντίθετα δεν μου άρεσαν καθόλου τα παραμύθια με ξαφνικά.
 Ούτε και οι αλήθειες. 
Με ξαφνικά.

Ξαφνικά λοιπόν συμβαίνει κάτι και νάτο το «συναίσθημα» στη ζωή σου.
 Τότε όμως τα πάντα είναι διαφορετικά.
 Ναι ναι το ξέρεις. 
«Έτσι είναι τα πράγματα.», «Τι να κάνουμε. Αυτά έχει η ζωή».« Ο χωρισμός είναι μέσα στο παιχνίδι. Ζωντανός ή μη».
 Και όσο προσπαθούν να σε παρηγορήσουν καλοπροαίρετοι φίλοι, τόσο πιο έντονα το βιώνεις το «συναίσθημα».

 Είναι αυτό το συναίσθημα που νοιώθεις όταν ότι αγάπησες δυνατά, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ. 

Απουσία. 
 Χωρισμός.
 Θάνατος.
Δεν είμαι λυπημένη.
Το φεγγάρι πάντα ολόκληρο μου άρεσε.
 Ένα κατακόκκινο, τεράστιο, Σπετσιώτικο.
Το ξαφνικά είναι που δεν μου αρέσει.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

«Παρόλα αυτά είναι όμορφη η ζωή, Μαρία»







-Ελάτε όλοι εδώ, ελάτε να ξαπλώσουμε.

Ξάπλωσα στη μέση του διπλού κρεβατιού και σχεδόν αμέσως δεξιά κι αριστερά πήραν θέση τα δύο μεγάλα. Έμενε το μικρό. Κι αυτό όμως από καιρό είχε βρει τη θέση του. Στα πόδια μου με το κεφαλάκι στην κοιλιά μου! 
Αγκαλιά δεξιά, αγκαλιά αριστερά. 
Όλη η απίστευτη κούραση της ημέρας έφευγε άρον άρον από παντού. 
Με την εκπνοή, λες!
 Σιωπή, αναμονή, αναπνοές.
 Κάποια μάτια άρχισαν να κλείνουν, αποκαμωμένα από το παιχνίδι της ημέρας. Αντιστέκονταν όμως. 
Σκεφτόμουν, άσε την απεργία να μας ρημάζει την καθημερινότητα. 
Τράβαγε δεύτερο μήνα τώρα.
 Δε με νοιάζει.
 Το μόνο πρόβλημα, τα τσιγάρα που δεν είχα να τα πάρω και τα ξόδευα-στο μπαλκόνι πάντα-με το σταγονόμετρο.
 Όσο για το πρωινό, πάλι δε μ’ ένοιαζε. 
Τους είχε πάει βόλτα ο μπαμπάς μαζί με τα σκυλάκια, στις πορτοκαλιές, στο ρέμα και γύρισαν με δυο σακούλες πορτοκάλια, τις προάλλες. Όλη νύχτα έκοβα τα φλούδια σε μικρά μπαστουνάκια αλλά η μαρμελάδα πέτυχε θαύμα. Έβραζα και τσάι και σκεφτόμουν ότι πού θα πάει θα τελειώσει η απεργία και τότε πάλι θα είμαστε απλά φτωχοί! 
Μια χαρά, δηλαδή. 
Για τα μεσημέρια είχα αγοράσει τρία τσουβάλια. 
Ένα με φασόλια, ένα με φακές κι ένα με ρύζι!
 Μια χαρά, δηλαδή.
 Τώρα άρχιζε το παραμύθι.
 Είχα σκεφτεί να δημιουργήσω μια οικογένεια με μαμά, μπαμπά πέντε παιδιά και γιαγιά και παππού για να μπορώ κάθε βράδυ να λέω και μια ιστορία για τον καθένα τους.
 Τους είχαν μάθει για τα καλά και περίμεναν τα καινούρια επεισόδια. 
Η οικογένεια ζούσε στη Σουηδία. 
Ήταν και η αρκούδα που τους επισκέπτονταν, που της άφηναν έξω από την πόρτα καλάθια με φρούτα και μέλι. 
Αυτή ζούσε στο διπλανό δάσος.
 Και μεις ζούσαμε στο μαγικό νησί! 

Τώρα τα μικρά μεγάλωσαν κι ευτυχώς έφυγαν από το μαγικό νησί. 
Μόνο που έτυχαν σε καιρό σκοτεινό.
 Και γω που έλεγα στα παραμύθια τις μαμαδίστικες συμβουλές μου, δεν είχα φανταστεί τόση σκοτεινιά. 
Του τάφου.
 Άλλα αντί άλλων οι συμβουλές μου.
 Και τα παραμύθια μου επίσης.
 Εκεί, αυτοί που έκαναν το καθήκον τους ανταμοίβονταν στο τέλος ή τουλάχιστον δεν δεινοπαθούσαν και οι «κακοί»  όλο και κάπως την πλήρωναν.
 Πάντα όμως αγωνίζονταν και ποτέ δεν το έβαζαν κάτω.
 Ακόμα και κείνη τη φορά που η αρκούδα είχε φέρει τις ξαδέρφες της και μπήκαν όλες μαζί μέσα στο σπίτι.

Τώρα κι εγώ μεγάλωσα και ευτυχώς δεν έφυγα από το νησί.
 Έφυγε όμως η μαγεία.
 Τώρα θα κάνω ότι δεν το κατάλαβα πως νύχτωσε. 
Θα κάνω ότι δε φοβάμαι το κρύο.
 Θα γυρεύω το χάδι της τέχνης των άλλων.
 Την παρηγοριά των βιβλίων.
 Των φίλων. 
Της προσφοράς.
 Θα κρύβω την αχρωματοψία που μου προέκυψε και θα παρηγοριέμαι γιατί είδα το ουράνιο τόξο άπειρες φορές στη ζωή μου.
 Υπόσχομαι να παλεύω ενάντια στον εχθρό, την απαισιοδοξία, την αχρωματοψία, και την απουσία.
 Γιατί « παρόλα αυτά είναι όμορφη η ζωή, Μαρία», όπως έλεγε και η αγαπημένη, Κατερίνα Γώγου.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Ο ίδιος άνθρωπος!



Είναι καταπληκτικό! Ήταν ο ίδιος άνθρωπος! Αυτός που πρωταγωνιστούσε στο γάμο. Αυτός και τώρα. Ψηλός, αδύνατος, δυνατός. Ο ίδιος άνθρωπος που χόρευε πρώτος. Που ξεσήκωνε του βαρεσάρηδες! Αυτός που εκεί που χόρευε έτρεχε να σηκώσει τους τεράστιους δίσκους με τα «οφτά» και να σερβίρει, με το χαμόγελο και τη χαρά να τρέχει ποταμός από τα μέσα του. Αυτός που « έτσι κάνει σε όλους τους γάμους». Αυτός που όταν κουράζονταν οι καλεσμένοι και κάθονταν αποκαμωμένοι, σήκωνε τα χέρια στον ουρανό και με την παρουσία αυτή και μόνο ξεσήκωνε πάλι στο χορό. Δεν τον γνωρίζω. 

Σήμερα ήταν πάλι εκεί. Πρώτος. Με το ίδιο πρόσωπο- μόνο που δε γέλαγε. Ούτε συσπώνταν όπως το δικό μου. Απλά ήταν σοβαρός. Ήρεμος. Καλούσε πάλι. Αυτήν τη φορά σε ψυχραιμία. Σε σιωπηρή λύπη. Σε από μέσα σου κλάμα. Σε αξιοπρέπεια. Μαζί με τους άλλους τρεις σήκωσε το βάρος . Σε όλη τη διαδρομή, από το σπίτι στην εκκλησία. Σήμερα πάλι. Και ήταν μια φοβερή ηλιόλουστη μέρα. Σταμάτησα στο γυρισμό να ακουμπήσω τα χαμομήλια, μόνο που τα δάχτυλα δεν πόναγαν πια στο άγγιγμα τους. Συνηθίζεις στην ευαισθησία, άραγε; Όπως συνηθίζεις στην απουσία; Σε όλη τη διαδρομή, υπήρχαν μόνο αυτές οι δύο παπαρούνες!
-Ο κόσμος καίγεται !
-Αλήθεια καίγεται.
-Εσύ με τι ασχολείσαι;
-Με τις δύο παπαρούνες!
-Κοκκίνισες;
-Ναι!
-Μη.
-Πώς μη;
-Θυμάσαι παλιά..
-Ναι βέβαια. Τότε πάλι κοκκίνιζα. « Αν ένας μόνο άνθρωπος δεν συμφωνεί με τις ιδέες αυτές τις δίκαιες, αξίζει να θυσιαστεί προκειμένου να σωθούν τα εκατομμύρια»;
-Τότε πάλι κοκκίνιζες, σε θυμάμαι καλά. Δεν ήθελες να θυσιάσεις τον ένα. Με τίποτα.
- Ναι, με τίποτα.
-Τώρα; Με τι ασχολείσαι τώρα; " Πήγες σπίτι σου";
-Όχι βέβαια. Κρατώ το μυαλό μου ενημερωμένο και....
-Ενημερωμένο; Από πού; Από ποιον;
-Από όπου μπορώ. Προσπαθώ. Ενδιαφέρομαι. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Απλώς είδα δύο παπαρούνες και χάρηκα.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

"Ένα γιο να είχα..."





-Ένα γιο να είχα και να ήταν ο μεγαλύτερος αλήτης. Στη φυλακή να τον είχαν. Θα πήγαινα να τον βλέπω. Μια κόρη να είχα και να ήταν …παλιογυναίκα ξέρεις, θα πήγαινα στα μπουρδέλα να την δω, να τη φιλήσω.
Είχε καθίσει στη μέση του δρόμου. Κάτω. Ξαφνικά. Έτσι όπως περπατούσαμε και απολαμβάναμε τη νύχτα, την καλοκαιριάτικη. Το νησί έδινε παράσταση. Πιο όμορφο δε γινόταν. Και το φεγγάρι, από κείνα τα Αυγουστιάτικα. Της Ελλάδας. Των νησιών. Ευτυχώς ήταν αργά και δεν περνούσαν άμαξες. Είχε μόλις βγάλει ένα δροσερό αεράκι από κείνα τα μεταμεσονύκτια που λες «Επιτέλους, δρόσισε λίγο!» και είπαμε να πάμε μια βολτίτσα. Από νωρίς καθόμασταν στο μπαλκόνι και μιλούσαμε. Ανώδυνα. Είχαμε τελειώσει τις ιστορίες από τα παλιά. Παρά τη διαφορά της ηλικίας είχαμε πολύ ωραίο κώδικα επικοινωνίας με την Αικατερίνη. Έτσι την φώναζε ό άντρας της, έτσι την φώναζα και γω. Αν και μετά από κάποιο σημείο οικειότητας την έλεγα Κατερινούλα. Γιατί μπορεί να πλησίαζε τα εξήντα αλλά ήταν Κατερινούλα. Όταν πρωτοβρεθήκαμε εγώ κυνηγούσα τη γάτα μου στο μπαλκόνι και κείνη απολάμβανε την ηρεμία της άνοιξης στο δικό της. Στο διπλανό σπίτι. Πανέμορφα και τα δύο. Το δικό μας παλιό νησιώτικο από το 1864 με το γιασεμί του και τη βουκαμβίλιά του αγκαλιά. Το νοικιάζαμε εννοείται. Το δικό της ένα νεόκτιστο αρχοντικό. Καθόλου φανταχτερό. Έκανε προσπάθεια να μοιάζει με τα παλιά τριγύρω. Μιλούσε στον τεράστιο λύκο που καθόταν σαν αρνί στα πόδια της. Έμοιαζε να του λέει παραμύθια. Της χαμογέλασα μέσα από την τριανταφυλλιά της την ολάνθιστη, μου χαμογέλασε κι αυτή. Όταν την επομένη χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας την είδα, η Μιμίτσα μου είδε τον Μαξ. Ολόκληρο θηρίο. Τρομάξαμε και γω και η γάτα μου. Εγώ χαμογέλασα στην κυρία από δίπλα, η Μιμίτσα όρμησε στο Μαξ και τον μάτωσε στο πρόσωπο. Στον πανικό, κλείσαμε την πόρτα αφήνοντας τον σκύλο απ’ έξω και όλες οι υπόλοιπες μέσα. Ξαφνικά μου προέκυψε κι άλλο πρόβλημα. Τι θα έλεγα στην αριστοκράτισσα κυρία Αικατερίνη που είχε όνομα Τσαρίνας, όταν έβλεπε το κόκκινο υφαντό με το κίτρινο σφυροδρέπανο που μόλις είχα υφάνει στον αργαλειό μου και το είχα απλώσει φάτσα φόρα . Πριν χτυπήσει το κουδούνι αυτό είχα κάνει και δεν είχα προλάβει να το δω, να δω πώς έγινε. Γιατί τόσον καιρό που το ύφαινα μόνο με τον καθρέφτη από κάτω μπορούσα να το βλέπω, Γιατί το σχέδιο βγαίνει από κάτω, όταν υφαίνεις. Κρητικός αργαλειός. Περάσαμε στο σαλόνι πού ήταν και ο αργαλειός και το πανώ το κόκκινο. Άγαλμα η κυρία Αικατερίνη. Τρόμαξα. Σκέφτηκα πως η γυναίκα σοκαρίστηκε. Το νησί δε φημίζονταν για την προτίμησή του σ’ αυτά τα χρώματα. Η εικόνα που έβλεπα ήταν μια νοικοκυρά με δύο νάυλον σακούλες να σταματάει μπροστά σε μια παρόμοια ταμπέλα φρεσκοκρεμασμένη σε ένα μαγαζάκι-τρύπα, να ακουμπάει τις σακούλες κάτω, να βάζει τα δυο χέρια στη μέση δεξιά κι αριστερά και να λέει σοκαρισμένη « Α, χάλια!». Σχεδόν περίμενα να ακούω αυτήν την ίδια πρόταση από την συμπατριώτισσά της. Αντί γι αυτό άκουσα « Τι είναι αυτό;» και καθώς το δίπλωνα της είπα «Μπα, τίποτα δεν είναι». Για τις επόμενες δύο ώρες είχα μείνει καρφωμένη στην άβολη καρέκλα μου να ακούω την ιστορία της κυρίας Αικατερίνης που όντας 17 χρονών πέρναγε απέναντι στη στεριά τα μηνύματα και τα έδινε στους αντάρτες. « Μες το βρακάκι μου, τα έκρυβα». Ώσπου μια φορά την πιάσανε και τη ρωτάγανε τι και πως. Κι αυτή δεν είχε πια φωνή να μιλήσει. Μουγκή. Καθώς την ανέβαζαν στην κρεμάλα στην πλατεία, μαζί με άλλους, ο τότε δήμαρχος φώναξε « Στη θέση αυτού του κοριτσιού, κρεμάστε εμένα»! Μετά θυμόταν πως τη βάλανε σ’ ένα υποβρύχιο και την στείλανε στον Πειραιά!!!! Γίναμε φίλες μιας ζωής. Εκείνο το βράδυ που κάθισε στη μέση του δρόμου και μούλεγε αυτά τα λόγια είχε χρόνια που είχε ξαναβρεί τη φωνή της. Κατερινούλα μου! Λίγο πριν της είχα πει πως δεν είχα σκοπό να κάνω παιδιά, στη ζωή μου. Λίγο μετά, έκανα τρία! Ευχαριστώ, καρδιά μου.

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

" Εγώ η Μάρθα Φρόυντ " της Φωτεινής Τσαλίκογλου



Η Φωτεινή Τσαλίκογλου, είχε την ιδέα - αρκετά εντυπωσιακή- να διηγηθεί σε πρώτο πρόσωπο μια ιστορία συναισθημάτων από την πλευρά της Μάρθας Φρόυντ της συζύγου του Σίγκμουντ Φρόυντ.
Ενδιαφέρουσα ιστορία με ωραίο τρόπο δοσμένη για όσους ενδιαφέρονται για ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις σε ιστορικά πρόσωπα. Ιδιαίτερα όταν αφορούν τη σύζυγο του πατέρα της ψυχανάλυσης και είναι δοσμένα από μια κλινική ψυχολόγο όπως η Φωτεινή Τσαλίκογλου, η οποία εκτός από τα επιστημονικά της έργα, ένα εκ των οποίων «Ο Μύθος του Επικίνδυνου Ψυχασθενή», έχει γράψει και μυθιστορήματα όπως «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», «Έρως Φαρμακοποιός» και άλλα.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Μπορεί να μάθω!


 

Ξύπνησα και τρόμαξα. Νόμισα πως είχα αργήσει. Ευτυχώς είχα καιρό. 

Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κι έκανα κάτι σα να ξύνω την πλάτη μου, και με τα δύο χέρια. 

Δεν ήξερα, τι ήταν ακριβώς αυτό που έκανα, αλλά μου άρεσε να το κάνω, αφού το έκανε και η αγαπημένη μου Κ.

 Η μάνα δούλευε. 
Από νύχτα σε νύχτα.

 Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα τι έκανε εκεί πίσω στην πλάτη της η Κ. μου. Κούμπωνε το σουτιέν της! Και γέλασα όταν το κατάλαβα.

 Και γελάω και τώρα που το ξανακατάλαβα. 
Αλλιώς.

 Και πάντα γελάω.

 Γεννήθηκα με μια χαρά που λέει και η καλή μου, η Σώτη. 

Τέλος πάντων. Έτρεξα να βάλω την ποδιά μου, να πάω σχολείο. Είχε μια υπέροχη λιακάδα και γω ήμουν συνεπαρμένη από τον ήλιο. 

Έψαχνα τον γιακά της σχολικής ποδιάς. Δεν τον έβρισκα.

 Έψαξα την τσάντα, τη βρήκα. 
Δεν είχα κάνει τα μαθήματά μου. 
Τα είχα ξεχάσει. 
Χτες όλη μέρα, η Κατερίνα μου εξηγούσε πως είναι η γη και ο ήλιος και το φεγγάρι!

 Είχα συγκλονιστεί. 

Η Κατερίνα είναι η μεγάλη μου ξαδέρφη. Σοφή! Πώς τα ήξερε όλα αυτά τα συγκλονιστικά πράγματα; Και μάλιστα, μου τα ζωγράφισε κιόλας. Όλη νύχτα αυτά σκεφτόμουν, μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

 Για φαντάσου!

 Η γη γυρίζει και μάλιστα πολύ πολύ γρήγορα, όπως μου είπε.

 Και μείς δεν το καταλαβαίνουμε.

 Δεν είπε καταλαβαίνουμε, μια άλλη λέξη ήταν.

 Περπατώ στον ήλιο και κάνω το παιχνίδι μου: θα τον κοιτάζω στα μάτια, όσο αντέχω και μετά θα δω αν τυφλωθώ.

Νάτο το υδραγωγείο, τα νερά που του τρέχουν, να τα κι αυτά.
 Και οι μέλισσες, στη θέση τους κι αυτές (σφήκες θα ήταν).

 Άρα, δεν τυφλώθηκα.

 Χα χα, πολύ καλό. Τώρα όμως, καθώς θα περνάω πάνω από τα νερά του υδραγωγείου, θα αναρωτηθώ ξανά: τι πρέπει να πω για να είμαι προστατευμένη;

 Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά; 

Ή μήπως «με τη βοήθεια του χρυσού ψαριού», όπως στο παραμύθι; 

Τι είναι το πιο δυνατό; 

Ποιο είναι το σωστό; 

Πω πω, όλα γυρίζουν γύρω γύρω!! Και τα νερά και το υδραγωγείο και το εξηκοστό πρώτο Δημοτικό σχολείο. Το βλέπω κι αυτό να γυρίζει. Ζαλίζομαι.

 Λες να είναι επειδή η γη γυρίζει; 

Λες να το καταλαβαίνω μόνο εγω; 

Επειδή η Κατερίνα είπε ότι δεν το καταλαβαίνουμε ότι η γη γυρίζει!!

 Μα καλά κι αυτό το «σκορπά» τι να σημαίνει, μήπως είναι το αντίθετο από αυτό που θέλω; Μήπως σημαίνει «μοιράζει»;

 Και τότε αντί να τα διώξει ο Ιησούς τα κακά, αρχίζει να τα μοιράζει;

 Μήπως να πω καλύτερα αυτό με τη βοήθεια του χρυσού ψαριού;

 Εκείνος ο ψαράς, ότι ήθελε το κέρδιζε με το χρυσό ψαράκι; 

Ώχ το κουδούνι χτυπάει. Δεν έχω φάει, κι ούτε θέλω να φάω. Η μαμά είπε πως αν δεν τρώω θα ζαλιστώ. Μπα!

 Πάω.

 Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω, ούτε τι πρέπει να λέω, για να προστατευτώ. 

Να και η Ιουλία. 

Χτες, της έλεγα ότι άρχισα να μαζεύω σε τεύχη, την εγκυκλοπαίδεια του Ελευθερουδάκη κι αυτή με ρώταγε τι είναι εγκυκλοπαίδεια.

 Εγώ μπορεί να είμαι επτά χρονών και να μην ξέρω τι να πω στα νερά του υδραγωγείου, αλλά το απόγευμα θα πω της Ιουλίας και της Σούλας και της Βασούλας της κουτσής, να ξανάρθουν στην αυλή μας, να τους μάθω κι άλλα αγγλικά. 

Από το λεξικό που μου πήρε η μαμά. 

Το μικρό, το πράσινο. 

Έχει θησαυρούς από αγγλικές λέξεις!

 Κι όταν μεγαλώσω, θα γίνω καθηγήτρια αγγλικών! 

Αλήθεια.
 
Ίσως όταν μεγαλώσω μάθω τι πρέπει να λέω και τι πρέπει να κάνω για να προστατευτώ. 

Ειδικά άμα γίνω καθηγήτρια αγγλικών. 

Αλήθεια, μπορεί να μάθω.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Mια αίσθηση.







Η άνοιξη είχε ένα συγκεκριμένο άρωμα τότε για τη Μαρία. Όχι απαραίτητα λουλουδένιο. Μάλλον σαν αυτό που θα προκαλούσε ένας πόνος στο στομάχι. Ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
Αυτήν την αναγούλα τη θυμήθηκε όταν έφυγαν οι άλλοι κι έμεινε μόνη της στην πόλη.
Τότε που τραγουδούσε «Εδώ κανείς δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούνε μόνο την πενιά κι ο νους τους ταξιδεύει…».  Εκείνη την άνοιξη όταν περπατούσε από δω κι από κει στους δρόμους μη ξέροντας πού να πάει, ένιωσε αυτήν τη μυρωδιά.
Μετά την ξαναθυμήθηκε όταν συνοδεύονταν κι από εξαγωγές των λιγοστών τροφών που έτρωγε τότε. Επί τρεις μήνες και μισό δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν μέσα της. Το αστείο ήταν ότι ένιωθε μόνη! Ο Αγήνωρ! Που να τον κρατήσει;

Δεν ήταν απαραίτητα άσκημη μυρωδιά. 

Καμιά φορά μύριζε σκέτα τριαντάφυλλα.

Από τα παλιά.

Τα άγρια, τα ροζ, που αργότερα τα μάζευε στη γυάλινη λεκάνη, έριχνε από πάνω ζάχαρη και μετά λυπόταν να τα κάνει γλυκό. Τόσο όμορφα που μύριζαν!

Άλλοτε πάλι, όπως τότε στη Χαλκιδική, μύριζε σαν θαλασσινά.

Χταπόδια, ας πούμε. 

Τότε στη Χαλκιδική ήταν μόνη. 

Όταν την απέλυσαν από το ξενοδοχείο- η βαμμένη, ευτραφής σύζυγος του ιδιοκτήτη, της το ανακοίνωσε χωρίς αιτιολόγηση. 

Και αυτή δε ζήτησε να μάθει. 

Πήγε στο μπουντρουμάκι που της είχαν δώσει για δωμάτιο και απλά μάζεψε τα ρούχα της. 

Τη βαλίτσα την παράτησε στην άμμο και αυτή κάθισε στο βράχο.

Έβλεπε απέναντι, την Κασσάνδρα.

Πόσο όμορφο μπορεί να γίνεται το τοπίο στις πιο άκυρες στιγμές; 

Και τότε μύρισε αυτήν τη «ψαρίλα».


Δύο χρόνια αργότερα όμως, στην ίδια παραλία, μύρισε ο έρωτας μιας ζωής.

Γιασεμί. Στα μαύρα γένια του.

Βασιλικός. Στα πράσινα μάτια του.

Πώς μυρίζει η μοναξιά του έρωτα;

Ακόμα πιο παλιά, πολύ παλιότερα, όταν ο μπαμπάς την άφηνε στο χωριό κι έφευγε, πάλι εκεί η μυρωδιά.

Στην πυτζάμα του. 

Που την εύρισκε δίπλα της όταν ξυπνούσε κι αυτός είχε φύγει.

Ζεστή ακόμα.

Μετά, όταν το γιασεμί μαράθηκε, άφησε το χνώτο του στο κίτρινο πουκάμισο.

Έναν χρόνο και μισό, το ανάσαινε η Μαρία.

Πάντα έψαχνε μια μυρωδιά. 

Να γεμίζει τα κενά. 

Να καλύπτει τα καυσαέρια που έκαιγαν τη μύτη της.

Κι έβρισκε.

Πάντα έβρισκε.

Με αναγούλα ή χωρίς.

Όταν όμως γεννούσε τα μωρά της, η μυρωδιά σφηνώθηκε στο πνευμόνι βαθειά τόσο, που μόνο με την τελευταία ανάσα της θα φύγει.

Απόψε είναι σαν υγραέριο η μυρωδιά.

Αύριο όμως μπορεί να βγάλει νοτιά. 

Ποιος ξέρει;

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ο Γιόχαν





Ο  Γιόχαν είναι Ελβετός.

Δηλαδή καμία σχέση με μας. 

Δεν είπα εγώ καλύτερος.

Ούτε χειρότερος είπα.

Ελβετός. 

Σκέτο.

Μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον, όπου εκτιμούσαν την ομορφιά, τη γνώση. Ήρεμο περιβάλλον, χωρίς φασαρίες, χωρίς εντάσεις. Οι τοίχοι ανάμεσά τους είχαν γερή ηχομόνωση. Δεν του έλειψε τίποτα. Αγαπούσε να κάνει πολλά πράγματα. Χαιρόταν το όμορφο σπίτι, στη Ζυρίχη. 
Γελούσε όταν θυμόταν τα λόγια ενός Έλληνα φίλου που τον είχε καλέσει στη Ζυρίχη παλιά, κατά το ’70 θα ήταν,  « Περπατώ στα πεζοδρόμιά σας και φοβάμαι μην τα λερώσω». Τι ωραίος τύπος! Πού να βρίσκεται άραγε; 

Σκέφτηκε για μια στιγμή να πάει στην Ελλάδα.

Λες;

Μπορεί να του κάνει καλό.

Ο ήλιος και τα λοιπά.

Δεν το πίστευε, το ήλπιζε όμως.

Έτσι ξεκίνησε. Μάιος ήταν. Δεν το κατάλαβε για πότε έφτασε. Θα πήγαινε σε μια πόλη της Κρήτης. Είχαν ξαναπάει εκεί, οικογενειακώς. Παλιά. Τότε που ξανθό αγοράκι απολάμβανε τη θάλασσα και τον ήλιο, χωρίς ίχνος μαυρίλας. 

Καμία σχέση με σήμερα. Ώριμος άντρας, δεν περίμενε να νοιώθει έτσι.

Τα τελευταία δύο χρόνια  δεν είχε ηρεμία. Άντρας σχετικά νέος ακόμα, γύρω στα σαράντα. Ο πατέρας του παντρεύτηκε στην ηλικία του! Μπορούσε κι αυτός να αρχίσει τη ζωή του. Κάτι μέσα του τραβούσε χειρόφρενο στα σχέδια του για το μέλλον. Δεν μπορούσε να το ελέγξει τον τελευταίο καιρό. 

Τι θέλεις παιδί μου; 

Όλα τα  έχεις.

Βγήκε βόλτα στην πόλη. Απόγευμα. Τι όμορφη πόλη! Η εποχή, η ομορφότερη. Όλα τα χρώματα σε κάθε απίθανο σημείο της πόλης. Χαρούμενοι άνθρωποι. 

Κάθισε στις «Θαλασσογραφίες». Η σερβιτόρα τον καλοκοίταζε δοκιμάζοντας τη γοητεία της. Θα μπορούσε να της πιάσει κουβέντα. Όλοι τους μιλάνε αγγλικά, εδώ. Παρήγγειλε τον εσπρέσο του. Η θέα! Πίνακας! 
Έμεινε να θυμάται τη ζωή του μέχρι που άρχισε να πέφτει ο ήλιος.

Ανηφόρισε στη Φορτέτζα. Από το κάστρο είχε καλύτερη θέα. Θάλασσα! Ε, και;

Ηλιοβασίλεμα.

Κόκκινο.

Αίμα.

Όσο πιο μεγάλη η ομορφιά, τόσο πιο σφιχτός ο κόμπος στο λαιμό.

Του κρύφτηκε του φύλακα. Ήθελε να μείνει μέσα στο κάστρο. Όλο το βράδυ. Να σκεφτεί.

Τι σκεφτόταν όλο το βράδυ, μόνο αυτός το ξέρει.

Κατά τα ξημερώματα είπε ο ιατροδικαστής.
Λίγο πριν φέξει, είπε.
Ο φύλακας, δεν είδε τίποτα το πρωί.
Μόνο όταν ήρθαν οι πρώτοι τουρίστες.
Αργότερα. 
Άκουσε τις φωνές. 
Έτρεξε προς το μοναδικό δέντρο του κάστρου.

Ο Γιόχαν δεν άντεξε τη νύχτα. 

Τη νύχτα της ζωής του.

Εκεί κρεμασμένος αγνάντευε προς το βορρά.

Προς την πατρίδα του.

Μια μέλισσα περπατούσε στο πρόσωπό του. 

Μια μέλισσα.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

Το Ημερολόγιο της Κρίσης


Το Ημερολόγιο της Κρίσης
Του Παύλου Τσίμα
Νέα Υόρκη Σεπτέμβριος 2008  - Αθήνα Οκτώβριος 2011



Ένα βιβλίο, που ενημερώνει ανθρώπους- όπως εγώ- οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την Οικονομία και τα Οικονομικά θέματα, σχετικά με την Κρίση που ξαφνικά μπήκε στη ζωή μας.
Και το πρώτο που μαθαίνουμε είναι ότι δεν ήταν ξαφνικά. Αρχίζει την αφήγηση από την Αμερική, Νέα Υόρκη  15 Σεπτεμβρίου 2008 και ο σεβάσμιος οίκος των αδερφών Lehman, μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, εξαφανίζεται από προσώπου γης μετά από ενάμιση αιώνα ζωής. 25.000 υπάλληλοι χάνουν την περιζήτητη δουλειά τους. Απληστία, η λέξη κλειδί. Το αφεντικό, Ντικ Φουλντ αμείβονταν με 40 εκατομμύρια δολάρια για μια κακή χρονιά! Και διπλάσια μπόνους! Το κράτος αρνείται να σώσει την Lehman Brothers για να μη χαθεί στο μέλλον ο φόβος της κόλασης. Έσπευσε όμως να σώσει την AIG, την μεγαλύτερη ασφαλιστική του κόσμου, η οποία βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου. Όλα γκρεμίζονταν. Το χρηματιστήριο σε ελεύθερη πτώση. Από την τρελή ευφορία στον πανικό. Σοκ.
Στην Ελλάδα παρακολουθούμε από μακριά. Η χώρα της αμεριμνισίας.
Όπως στο Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή το 2002, οι άνθρωποι περπατάνε στο δρόμο σαν να τους έχεις χτυπήσει μ’ ένα σφυρί στο κεφάλι. Δεν ήταν απλώς ότι έχαναν τις δουλειές τους αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί. Τι είχε συμβεί. Αλλά και οι ίδιοι αυτοί οι μικροί μάγοι της αγοράς, μαθηματικές ιδιοφυΐες που έπαιζαν στα δάχτυλά τους τις αγορές, είχαν επίσης μείνει έκπληκτοι. Ο Άλαν Γκρίνσπαν, ο αρχιερέας της Wall Street, ο επί 20 χρόνια πρόεδρος της FED Αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, δήλωνε: « Είμαι συγκλονισμένος. Ανακάλυψα ένα ρήγμα στην ιδεολογία μου».
Ο ιδεολογικός του αντίπαλος, Τζο Στίγκλιτς, νομπελίστας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, καταθέτει τη δική του άποψη: « Ξέρετε τι έχει συμβεί; Μετά το κραχ του 1929 είχαν θεσπιστεί μια σειρά από κανόνες, ρυθμίσεις και έλεγχοι από την πλευρά του κράτους προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα, για να αποτραπεί μια νέα κρίση. Οι κανόνες αποδείχτηκαν επιτυχείς. Ο κόσμος έζησε περίπου τρεις δεκαετίες χωρίς καμία οικονομική κρίση. Αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, προσπάθησαν σκληρά να απαλλαγούν από τις ρυθμίσεις, τους ελέγχους, τους κανόνες διαφάνειας. Και το πέτυχαν. Κατάφεραν να κλειστούν σ’ ένα τόσο αδιαφανές καβούκι, ώστε ούτε οι ίδιοι δεν μπορούν να υπολογίσουν τις ζημιές της παρούσας κρίσης. Μπορούμε όμως, αν έχουμε και τους κατάλληλους κρατικούς χειρισμούς να την αντιμετωπίσουμε, κάνωντας χρήση της γνώσης που διαθέτουμε».
Σε μια συζήτηση καθηγητών στο Λονδίνο που προσπαθούσαν να ξεδιαλύνουν το τοπίο μετά την κρίση στην Αμερική, αναφέρθηκαν δύο ιδεολογικές επαναστάσεις που έλαβαν χώρα τα τελευταία 60 χρόνια:
·         Η πρώτη η κεϊνσιανή επανάσταση, ( Τζον Μέιναρντ Κέινς, φιλόσοφος της οικονομίας) το 1944, που οδήγησε στο μεταπολεμικό κοινωνικό μοντέλο: πλήρης απασχόληση, κράτος πρόνοιας, αναδιανομή εισοδήματος, εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων.
·         Η δεύτερη ήταν η Χαγεκιανή ( Φρίντριχ Χάγεκ)  ή Θατσερική επανάσταση, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70: το κράτος δεν είναι λύση αλλά το πρόβλημα, η ελεύθερη αγορά εξασφαλίζει ευημερία, μικρότερο κράτος, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση, αποθέωση του κέρδους, προβάδισμα του ατόμου απέναντι στην κοινωνία.
Έχουμε ζήσει αυτές τις ιδεολογίες και μάλιστα συχνά τις είδαμε να ανακατεύονται. Στις πρώτες μεταπολεμικές πχ δεκαετίες, οι συντηρητικοί κυβερνούσαν ως κεϊνσιανοί, αλλά και αργότερα οι εργατικοί ή σοσιαλδημοκράτες έγιναν θατσερικοί όταν κυβέρνησαν. Και ο συγγραφέας αναρωτιέται, αν το κραχ του 1929 και ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησαν στην κυριαρχία των ιδεών του Κέινς και στην απόλυτη αποδοχή – και από τη δεξιά- του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και αν οι κρίσεις της δεκαετίας του ΄70 οδήγησαν στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων ιδεών και στη θατσερική πολιτική, τώρα, αυτό το κραχ, σε τι ιδεολογική μετατόπιση θα οδηγήσει; Ο Μάρτιν Τζέικς καθηγητής στο LSE υποστηρίζει, ότι η κρίση των ενυπόθηκων δανείων και τα τοξικά παράγωγα, δεν ήταν η βαθύτερη αιτία που προκάλεσε τη συμφορά, αλλά ο καταλύτης. Μετατοπίζονται λέει οι τεκτονικές πλάκες της παγκόσμιας οικονομίας, μετατοπίζεται η παραγωγή ανατολικά. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη παραγωγική μηχανή του μέλλοντος. Οι οικονομίες της Δύσης συντηρούν το επίπεδο της ευημερίας τους χάρη στα δανεικά από την Κίνα. 

Τη δεκαετία του ΄70, που ήταν χρόνια σκληρής οικονομικής δοκιμασίας (ακόμη και η Μ. Βρετανία αναγκάστηκε να προσφύγει, ταπεινωμένη, στο ΔΝΤ ) για τον κόσμο της Δύσης, στο Ανατολικό μπλοκ, το σοβιετικό κοινωνικό συμβόλαιο παρουσίαζε σημάδια παρακμής. Όταν η κατάρρευσή του ολοκληρώθηκε το 1989, οι κυρίαρχοι κύκλοι της Δύσης, όντας μόνοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού στον κόσμο, δεν χρειάζονταν πλέον το κοινωνικό κράτος του Κέινς, που δεν απέδιδε κιόλα. Η θρησκεία των αγορών απέκτησε το οικουμενικό μονοπώλιο. Μέχρι το 2008.
Το 2008, το κράτος βοήθησε τις τράπεζες και τη βιομηχανία να ορθοποδήσουν, με τα χρήματα των φορολογουμένων πολιτών. (Τι έκαναν αυτές για να μη χάσουν τα σπίτια τους οι πολίτες;) Το διάλειμμα πανικού τελείωσε. Ο Κέινς μπήκε πάλι στο ντουλάπι. Οι αγορές ομολόγων υπαγόρευαν πολιτική στις κυβερνήσεις και οι πολίτες με τα χρήματα των οποίων σώθηκαν οι τράπεζες το 2008, θα έπρεπε από το 2009 να υποστούν περικοπές των άμεσων και έμμεσων εισοδημάτων τους, με πολιτικές λιτότητας, για να διασώσουν τα δημόσια ταμεία από τον κίνδυνο μιας χρεοκοπίας. Η φούσκα διογκώθηκε ακόμα περισσότερο.
Πριν μερικά χρόνια  όμως οι τράπεζες έδιναν τα ενυπόθηκα δάνεια τόσο εύκολα! Όσο πιο αναξιόπιστος ο δανειολήπτης τόσο πιο εύκολα έπαιρνε το δάνειο.

Γιατί;

 Η εξήγηση του μυστηρίου έχει ένα όνομα: «τιτλοποίηση»

Τον παλιό καλό καιρό, οι τράπεζες έκαναν μια βαρετή, συντηρητική δουλειά. Οι πιστώσεις και τα δάνεια στους επιχειρηματίες γράφονταν σ΄ένα βιβλίο και κοιμούνταν εκεί, μέχρι να εξοφληθούν. Ήταν ένας ασφαλής κόσμος. Μα ο κόσμος αυτός, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, άρχισε να αλλάζει ραγδαία.

Πρώτος σταθμός, η εφεύρεση των «τίτλων». Η δυνατότητα, δηλαδή, των τραπεζών να μετατρέπουν τα δάνεια που έδωσαν και τα έσοδα που προσδοκούσαν  από τους τόκους τους, καθώς και από κάθε άλλου είδους τραπεζική πράξη, ως και την έκδοση τραπεζικών καρτών, σε ένα εμπορεύσιμο προϊόν. Τα τραπεζικά προϊόντα βγήκαν από τον μεγάλο ύπνο στα λογιστικά βιβλία των τραπεζών και μετατράπηκαν σε τίτλους, δομημένα ομόλογα που περνούσαν από χέρι σε χέρι και πολλαπλασίαζαν τη ρευστότητα. Τα αγόραζαν και τα ξαναπουλούσαν, επένδυαν σε αυτά ή τα εμπορεύονταν χετζ φαντς, ασφαλιστικά ταμεία ή ασφαλιστικές εταιρίες. Οι τράπεζες από νεκροταφεία συντηρητικών στελεχών έγιναν εκτροφεία μιας επιθετικής αγέλης λύκων της αγοράς με μαθηματική ιδιοφυΐα.

Πράξη δεύτερη, η εφεύρεση του CDS

Το 1997, κάτι τζίνια της  J.P.Morgan ανακαλύπτουν για πρώτη φορά το τέλειο όπλο, το CDS. Το credit default swap – ασφάλιστρο έναντι του κινδύνου μη αποπληρωμής ενός δανείου. Το οποίο διακινείται ανεξάρτητα από το δάνειο το ίδιο. «Γυμνό». Σα να μπορώ να στοιχηματίσω στην πτώχευσή σου και να κερδίσω πολλά λεφτά αν πράγματι πτωχεύσεις. Σαν να μπορώ να ασφαλίσω το σπίτι σου έναντι πυρκαγιάς και να κερδίσω αν πάρει φωτιά ή το κάψω εγώ ο ίδιος. Μέσα σε λίγα χρόνια η αξία των νέων αυτών προϊόντων που κυκλοφορούσαν στην αγορά ξεπερνούσε τα 60 τρις δολάρια! Τα «στοιχήματα» χρεοκοπίας υπερέβαιναν κατά πολύ τις πραγματικές επενδεδυμένες αξίες. Η αγορά έπαιζε στο στοίχημα την καταστροφή της την ίδια!

 Οι τράπεζες με τα δομημένα ομόλογα έσβηναν από τα βιβλία τους τον κίνδυνο. 

Ωραίο κόλπο, ωραίο πλιάτσικο.Γι αυτό παρακαλούσαν να πάρει ο κόσμος στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια, πιστωτικές κάρτες κ.α. Και όσο πιο επισφαλές το δάνειο, τόσο πιο εύκολα το ενέκριναν!

Έχει και άλλα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στο βιβλίο, όπως ότι οι περίφημοι οίκοι αξιολόγησης χρηματοδοτούνται από τους ίδιους υποψηφίους που πηγαίνουν για να αξιολογηθούν!!!!! Κάτι σαν τις φαρμακοβιομηχανίες που χρηματοδοτούν τις  έρευνες για να καθοριστούν τα επίπεδα κάποιας αρρώστιας στα οποία χρειάζεται η λήψη φαρμάκου. 

Ακόμη, ο Τσίμας αναφέρεται ξεχωριστά σε κάθε χώρα που χτύπησε η κρίση μέχρι τώρα, Ισλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ελλάδα και παλιότερα Αργεντινή, Τουρκία κλπ.

Ένα ενημερωτικό βιβλίο, μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη-φυσικά δεν είναι η μόνη, και γι αυτό διαβάζουμε πολλές πηγές- κυρίως όμως πληροφοριακό υλικό που ο συγγραφέας του έχει μαζέψει από συνεντεύξεις που ο ίδιος πήρε από διάφορους επώνυμους ή απλούς πολίτες. Εγώ το δανείστηκα από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου.