Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

“Stoner” By John Williams



Stoner”
By John Williams

O William Stoner είναι ένα αγροτόπαιδο από ένα χωριό της Columbia. Γεννήθηκε το 1891 και μεγάλωσε στο χωριό του βοηθώντας τους αγρότες γονείς του. Ψηλός, αδύνατος με γυρτούς ώμους από τα λόγια που δεν είπε ποτέ, από τα καθήκοντα που δεν παρέλειψε. Βρέθηκε στο ομώνυμο πανεπιστήμιο της περιοχής να φοιτήσει στο νέο τμήμα το College of Agricalture. Εκεί σύντομα στράφηκε στο τμήμα της λογοτεχνίας κάτω από την περίεργη επιρροή ενός καθηγητή μεγάλης ηλικίας που μπορούσε να ειρωνευτεί όλους και να χλευάσει όλα. Με τη βοήθειά του παρόλα αυτά, ο Stoner βρέθηκε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο αντί να γυρίσει πίσω στο χωριό του.

Στο βιβλίο του John Williams  παρακολουθούμε την εξέλιξη της ζωής του Stoner από το 1910 που βρέθηκε εκεί ως πρωτοετής φοιτητής μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου σ’ ένα καταπληκτικό κλείσιμο λογοτεχνικού έργου: Είναι άρρωστος πια, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του καταφέρνει να πάρει στα χέρια του το βιβλίο του και

 “The fingers loosened, and the book they had held moved slowly and then swiftly across the still body and fell into the silence of the room.”



Ένα καταπληκτικό βιβλίο, ούτε μία λέξη δεν περισσεύει, για έναν άνθρωπο που δεν έκανε τίποτα συναρπαστικό στη ζωή του, τίποτα εξωφρενικό, τίποτα «ενδιαφέρον». Παρόλα αυτά ο John Williams έγραψε ένα αριστούργημα για αυτόν τον άνθρωπο.

Ένα βιβλίο από αυτά που δεν γίνονται best sellers, που κάποιος τα ανασύρει από το σωρό και το ανακαλύπτουμε και οι υπόλοιποι. Ένα βιβλίο κλασικό.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Η Βέρα



Αν και μεσημέρι έκανε αρκετό κρύο στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα. Φύσαγε ο Βαρδάρης και σε πάγωνε μέσα κι έξω. Θυμάμαι ότι είχα να διαβάσω Φυσική για την επόμενη μέρα και αυτό πάντα με άγχωνε. Δεν ξέρω αν έφταιγε η κυρία Ασημένια ή το μυαλό μου, πάντως την κυρία Ασημένια δεν την καταλάβαινε κανένα κορίτσι στο Τρίτο Θηλέων. Και να φανταστείς ότι ήμουν από τις καλύτερές της μαθήτριες. Την ημέρα όμως εκείνη το άγχος για τη Φυσική επισκίαζε κάτι άλλο.

Η υπέροχη μορφή του εκεί στο παράθυρο του περιπτέρου, καδραρισμένη. Ψηλός, μελαχρινός –έφερνε τα μαλλιά του ανάποδα για να καλύπτει μια πρώιμη φαλακρίτσα που εννοείται ότι εγώ τότε δεν είχα προσέξει. Όμορφος άντρας, έτσι τουλάχιστον τον έβλεπα εγώ. Τότε, στην εφηβεία μου, βουτηγμένη στη λογοτεχνία. Ερωτευμένη με τη δύναμη που εξέπεμπε, με το χαμόγελό του. Για χρόνια το είχα κρυμμένο στη φόδρα του πορτοφολιού μου. Όταν μια φορά μου κλέψανε την τσάντα, η κλέφτρα, γιατί σίγουρα γυναίκα ήταν, επέστρεψε την τσάντα άδεια με μόνο το φοιτητικό μου πάσο και ένα γραμματάκι πολύτιμο για μένα. Δε φαντάστηκε ότι στη φόδρα είχα την ακόμα πιο πολύτιμη φωτογραφία του. Με αυτό το χαμόγελο.

Ήρθε λοιπόν η υπέροχη μορφή του και με το χαμόγελο χαλασμένο-προσπαθούσε να το κάνει φωτεινό και χαρούμενο- μου λέει, « Να λοιπόν, αφού δεν με ήθελες και γω πήγα και παντρεύτηκα» και χώνει το χέρι του μπουνιά απ’ το παραθυράκι, ξεπαρθενεύοντας την ψυχή μου. Στο δάχτυλο γυάλιζε η βέρα, χρυσή χρυσή. 
Χρόνια πολλά μετά που παντρεύτηκα, δε φόρεσα ποτέ βέρα.
Χαμογέλασα παιδικά και ανέμελα, έτσι το ήθελε. Όταν μιλούσαμε τόσον καιρό, για χίλια δυο άσχετα πράγματα κάθε που έρχονταν ή έφευγε από τη δουλειά, πλάκα κάναμε. Στην τράπεζα αυτός, στο περίπτερο εγώ.
Πολύ σύντομα κατάλαβε ότι δεν παίζαμε. Δεν ήταν αστείο. Από την πρώτη μέρα άρχισε να με χαιρετάει κρυφά πια. Κάθε που σχόλαγε κι έφευγε με τον συνάδελφό του, σήκωνε το χέρι να φτιάξει δήθεν τα μαλλιά του και με χαιρετούσε. Εγώ τους έβλεπα από πίσω. Καθισμένη στην καρέκλα του περιπτέρου. Ένιωθα δυο φορές ορφανή όταν έφευγε. Δεν ήθελα να σκεφτώ που πάει. Για μένα η ζωή του άρχιζε και τέλειωνε σ’ αυτά τα εκατό μέτρα.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Κεφάλαιο 4 " Τα μούρα"






-Πες μας λοιπόν, τι ιστορίες ξέρεις να λες;
…………………………………………………………………
Σκέφτομαι: Ποιος είπε ότι ξέρω ιστορίες; Εγώ δεν έχω σταλιά φαντασία. Εγώ δεν πρόλαβα ποτέ στη ζωή μου να πω ιστορίες. Εγώ απλώς έζησα τη δική μου ιστορία. Δεν ξέρω γιατί την είχα. Δεν ξέρω γιατί την ακολούθησα. Δε βρήκα ποτέ το χρόνο να την αμφισβητήσω. Το θάρρος να την αλλάξω. Είχα πάντα καθήκοντα να κάνω. Πάντα τα έφερνα σε πέρας. Πάντα τα απολάμβανα, αν και κάτι μέσα μου χαμογελούσε περίεργα. Αυτό. Δεν του έδωσα ποτέ σημασία. Ήταν το σχιζοφρενικό μου, «αυτό», που ήθελε να κάνει το έξυπνο. Του έδινα μια σπρωξιά κι έφευγε. Στην άκρη. Όπου έφευγε, τέλος πάντων. Ιστορίες άλλες έβλεπα. Γύρω μου. Τη δική μου δεν την έβλεπα. Πώς να δεις τα μάτια σου;
Μια μέρα λοιπόν, η δική μου ιστορία , ξαφνικά, άλλαξε. Κάποια βασικά δεδομένα. Μα η αλλαγή είναι ζωή, η έλλειψή της τέλμα. Τίποτα.
Κάποια πρόσωπα έφυγαν από την ιστορία μου, κάποια σκηνικά άλλαξαν. Σε κάποιες στιγμές έφευγαν όλοι κι έμενα μόνη. Στη σκηνή. Τότε βρήκα αυτό που δε θυμόμουν να είχα ποτέ αρκετό. Χρόνο. Χα χα, χρόνο! Πάνω που τέλειωνε, τον βρήκα. Και μαζί ξαναήρθε το «αυτό». Οοοοπ  και παρουσιάστηκε.
-Τι; Ρώτησα.
- Τίποτα, άσε με.
- Τι τίποτα, που σαν τη μύγα μ’ ενοχλούσες μια ζωή. Που δεν είχα χρόνο σταλιά.
- Τώρα πια, τι να σου πω;
- Τώρα πια; Τι πάει να πει τώρα πια;
- Τώρα τελειώνει το παραμύθι.
- Ποιο παραμύθι τελειώνει;
- Άσε με σου λέω.
Ξαφνικά είδα ότι το περίεργο χαμόγελό του δεν υπήρχε. Ήταν μόνο εκείνες οι δύο γραμμές δεξιά κι αριστερά από το στόμα, που κάνουν το χαμόγελο σαν πόνο! Δεν μου άρεσε αυτό. Με τρόμαζε. Μύριζε λύπη. Όμως αυτή τη φορά μόνη στην άδεια σκηνή, δεν ήθελα να του δώσω μια να φύγει, όπου πήγαινε να πήγαινε. Ήθελα να είναι εκεί. Να το γνωρίσω. Να μου πει όσα δεν είχα χρόνο ν’ ακούσω μια ζωή. Έτσι ρώτησα.
-Λοιπόν;
- …………
- Πες μου.
- Θυμάσαι, τότε στο περίπτερο; Κάθε που έβρεχε; Όταν βράδιαζε και γυάλιζαν τα φώτα  στο πεζοδρόμιο; Το βρεγμένο;
- Ναι θυμάμαι. Έπαιρνα μια κούτα με τσιγάρα, την άνοιγα, αράδιαζα τα πακέτα στα ράφια, έσκιζα τα περίσσια κομμάτια, έκανα μια χαρτονένια σελίδα. Από τη μια, η μάρκα των τσιγάρων, συνήθως «Παλλάς» ή « Assos φίλτρο». Από την άλλη όμως; Λευκή. Μια ωραία λευκή κόλλα. Τέλεια, μια ακόμη ματιά στα φωτάκια στο πεζοδρόμιο και γέμιζε η κόλλα.
- Ναι.
- Τι;
- Δεν το συνέχισες.
- Όχι.
- Λυπάμαι.
- Εγώ δεν είμαι σίγουρη αν λυπάμαι, είπα.
…………………………………………………………………………………………………………………
Λοιπόν θα μας πεις μια ιστορία;
Ναι.
 Καμιά φορά, τα παλιά τα χρόνια όταν ήμουν ακόμα μικρή, με μαμά, μπαμπά, γιαγιά, αδερφή, θείους, θείες να κρατούν την αλυσίδα ασφαλείας της ζωής μου, με πήγαιναν στο χωριό. Εκεί ζούσε η γιαγιά με την αδερφή μου. Το σπίτι παλιό, τούρκικο. Πολύ όμορφο. Έφυγαν οι Τούρκοι, το έδωσαν στους πρόσφυγες. Εκεί μπήκε νύφη η γιαγιά. Δεκατεσσάρων χρόνων! Πρόσφυγας κι αυτή. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι. Κατέβαινε ο παππούς απ’ το βουνό, να η πρώτη κόρη, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη! Κατάρα, όλα θηλυκά. Όταν πολύ αργότερα εμένα με πήγαιναν στο χωριό, έπεφταν επάνω μου όλοι οι Τούρκοι που έζησαν εκεί, όλοι οι στρατιώτες που χτυπούσαν την πόρτα –σιέλ- μέσα στη νύχτα και ορμούσαν μετά να ψάχνουν, όλοι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι αυτού του σπιτιού, και με πλάκωναν. Κι έκλαιγα. Και ήθελα να φύγω. Να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, με τα πόδια. Έβγαινα στο μπαλκόνι που έπιανε όλη την πρόσοψη του σπιτιού και κοίταζα πέρα τους λόφους. Κάποιος μεγάλος μου είχε πει «Πίσω από κείνους τους λόφους είναι η Θεσσαλονίκη». Θα μπορούσα να περπατήσω άραγε;

Υπήρχε όμως κάτι που αποσπούσε το μυαλό μου από αυτόν τον προβληματισμό. 
Οι μουριές. 
Οι μαγικές! 
Μια που έκανε μαύρα μούρα και μια που έκανε άσπρα μούρα. 
Δεξιά κι αριστερά από τη σκάλα. Στη μέση του τεράστιου μπαλκονιού ήταν η σκάλα. Πέντε σκαλοπάτια και το τελευταίο πολύ φαρδύ. Όμορφη σκάλα. Όλο το σπίτι ήταν όμορφο. Κι ας μην είχε πάτωμα παρά «μαλέζι». Το μαλέζι το έπαιρναν από έναν λάκκο στον πάνω μαχαλά. Είχε το χρώμα της σοκολάτας γάλακτος. Το ανακάτευαν με νερό και μ’ ένα παλιό ύφασμα άλειβαν το πάτωμα που ήταν από πατημένο χώμα! Όταν αυτό στέγνωνε γυάλιζε και γινόταν πολύ όμορφο!
Όταν λοιπόν κατέβαινα τις σκάλες, μετά το κλάμα στο μπαλκόνι, έβρισκα πάντα ένα τεράστιο μαύρο μούρο στο τρίτο σκαλοπάτι από τα δεξιά και ένα τεράστιο άσπρο μούρο στο ίδιο σκαλοπάτι από τ’ αριστερά! Τεράστια μούρα. Ένα μαύρο, ένα άσπρο. Τα έπαιρνα με δέος στα χέρια μου.
 Έπιαναν όλη την παλάμη.

 Πόσο ήθελα να τα φάω! 

Αν όμως ήταν μαγεμένα; 

Αν τρώγοντάς τα ξεχνούσα τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, στη Θεσσαλονίκη; 

Κι έτσι δεν τα έτρωγα ποτέ!

-Λοιπόν;

-Αυτό. Αυτή ήταν η ιστορία μου.

-Και τι θέλει να πει;

-Τίποτα. Δεν ξέρω.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Χωρίς τίτλο





Στα είκοσι η Μαρία.
Στα ΄74 η Ελλάδα.
Εκρηκτικό μίγμα.
Άνοιγε την πόρτα του σπιτιού να φύγει και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν.
«Να προσέχεις, κούκλα μου», η μάνα.
«Τι να προσέχω ρε μάνα; Τ΄αυτοκίνητα;»
 Και γέλαγε με γέλιο καθαρό κρυστάλλινο.
Η Μαρία είχε ερωτευτεί.
 Τον Πάνο.
Τους φίλους του.
Το κόμμα του.
 Την Ελλάδα, την μετά τη δικτατορία. Μεταπολίτευση, λέξη με μυρωδιά κακή. Μετά τη δικτατορία. Του Παπαδόπουλου. Και των άλλων ήταν. Και των παράλλων, πέρα από τον ωκεανό.
Η Μαρία ερωτεύονταν όλα τα ωραία!
Τον Πάνο με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια.
Την όμορφη μέρα.
Την ωραία ιδέα.
Τη ζωή που ανέτειλε.
 Τη θάλασσα κι ας ήταν ο Θερμαϊκός.
 Τις ταβέρνες της παρέας κι ας ήταν το κρασί ξύδι.
 Τους επαναστάτες φίλους κι ας ξημεροβραδιάζονταν στην πρέφα.
Αλλά και στους αγώνες.
Τότε που κάνανε αλυσίδες, τότε που δίνανε τα χέρια. Η Μαρία απογειωνόταν. Τίποτα δεν την τρόμαζε.
Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Η μάνα φοβόταν.
Ήξερε αυτή.
Και τις εξορίες και τους θανάτους τους ήξερε.
Κι από πρώτο κι από δεύτερο χέρι.
 Όταν έλεγε να προσέχεις, αυτά εννοούσε.
Και η Μαρία νόμιζε για τ’ αγόρια πως της έλεγε.
 Όμως η Μαρία ήταν στα είκοσι κι η Ελλάδα στα 1974.
Στο Πανεπιστήμιο δεν είχε ζήσει τα προηγούμενα.
 Μόνο κάτι μήνες. Ο τύπος που έστεκε στην πόρτα της σχολής, «Κάπου σε ξέρω κοπελιά εσένα» της είπε. Πάλι δεν κατάλαβε. Άστραψε ένα χαμόγελο και απομακρύνθηκε. Εξ άλλου είχε μάθημα. Την επόμενη μέρα όμως την ώρα που την ξανασταμάτησε ο ίδιος τύπος στο ίδιο σημείο, τον θυμήθηκε. Ήταν ο τύπος που συναντούσε συχνά στην είσοδο του πέμπτου Αστυνομικού τμήματος δίπλα ακριβώς στην είσοδό τους. Διπλανή πολυκατοικία. « Άκου, για το καλό σου στο λέω. Μην ανακατευτείς με τα πολιτικά. Δεν πρόκειται να τελειώσεις ποτέ τη σχολή. Αλήθεια στο λέω. Έχω δει εγώ εδώ πολλούς τέτοιους φοιτητές. Και κάτι ακόμα. Κοίταξε να παντρευτείς πριν διοριστείς γιατί οι δασκάλες εκεί που πάνε στα χωριά, μένουν γεροντοκόρες». Να ξερε πού μίλαγε!! Η Μαρία έλεγε μέσα της: Μαλάκα χαφιέ, εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο θα δεις. Εξ άλλου το σύνθημά μας είναι «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα».
Ένα πρωί της μεταπολίτευσης, έβαλε το τζιν με το άσπρο μακό κλασσικά και πήρε την κατηφόρα από τα κάστρα προς το κέντρο. Στα γραφεία θα έβρισκε τα παιδιά. Έφτασε και είδε μια αναστάτωση περίεργη. Οι φασίστες έρχονται προς τα δω.

 «Έκαναν παρέλαση προς το σημείο που θα συναντιούνταν αλλάζοντας όμως πορεία για να περάσουν έξω από τα κεντρικά τα δικά μας. Καθίσαμε λοιπόν στην είσοδο της στοάς από την μεριά της Εγνατίας. Σε λίγο μια μονάδα της αστυνομίας παρατάχτηκε μπροστά μας κλείνοντας έτσι την κίνηση στην κεντρική οδό. Δεν ένοιωθες και σιγουριά με την αστυνομία! Σε λίγο ακούστηκαν τα συνθήματά τους που γδέρναν τα αυτιά. Εμείς εκεί. Η αστυνομία επίσης εκεί. Οι άλλοι παρακεί. Άρχισαν να φωνάζουν για σαπούνια και λοιπά. Συνέχισαν με το πέταγμα κονταριών προς το μέρος μας που έκαναν γκελ πάνω από τη δύναμη της αστυνομίας. Κάποιος από μας άρχισε τον εθνικό ύμνο. Όλοι μαζί. Αυτό τους εξαγρίωσε ακόμα πιο πολύ. Η πατρίδα ήταν δική τους. Ο εμφύλιος δούλευε καλά. Κονσερβοκούτια και τα σχετικά. Η αστυνομία κάτι τους είπε και συνέχισαν την πορεία τους και γω πήρα ανάσα. Βγάζοντάς την όμως ένοιωσα μια άλλη στο λαιμό μου. Γυρίζω και αυτό που είδα ήταν δυο φωτιές γεμάτες μίσος. Βουβό μίσος. Μαύρα μάτια. Κίτρινο μίσος. Δίπλα μου μια φωνή είπε « Μα καλά γιατί βαράτε;» Ένα κλομπ κατέβηκε με δύναμη και μόλις πρόλαβα να δω ένα γαλάζιο βλέμμα να σβήνει. Στην παραδιπλανή πολυκατοικία μπήκα ακολουθώντας κάποια πόδια. Μαύρο παντελόνι. Ανεβήκαμε στον τρίτο και τελευταίο όροφο. Μόνο ανάσες. Εικοσάχρονες. Μια πόρτα στον κάτω όροφο άνοιξε, κατεβήκαμε όλοι μαζί. Η κυρία στην πόρτα δε μίλησε. Άνοιξε ακόμα πιο πολύ την πόρτα της και πήγε στην άκρη « Ως πότε παιδιά μου, ως πότε;» Μπήκαμε στο ξένο σπίτι και από τις τρύπες στα στόρια βλέπαμε κάτω τη μεταπολίτευση στη μέση της Εγνατίας να εξελίσσεται. Άγρια. Κοντάρια από ελληνικές σημαίες, από κόκκινες και κλομπς. Μόνο ήχοι. Όχι αρθρωμένες κουβέντες. Βρισιές έστω. Όχι. Πάνω από ώρα παρακολουθούσαμε. Μόνο με τις ανάσες. Μετά ένα πράσινο τζάκετ με πήρε αγκαζέ. Η πόρτα άνοιξε. Δεύτερος όροφος, πρώτος, ισόγειο, έξω. Στη σκηνή. Το χέρι ανέβηκε στον ώμο. Μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Προχωρήσαμε στο πεζοδρόμιο δύο τετράγωνα και στο επόμενο στενό με σπρώχνει « Τρέχα συντρόφισσα».
Δεν είδα ποτέ το πρόσωπό του. Μόνο την ανάσα του άκουγα και το τρέχα συντρόφισσα.
Την άλλη μέρα ψάχναμε στα νοσοκομεία τον ξανθό φοιτητή με τα γαλάζια μάτια. Τον βρήκαμε. Ήταν ο Χρήστος. Δεν πήρε απάντηση στην απορία του.  Κάποιες ζαλάδες μόνο. Για μια ζωή ».
 Ο Χρήστος ήταν είκοσι χρονών.

Την επόμενη μέρα η Μαρία με το άσπρο μακό κατηφόριζε για τη διαδήλωση συμπαράστασης στη Χιλή. Ένας χρόνος από το πραξικόπημα του Πινοσέτ και το θάνατο του Αλιέντε.

 Κάποιος περαστικός θαύμασε  « Παιδί μου, τώρα γεννήθηκες;» 

Χαμογέλασε και έτρεξε να προλάβει.

Ήταν είκοσι χρονών.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Βαρύς άνθρωπος




Κάθε πρωί σηκωνόταν με βαριά καρδιά ο Σωτήρης.
 Κάθε πρωί. 
Τι τον έτρωγε κανένας δεν ήξερε. 
«Είναι βαρύς τύπος».
 Έτσι τέλειωνε το μυστήριο για τις μουτράκλες του.

 Δύο μέτρα άντρας, ο Σωτήρης. Από μικρός δε γέλαγε πολύ. Σπάνια ακόμα χαμογελούσε. Όμορφος άντρας. Σλάβικα χαρακτηριστικά. Φαρδύ πρόσωπο. Καστανά μάτια, λυπημένα. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε το λόγο. Δεν ήξερε γενικά πολλά πολλά . Δεν είχε και φίλους. Μόνο κάτι σαν κι αυτόν, που ποτέ δεν μίλαγαν για συναισθήματα κι αυτοί. Στο καφενείο αντάμωναν σχεδόν κάθε απόγευμα, ανάλογα με την εποχή βέβαια, και έπιναν καφέ.
 Ελληνικό, βαρύ γλυκό ο Σωτήρης.
 Στο χωριό έμενε, όμως δεν ήταν χωριάτης.
 Ήξερε από τη ζωή της πόλης. 
Ούτε φτωχός ήταν.
 Όχι πλούσιος.
 Αγρότης, δουλευταράς ήταν.
 Το γυμνάσιο το είχε βγάλει κουτσά στραβά. Δεν του άρεσε να σκοτίζει το μυαλό του με τους χρόνους και τα αρχαία ελληνικά. Ούτε τα νέα ελληνικά δεν του άρεσαν. Ούτε τα μαθηματικά και τ’ άλλα. Γενικά δεν του άρεσε το κλίμα στο σχολείο. Προτιμούσε να ιδρώνει κάτω από τον ήλιο στο χωράφι ή πάνω στο τρακτέρ, αλλά να μην έχει κανέναν πάνω από το κεφάλι του.

Αυτό το πρωί όμως σηκώθηκε πολύ χαρούμενος.
 Ήταν Σάββατο και είχε πάρει την απόφασή του.
 Με το που θα γύριζε στο χωριό η Κατερίνα θα έβρισκε τρόπο να την πλησιάσει και να της πει τέλος πάντων ότι, ότι την αγαπάει και θέλει να την παντρευτεί μόλις τελειώσει τις σπουδές της. Το σκέφτονταν εδώ και λίγο καιρό, τώρα. Αυτός ήταν ο λόγος που όλοι σχεδόν του έλεγαν πως είχε αλλάξει τελευταία.
Έκανε την καθημερινή του ρουτίνα και κατά το μεσημεράκι κάθησε στο τραπέζι με τη μάνα του να φάνε.
 Γεμιστά.
 Δεν θα το ξέχναγε ποτέ.
 Το κάθε τι εκείνης της μέρας το θυμόταν ως τα γεράματά του.
 Και τον ήλιο που ξαφνικά κρύφτηκε και το «Λες να βρέξει;» της μάνας του, και τον κόκκορα που φώναξε μες το μεσημέρι, και αυτόν με τα πιθάρια που φώναζε απ’ έξω από το σπίτι τους την ώρα που έκοβε την πιπεριά και το χαρούμενο βλέμμα της μάνας του που σα να βλεπε κάτι να φωτίζει το όμορφο πρόσωπο του γιου της του μονάκριβου, μετά τον άδικο χαμό του άντρα της πολλά πολλά χρόνια πριν.

Μετά πήγε στην πλατεία κάθισε στην αγαπημένη του θέση και περίμενε.

 Ο πλάτανος ήταν πολύ παλιός και η σκιά του μοναδική. 

Ο βαρύς γλυκός ήρθε χωρίς λόγια. 

Το νερό παγωμένο.

 Η χαρά του πρωτόγνωρη. 

Πρώτη φορά χαίρονταν έτσι στη ζωή του.
 Κάρφωσε το βλέμμα στο νερό απέναντι που έτρεχε από το στόμα του λιονταριού και για πρώτη φορά στη ζωή του άφησε τη φαντασία του ελεύθερη να κάνει όνειρα. Οι εικόνες είχαν μέσα και μωρά και έρωτα και νύχτες και μέρες.
 Όταν κοίταξε το μεγάλο ρολόι στο απέναντι καφενείο είδε ότι είχε επιτέλους φτάσει η ώρα που θα την έβλεπε να κατεβαίνει από το λεωφορείο, να του χαμογελάει με τα πονηρά της μαύρα μάτια και να παίρνει το δρομάκι απέναντι για το σπίτι της. Στην άλλη μεριά από το δικό του. Αυτός όμως είχε κανονίσει να τη συναντήσει το βραδάκι όταν θα έβγαινε βόλτα να πάει στη φίλη της που δεν είχε βγάλει τις δικές της μονάδες στις πανελλήνιες.
Νάτο το λεωφορείο, άκουγε τη μηχανή του να ανεβαίνει λαχανιάζοντας. 
Σταμάτησε όπως πάντα δίπλα στο καφενείο.
 Κατέβηκαν δυο χωριανοί. 
Η πόρτα έκλεισε. 
Ταράχτηκε ο Σωτήρης.
 Τι έγινε;
 Το Κατερινάκι έρχεται κάθε Σάββατο στο χωριό.
 Ελπίζω να μη βρήκε κανένα συμφοιτητή της εκεί στη πόλη. 
Αχ και δεν της μίλαγε από το προηγούμενο Σάββατο!
 Αχ.
Τράβηξε για το σπίτι και για πρώτη φορά αποφάσισε να ξαπλώσει τέτοια ώρα.
 Για πρώτη φορά.
 Γιατί όλες οι κακές σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του.
Ξάπλωσε στο σαλόνι μιας και η μάνα του έλειπε και άνοιξε την τηλεόραση, στο τοπικό κανάλι ως συνήθως. Θυμόταν την είδηση μισή όπως την άκουσε για μια διάρρηξη με φόνο και για το άτυχο το θύμα.
 Τον πήρε ο ύπνος και τον ξύπνησαν οι φωνές της μάνας του απ’ έξω από το σπίτι που μιλούσε με τη γειτόνισσα.
 « Μα τι λες βρε Ματίνα;» , « Όφου, όφου! Αλίμονο στη μάνα της.» ,« Το  κακό που βρήκε το χωριό μας. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια, εδώ.» , « Το καημένο το Κατερινιώ μας».

Ο Σωτήρης δε μίλησε ποτέ σε κανέναν.

Ούτε όμως και ξαναχαμογέλασε ποτέ σε κανέναν. 

Βαρύς άνθρωπος.