Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

Η Τριλογία των Επαναστάσεων

του John Banville

    


v  Το πρώτο μυθιστόρημα στην τριλογία είναι «Ο Ντόκτορ Κοπέρνικος» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1976.

Στην αρχή διαβάζουμε τη μυθιστορηματική ζωή του Καθολικού ιερέα Νικολάου Κοπέρνικου, που μεγάλωσε υπό την κηδεμονία του επισκόπου θείου του, καθώς οι γονείς του πέθαναν νωρίς.

Παρά το γεγονός ότι ο θείος του ήθελε να τον κάνει επίσκοπο, κάπως αργά ο Νικόλαος Κοπέρνικος στράφηκε προς την αγάπη του για τον έναστρο ουρανό.

Βασισμένη σε ιστορικά στοιχεία, η αφήγηση του Μπάνβιλ μας μεταφέρει στην Πρωσία του τέλους του 15ου  και των αρχών του 16ου αιώνα, όταν ο μαθηματικός, αστρονόμος και ιερέας προσπαθούσε αφενός να επιβιώσει οικονομικά και αφετέρου να αφιερωθεί σε αυτό που τον ενδιέφερε, την αστρονομία.

Απέφευγε να δημοσιεύσει τη θεωρία του, μέχρι το τέλος της ζωής του, ίσως γιατί δίσταζε να βρεθεί αντιμέτωπος με την επικρατούσα από τον 2ο αιώνα αντίληψη του Πτολεμαίου σύμφωνα με την οποία το κέντρο του σύμπαντος ήταν η γη και ο ήλιος και όλοι οι πλανήτες γύριζαν γύρω από αυτήν.

Χωρίς να γνωρίζει το ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου από τον  3ο αιώνα π. Χ., το ξαναανακάλυψε.

 Δεν δημοσίευσε όμως ποτέ ο ίδιος το έργο του αλλά κάτω από την πίεση του βοηθού του, Ρέτικους τυπώθηκε η περίφημη εργασία του και το βιβλίο του τοποθετήθηκε στο νεκροκρέβατό του, λίγο πριν πεθάνει.

Παρεμβάλλονται γράμματα από τα πρόσωπα του βιβλίου προς διάφορους αποδέκτες και ο Μπάνβιλ συνεχίζει με αυτόν τον ευφάνταστο τρόπο, μέσω των γραμμάτων, τη διήγηση της ιστορίας του.

Ή αλλού αναλαμβάνει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση ο Ρέτικους, ο βοηθός του, να διηγηθεί από τη δική του πλευρά τις προσπάθειές του να πείσει τον δάσκαλό του να δημοσιεύσει το έργο του.

 

 

v  Πέντε χρόνια αργότερα, το 1981, ο Μπάνβιλ δημοσιεύει ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτήν τη φορά για τον Κέπλερ.

Με αυτό μας ταξιδεύει στην Πράγα του 17ου αιώνα και σε κάποιες άλλες γερμανικές πόλεις της εποχής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Αφηγείται με τρόπο συναρπαστικό τη ζωή του άλλου μεγάλου αστρονόμου, του Γερμανού Γιοχάνες Κέπλερ, ο οποίος βασιζόμενος στη θεωρία του Κοπέρνικου ανακάλυψε τους δικούς του νόμους του σύμπαντος και έτσι οδηγήθηκε η ανθρώπινη γνώση στην Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και συνεπώς στη σύγχρονη εποχή.

Πολυτάραχη ζωή ενός ανήσυχου πνεύματος, οπαδού του Λουθηρανισμού, πράγμα το οποίο κάνει τη ζωή του ακόμα πιο δύσκολη με εξορίες από τη μια πόλη στην άλλη. Διαβάζεις και ζεις στην εποχή της διαμάχης της Καθολικής εκκλησίας με τη Λουθηρανική πίστη, στην κεντρική Ευρώπη του 17ου αιώνα παράλληλα με τη ζωή του μεγάλου αστρονόμου.

Ο ίδιος δεν παραδέχεται την αστρολογία, όμως συχνά αναγκάστηκε να δημιουργήσει αστρολογικούς χάρτες για αυτοκράτορες στην αυλή των οποίων φιλοξενούνταν, αρχικά ως βοηθός του μεγάλου Δανού αστρονόμου Τύχο Μπράχε.

 Ο Μπράχε είχε την εύνοια και των Δανών βασιλέων οι οποίοι του παραχώρησαν ένα ολόκληρο νησί όπου μπόρεσε να στήσει ένα υπερσύγχρονο για την εποχή παρατηρητήριο του ουρανού και συνεπώς είχε μαζέψει πολλά και σημαντικά ευρήματα. Μετά τον θάνατό του, έγινε ο Κέπλερ ο αστρονόμος του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για ένα διάστημα, από όπου τελικά διώχτηκε, λόγω της Λουθηρανικής πίστης του, από τον επόμενο Αυτοκράτορα.

 Χρησιμοποίησε τις σημειώσεις του Τύχο Μπράχε για να ολοκληρώσει τους Νόμους του.

Την ίδια εποχή παρατηρούσε τους ουρανούς και ο Γαλιλαίος με ένα βελτιωμένο τηλεσκόπιο που εφηύρε ο ίδιος και ο οποίος, όμως αρνιόταν να επικοινωνήσει με τον Κέπλερ.


  

v  Το τρίτο μέρος της Τριλογίας έχει τίτλο Το γράμμα του Νεύτωνα. Είναι μια νουβέλα που δημοσιεύεται το 1982, ένα χρόνο μετά τον «Κέπλερ».

Το βιβλίο αφορά στην περιπέτεια ενός φιλόδοξου βιογράφου του Νεύτωνα, ο οποίος θέλει να γράψει μια μελέτη πάνω σε ένα σκοτεινό γράμμα που έγραψε ο Νεύτων στον John Lock, το 1693.

Νοικιάζει ένα σπίτι στην εξοχή και εκεί εμπλέκεται σε μια ιστορία με δύο γυναίκες και έναν άντρα.

Το παράξενο είναι ότι οι τρεις αυτοί  χαρακτήρες του έργου του Τζων Μπάνβιλ έχουν κοινά όχι μόνο τα ονόματά τους αλλά και άλλα στοιχεία τους με τους ήρωες, του πιο σημαντικού έργου για πολλούς, του Γκαίτε στο μυθιστόρημά του Elective affinities  του 1809. O όρος Elective affinities, αποτελούσε επιστημονικό όρο που κάποτε χρησιμοποιούσαν ο Νεύτων και άλλοι επιστήμονες της εποχής του.

 

 

v  Αργότερα ακολούθησε ένα τέταρτο βιβλίο , με τίτλο Mefisto, όπου ο Μπάνβιλ δούλεψε πάνω στο θέμα του Φάουστ και έτσι μετέτρεψε την τριλογία του σε τετραλογία. Αυτό όμως το μέρος δεν συμπεριλαμβάνεται στο παρόν βιβλίο.

 

v  Ο Τζων Μπάνβιλ  είπε, ότι αν κάποιος θέλει να δει το έργο του δεν έχει παρά να δει αυτή την τετραλογία, όλα όσα είχε να πει, είναι εκεί.

 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Σημειώσεις από τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου του Arthur Koestler, «Οι Υπνοβάτες»

 

Πυθαγόρας - Κοπέρνικος - Κέπλερ - Γαλιλαίος - Νεύτωνας



Ανέτρεξα στο παραπάνω βιβλίο με αφορμή μια σημείωση στο βιβλίο του John Banville, « Η Τριλογία των Επαναστάσεων», όπου ο συγγραφέας του αναφέρει ότι χρησιμοποίησε πολλά στοιχεία από το συγκεκριμένο βιβλίο του Καίσλερ.

 Αφού διάβασα το μυθιστόρημα του Μπάνβιλ, το οποίο αφορά στον Κοπέρνικο, τον Κέπλερ και τον Νεύτωνα, μου δημιουργήθηκε η περιέργεια να μάθω για την ιστορία της επιστήμης πριν από τον 17ο αιώνα και τον Κοπέρνικο. Την εκπλήρωσα διαβάζοντας τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου του Καίσλερ.

Έτσι θεώρησα καλό, πριν παρουσιάσω το βιβλίο του Μπάνβιλ, να αναφερθώ σε ορισμένα σημεία της ιστορίας της επιστημονικής γνώσης, πριν τον Κοπέρνικο, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για την Επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα.

 

Ιδού κάποιες σημειώσεις:

 

Πριν από περίπου 6.000 χρόνια οι Χαλδαίοι ιερείς μελετούσαν όρθιοι στους πύργους τους τα άστρα και περιέγραφαν τις κινήσεις τους σε χάρτες και σε πινακίδες. Σώζονται πήλινες πινακίδες από το 3.800 π.Χ.

Για τους Βαβυλώνιους, τους Αιγύπτιους και τους Εβραίους ο κόσμος επέπλεε σε νερό και στηριζόταν στο σταθερό στερέωμα.

Μετά έρχονται στο προσκήνιο οι Έλληνες. Στην εποχή του Ομήρου συνέχισαν στα ίδια χνάρια, και φαντάζονταν τη γη σαν έναν δίσκο που επέπλεε  πάνω στον Ωκεανό, ο οποίος την έζωνε.

 

Ο 6ος όμως π.Χ. αιώνας, ο θαυμαστός εκείνος αιώνας του Βούδα, του Κομφούκιου, των ελλήνων φιλοσόφων της Ιωνίας και του Πυθαγόρα αποτέλεσε μια αποφασιστική καμπή στην ανθρώπινη πολιτισμική ιστορία.

 Στην Ιωνική σχολή αναδύεται η λογική σκέψη.

 Ο θαλής ο Μιλήσιος εισήγαγε την αφηρημένη γεωμετρία στην Ελλάδα και πρόβλεψε μια ηλιακή έκλειψη. Μπορεί να πίστευε και αυτός, ότι η γη είναι ένας στρογγυλός δίσκος που επιπλέει πάνω στο νερό, αλλά έθεσε ένα νέο ερώτημα:

 Από τι είναι φτιαγμένος αυτός ο δίσκος, ο κόσμος ολόκληρος;

Δόθηκαν απαντήσεις από όλους τους Ίωνες φιλοσόφους,  Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης αλλά και από τους φιλοσόφους των ελληνικών πόλεων της Νότιας Ιταλίας.

  Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο οποίος μετοίκησε στην κάτω Ιταλία, επηρέασε με τις ιδέες του τη μοίρα του ανθρώπινου γένους όσο κανείς πριν από αυτόν. Ίδρυσε μια θρησκευτική φιλοσοφία και θεμελίωσε την επιστήμη με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα.

 

Από τα τέλη όμως του 6ου  π.Χ. αιώνα επικράτησε η άποψη ότι η γη είναι μια σφαίρα που αιωρείται ελεύθερη στον αέρα.

Ο Ηρόδοτος αναφέρει τη φήμη, ότι οι άνθρωποι του Βορρά κοιμούνταν έξι μήνες, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιες από τις συνέπειες της σφαιρικότητας της γης είχαν γίνει αντιληπτές.

 

Το δεύτερο επαναστατικό βήμα το έκανε ο Φιλόλαος, ο μαθητής του Πυθαγόρα, ο οποίος υποστήριξε ότι η γη είναι μία σφαίρα που κινείται.

 

Η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη έγινε από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό, ό οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ., μαθητής του Πλάτωνα και ίσως και του Αριστοτέλη . Αυτός πήρε σαν δεδομένη την περιστροφή της γης γύρω από τον εαυτό της και προχώρησε ως τα μισά του δρόμου  προς την σύγχρονη αντίληψη του ηλιακού συστήματος και ίσως παραπάνω, υποστηρίζοντας ότι δύο από τους 5 γνωστούς πλανήτες γύριζαν γύρω από τον ήλιο, κάτι το οποίο ήταν πολύ παράδοξο για μια εποχή που όλοι πίστευαν ότι η γη ήταν το κέντρο του κόσμου και ο ήλιος και οι πλανήτες γύριζαν γύρω από αυτήν.

Ο Αρίσταρχος, ο τελευταίος από τους Πυθαγόριους αστρονόμους, κατάγονταν από τη Σάμο όπως και ο δάσκαλός  του  και λέγεται ότι γεννήθηκε τη χρονιά που πέθανε ο Ηρακλείδης, το 310 π.Χ., δηλαδή 2000 χρόνια πριν από την ανακάλυψη του τηλεσκοπίου.

 Στην πραγματεία του, που έχει χαθεί, σώθηκαν όμως ευτυχώς μαρτυρίες , υποστηρίζει ότι ο ήλιος και όχι η γη είναι το κέντρο του κόσμου και γύρω από αυτόν περιστρέφονται όλοι οι πλανήτες.

Αυτό το κορυφαίο επίτευγμα που θα ανακάλυπτε εκ νέου ο Κοπέρνικος μετά από 17 ολόκληρους αιώνες!

 

 

Πλάτων και Αριστοτέλης

Η αντίληψη αυτή της ανθρώπινη γνώσης σχετικά με το ηλιοκεντρικό σύστημα  ξεχνιέται για πολλούς αιώνες.

Στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, της επιστήμης και της πολιτισμικής παρακμής του Μεσαίωνα, βρίσκονται ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης.

Ο Πλάτων θεωρούσε ανάξιο λόγου να ασχολείται κανείς με τα πράγματα του φυσικού κόσμου, γιατί ο αληθινός κόσμος ήταν ο κόσμος των ιδεών.

 Η βασιλεία του κράτησε μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα μέσω του Νεοπλατωνισμού, οπότε αναστήθηκε η φιλοσοφία του Αριστοτέλη.

Ο Πλάτωνας, ο μυστικιστής, ο  αόριστος και διφορούμενος, περιφρονούσε τις φυσικές Επιστήμες.

 Φοβάται την αλλαγή και περιφρονεί κάθε έννοια εξέλιξης.

 Αυτές οι ιδέες πλανώνται σε όλο τον μεσαίωνα μαζί με την επιθυμία που προκύπτει από αυτές, για έναν κόσμο σταθερό και αιώνιας τελειότητας.

Κάποια συμπεράσματά του για το σύμπαν είναι: το σχήμα του κόσμου είναι σφαιρικό και όλες οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων γράφουν τέλειους κύκλους με ομοιόμορφη ταχύτητα.  Με αυτήν την άποψη ο Πλάτωνας άφησε μια κατάρα στην αστρονομία που θα την βάραινε μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, οπότε ο Κέπλερ θα αποδείκνυε ότι οι πλανήτες κινούνται σε ωοειδείς και όχι σε κυκλικές τροχιές.

 

Ο Αριστοτέλης, ο λογικός, ο διαλεκτικός και ηθικολόγος, ο ακριβολόγος και σχολαστικός, ο βιολόγος, μελετάει τη φύση και θέλει να βρει τον σκοπό πίσω από κάθε τι, ζωντανό ή όχι.

Ξανάκανε τη γη το κέντρο του κόσμου και της στέρησε κάθε κίνηση.

 Η ακίνητη γη περιβάλλονταν από εννέα διάφανες σφαίρες, η μία μέσα στην άλλη. Στην κεντρική σφαίρα η σελήνη και κάτω από αυτή, στην ίδια σφαίρα,  η γη. Σε αυτήν και μόνο, γίνονταν αλλαγές σε όντα και πράγματα, όλο το άλλο στερέωμα ήταν ακίνητο και αμετάβλητο. Έξω από την τελευταία σφαίρα βρίσκονταν η Πρώτη Κινούσα Δύναμη (ο Θεός;) που έκανε όλον αυτόν τον μηχανισμό να γυρίζει.

Αυτό το σχήμα της σταθερότητας σου σύμπαντος εξελίχτηκε στο βασικό δόγμα της Μεσαιωνικής κοσμολογίας.

Έδινε στον τρομαγμένο κόσμο του Μεσαίωνα μια γαλήνη και σταθερότητα σχετικά με τον κοσμικό οικοδόμημα.

Αυτή η αντίληψη του κλειστού, περιτειχισμένου κόσμου επικράτησε 1500 περίπου χρόνια.

 Ο Αριστοτέλης ακινητοποίησε την αστρονομία, είπαν κάποιοι.

 

Τέσσερις αιώνες  μετά τον Αρίσταρχο, τον 2ο αιώνα μετά τη γέννηση του Χριστού, έδρασε ο Πτολεμαίος ο Αλεξανδρεύς, ο οποίος ξανάβαλε τη γη στο κέντρο του κόσμου.

Ήταν ο τελευταίος μεγάλος αστρονόμος και το γεωκεντρικό του σύστημα διατηρήθηκε 1.500 χρόνια (!) μέχρι τον Κοπέρνικο, τον 17ο αιώνα.

Μετά τον Αριστοτέλη η  αστρονομία μετατράπηκε σε μια αφηρημένη γεωμετρία των ουρανών και δεν ενδιαφέρονταν πλέον για τη φυσική πραγματικότητα, γιατί εθεωρείτο ότι τα ουράνια σώματα,  θεϊκά από τη φύση τους, υπακούουν σε διαφορετικούς από τους γήινους νόμους.

          Έτσι δημιουργήθηκε μια σχιζοφρενική κατάσταση στο μυαλό των ανθρώπων αλλά και των αστρονόμων οι οποίοι αρνιόνταν και παράλληλα βεβαίωναν το ηλιοκεντρικό σύστημα!

Αυτό που ενδιέφερε κυρίως τον Πτολεμαίο ήταν να αποδειχτεί ότι όλα τα ουράνια φαινόμενα προκαλούνταν από ομοιόμορφες κυκλικές κινήσεις!

 

Ο Νεοπλατωνισμός και βέβαια ο Χριστιανισμός συνέχισαν στον δρόμο αυτόν του διαχωρισμού επιστήμης και θεολογίας, με κύριο εκπρόσωπο τον Άγιο Αυγουστίνο, (354 μ.Χ. – 430 μ.Χ.) στο πρόσωπο του οποίου βρήκε η Δυτική εκκλησία  το μεγαλύτερο πνεύμα της, και ο οποίος καθόρισε την πορεία της γνώσης στην Ευρώπη για αιώνες:

 «Η μόνη επιθυμητή γνώση είναι η γνώση του Θεού και της ψυχής και η έρευνα του βασιλείου της Φύσης δεν προσφέρει κανένα απολύτως κέρδος».

 

Παρόλα αυτά υπήρχαν πάντοτε αυτοί οι οποίοι υποστήριζαν, χωρίς να το διαλαλούν, το ηλιοκεντρικό σύστημα.

          Ο Μεσαίωνας, των εξαθλιωμένων μαζών, των συνεχόμενων  πολέμων, του τρόμου των θανατηφόρων ασθενειών, του αδιάκοπου φόβου της Συντέλειας του κόσμου, της αμαρτίας της σάρκας και της καταδίκης της επιθυμίας για γνώση, δημιουργούσε στον άνθρωπο  τη λαχτάρα  για σταθερότητα και γαλήνη. Όμως η μεσαιωνική σκέψη διχάστηκε, το ίδιο και η κοινωνική συμπεριφορά.

Από τη μια μεριά έχουμε μοναχούς να σχεδιάζουν χάρτες παρουσιάζοντας τη γη ορθογώνια ή ωοειδή και από την άλλη κυκλοφορούσαν χάρτες εκπληκτικής ακρίβειας για τους ναυτικούς της Μεσογείου.

Αφενός ο  Ωριγένης που κόβει τα απόκρυφα μέλη του «για τη δόξα του Θεού», και ο Πλωτίνος με τη ρήση του, «στη σκέψη του σώματός μου κοκκινίζω», και αφετέρου  το καταπιεζόμενο ανθρώπινο ήμισυ που κατέφυγε σε ακρότητες χυδαιότητας και προστυχιάς.

Έτσι αποκόπηκε η θεολογία του Μεσαίωνα από τη Φύση και η πίστη από τη Λογική.

 

Ο Νεοπλατωνισμός, που εισήγαγε στον Χριστιανισμό ο Άγιος Αυγουστίνος επικράτησε από τον 5ο μέχρι τον 12ο αιώνα.

Από τον 12ο μέχρι τον 16ο ήρθε η σειρά του Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν άγνωστος μέχρι τότε.

Οι επιστήμες τα πρώτα 600 χρόνια του Χριστιανισμού ήταν παγωμένες και ανύπαρκτες. Μέχρι τις μεταφράσεις του Αριστοτέλη και των άλλων Ελλήνων επιστημόνων από τους Άραβες μουσουλμάνους, που τα έκαναν γνωστά στην Ευρώπη.

Έχοντας ξαναβρεί τον Ευκλείδη, τον Αριστοτέλη, τον Αρχιμήδη, τον Πτολεμαίο η επιστήμη  ήταν και πάλι σε θέση να ξαναρχίσει το έργο της, μετά από 1000 χρόνια!

Οι άνθρωποι περνούν από την άρνηση σε μια εποικοδομητική θέση απέναντι στη Φύση, με τον συνδυασμό του Αριστοτελισμού με τον Χριστιανισμό.

Η δογματική όμως διδασκαλία του Αριστοτέλη  από τους σχολαστικούς δασκάλους, πέτρωσε την επιστήμη για άλλη μια φορά.

Γιατί ό,τι είπε ο Αριστοτέλης για τις φυσικές επιστήμες δεν ήταν σωστό.

Όταν παραδείγματος χάρη έλεγε, ότι μια πέτρα που πέφτει προς το κέντρο της γης η ταχύτητά της μεγαλώνει, εξαιτίας της ανυπομονησίας της να γυρίσει «σπίτι».

Το σύμπαν του Αριστοτέλη ήταν ένα στατικό σύμπαν, στο οποίο η φυσική κατάσταση των πραγμάτων ήταν να ηρεμούν στη θέση που τους προόριζε η Φύση, εκτός και αν τα κινούσε κάτι άλλο.

Θεωρώντας, a priori, ότι όλα τα όντα, έμψυχα είτε άψυχα, έχουν έναν σκοπό, ανέστειλε την ανάπτυξη της Φυσικής επιστήμης, μέχρι τον Γαλιλαίο.

 

 

Όσον αφορά στην Αστρολογία,

 στους Βαβυλώνιους η επιστήμη  και η μαγεία είναι το ίδιο πράγμα.

          Αργότερα, οι Ίωνες φιλόσοφοι παρέλαβαν την Βαβυλωνιακή Αστρονομία αλλά απέρριψαν την Αστρολογία.

          Αλλά 3 αιώνες μετά, κατά την ελληνιστική εποχή, η Αστρολογία επέστρεψε, όπως εξάλλου και μετά τη διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

 Στον μεσαίωνα, η αστρολογία και η αλχημία έκλεισαν τον δρόμο στην επιστήμη.

          Το επιχείρημα των συνηγόρων της αστρολογίας τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά τον Μεσαίωνα, ήταν  η θέση του Αριστοτέλη  «ό,τι συμβαίνει στον υποσεληνιακό κόσμο προκαλείται και κυβερνάται από τις κινήσεις των ουράνιων σφαιρών».

 

 

Ανακεφαλαιώνει ο Άρθουρ Κέσλερ σχετικά με

 τα κυριώτερα εμπόδια που αναχαίτισαν την πρόοδο της επιστήμης για ένα τόσο μεγάλο διάστημα:

1. Η διαίρεση του κόσμου σε δύο σφαίρες και ο επακόλουθος εγκεφαλικός διχασμός

2. Το γεωκεντρικό δόγμα

3. Το δόγμα της ομοιόμορφης κίνησης σε τέλειους κύκλους

4. Ο χωρισμός της επιστήμης από τα Μαθηματικά και

5. Η αδυναμία των ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν ότι όπως ένα σώμα σε ηρεμία έχει μια τάση να διατηρεί την ηρεμία του, έτσι και ένα σώμα σε κίνηση έχει μια τάση να διατηρεί την κίνησή του.