Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ο κύριος Μυσιρλής




Ο κύριος Μυσιρλής





Άκουγα το βήχα του και φανταζόμουν ένα γέρο ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, ανήμπορο και μόνο. Είχε μπαλκόνι το δωμάτιό του που έβλεπε στο χώρο που παίζαμε. Για κάποιο λόγο η μπαλκονόπορτά του ήταν συνέχεια ανοιχτή. Μικρό παιδί σταματούσα το παιχνίδι για να αφουγκραστώ την ανάσα του. Όταν έβηχε, φοβόμουν. Ησύχαζε όταν πια έβγαζε φλέματα τα οποία προσπαθούσα να φανταστώ πού τα ξεφόρτωνε. Πράσινα φορτηγά πρέπει να υπήρχαν στο μυστηριώδες δωμάτιό του κυρίου Μυσιρλή. Από αυτόν μόνο το όνομά του ήξερα. Κανένα παιδί από αυτά που τον ακούγαμε να βήχει δεν μιλούσε γι αυτόν εκτός από τις φορές που ανταποκρινόμενος στις φωνές μας του παιχνιδιού, έβριζε και μετά πνίγονταν από το βήχα. Τότε η Βασούλα και η Σούλα η χοντρή γέλαγαν με την καρδιά τους.
Αυτός ο γέρος έρχονταν στο μυαλό μου στο ροζ δωμάτιο, όταν ξάπλωνα τα βράδια. Είχε άραγε κάποιον να τον φροντίζει; Μάλλον όχι. Να φοβόταν στο σκοτάδι; Μήπως δεν έφτανε ν’ ανάψει το φως του; Τι δουλειά να έκανε όταν ήταν νέος; Το πρόσωπό του θα είχε μια μεγάλη χοντρή μύτη, ένα στόμα γεμάτο φλέματα και σάπια δόντια, μεγάλα αυτιά με τρίχες και μάτια μισόκλειστα, άρρωστα. Τι να σκεφτόταν; Μας άκουγε και ήμασταν  μια συντροφιά γι αυτόν; Όταν φώναζα σκεφτόμουν ότι αναγνώριζε τη φωνή μου. Ήθελα να είμαι η αγαπημένη του φωνή. Όταν όμως δεν ήθελε να μας ακούει- φωνάζαμε πολύ, πόναγε, ποιος ξέρει-έλεγε « Άι σιχτίρ»  και το φχαριστιόταν.
Μια μέρα είδα ένα καπάκι από φέρετρο στην είσοδο του σπιτιού του και μετά τον ξέχασα. Το σπίτι του το έβαψαν άσπρο και την μπαλκονόπορτα την έκλεισαν.
15 Μάρτη 196….

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Vanity Fair by William Makepeace Thackeray







Ο 19ος αιώνας, στην ακμή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, έδωσε την καλύτερη μέχρι τότε λογοτεχνία, σε παγκόσμια κλίμακα.

Το “Vanity Fair " του Γουίλιαμ Θάκερυ  (William Makepeace Thackeray 1811-63) , είναι αντιπροσωπευτικό έργο της εποχής αυτής. Γράφτηκε σε συνέχειες – όπως έκαναν και άλλοι σύγχρονοί του μυθιστοριογράφοι, βλέπε Charles Dickens-  στο περιοδικό Punch, από τον Ιανουάριο 1847 μέχρι τον Ιούνιο  1848. 

Η ιστορία διαδραματίζεται σε προηγούμενη εποχή από αυτήν που γράφτηκε, γνωστή ως Regency era , ( http://en.wikipedia.org/wiki/Regency_era)
 δηλαδή λίγο πριν την Βικτωριανή περίοδο και ενώ οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, εκτυλίσσονται. Ο Thackeray  δεν περιγράφει μάχες όπως κάνει ο Τολστόι- του οποίου ο Πόλεμος και Ειρήνη έχει σαφώς επιδράσεις από το εν λόγω βιβλίο. Όμως η αναφορά σε γεγονότα που διεξάγονται στα πεδία των μαχών γίνεται με τόσο δυνατές, σύντομες και ξαφνικές προτάσεις, που εκπλήσσουν τον αναγνώστη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή που περιγράφεται ο θάνατος του George Osborne στη μάχη του Βατερλώ: "…lying on his face, dead, with a bullet through his heart".

O τίτλος Vanity Fair προέρχεται από το θρησκευτικό μυθιστόρημα “The Pilgrims Progress” (1678-84) του John Bunyan: δυο προσκυνητές για να φτάσουν στη Celestial City, πρέπει να περάσουν από το Vanity Fair όπου οι πειρασμοί είναι μεγάλοι. Αντιθέτως, ο όχι και τόσο θρησκευόμενος Thackeray περιγράφει κάποιους ανθρώπους της εποχής 1813-1835, οι οποίοι δεν έχουν καν την επιλογή να περάσουν μέσα από τους πειρασμούς της Vanity Fair για να φτάσουν στη  «σωτηρία» τους, αλλά ζουν και θα συνεχίσουν να ζουν στην καταναλωτική κοινωνία του Vanity Fair  όπου ο σκοπός τους είναι να αποκτήσουν όλο και πιο πολλά αγαθά ή να ανέβουν κοινωνική τάξη,  from rags to riches” .

Σε αυτήν την εμποροπανήγυρη της ματαιοδοξίας -το Vanity Fair- ζουν πολλοί χαρακτήρες, εξ ου και ο υπότιτλος του βιβλίου “ A novel without a hero”, στον οποίο ο συγγραφέας παίζει με τη λέξη ήρωας. Αυτό που κυρίως θέλει να τονίσει είναι η έννοια της λέξης hero:το ίνδαλμα, το πρότυπο. Αυτός ο
ήρωας  δεν υφίσταται στην εποχή των αρχών του 19ου αιώνα, στη χώρα, θέλει να δείξει ο Thackeray.

Το βιβλίο αρχίζει με τις δύο ηρωίδες, τόσο διαφορετικές από κάθε άποψη. Η μία είναι η Becky Sharp, κόρη αλκοολικού ζωγράφου και μιας γαλλίδας τραγουδίστριας της όπερας, και η άλλη η Amelia Sedley, κόρη ενός εμπόρου- επενδυτή της ανώτερης μεσαίας τάξης. Φοιτούσαν μαζί στο σχολείο της κυρίας Pinkerton, όπου η μεν Amelia ήταν κανονική μαθήτρια, ενώ η Becky φιλοξενούνταν μετά το θάνατο και του πατέρα της και αργότερα δίδασκε γαλλικά στις νεαρές μαθήτριες. Επιστρέφουν μαζί στο σπίτι της Amelia, όπου η Becky συναντάει τον αδερφό της φίλης της τον οποίο προσπαθεί να σαγηνεύσει, με σκοπό φυσικά να τον παντρευτεί και να ανέβει κοινωνική τάξη που ήταν και ο μόνος τρόπος για να το πετύχει.

Ακολουθούν πολλοί χαρακτήρες και μια πλοκή που δεν αφήνει τον αναγνώστη  να χάσει το ενδιαφέρον του, παρόλο που συχνά αναφέρονται τόσα πολλά ονόματα, που χάνεσαι στο Λονδίνο και στο Μπαθ των αρχών του 19ου αι.

Αν δεν είστε σε περίοδο της ζωής σας που ψάχνετε ένα βιβλίο για να σας ηρεμήσει, καλύτερα δείτε την ταινία: Vanity Fair
http://www.imdb.com/title/tt0241025/

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Wild Roses



                                      Wild roses


Η άνοιξη είχε ένα συγκεκριμένο άρωμα για τη Μαρία. Όχι απαραίτητα λουλουδένιο. Μάλλον σαν αυτό που θα προκαλούσε ένας πόνος στο στομάχι. Ένα ανακάτεμα στο στομάχι. Αυτήν τη μυρωδιά τη θυμόταν από τότε που έφυγαν οι άλλοι κι έμεινε μόνη της στην πόλη, καθώς περιφέρονταν από δω κι από κει στους δρόμους, μη ξέροντας πού να πάει. Ήταν άνοιξη . 

Μετά, την ξαναθυμήθηκε όταν συνοδεύονταν και από εξαγωγές των λιγοστών τροφών που κατανάλωνε . Τρεις μήνες και κάτι και δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν. Το γελοίο είναι ότι ένιωθε μόνη! Ενώ κουβάλαγε μέσα της μια ψυχή επί τρεισήμισι  μήνες! Ο Αγήνωρ!! Έτσι το ονόμασε και το φαντάστηκε για μια στιγμή μελαχρινό, με σγουρά μαλλιά. Δε σκέφτηκε να το κρατήσει.
Δεν ήταν άσκημη μυρωδιά. Καμιά φορά μύριζε σκέτα τριαντάφυλλα. Από εκείνα τα παλιά. Τα άγρια, τα ροζ που αργότερα τα μάζευε σ’ ένα ταψί, τους έριχνε ζάχαρη και λυπόταν να τα κάνει γλυκό, τόσο όμορφα που μύριζαν!

Άλλοτε πάλι, όπως τότε στη Χαλκιδική, μύριζε σαν θαλασσινά. Χταπόδια, ας πούμε. Τότε ήταν πάλι μόνη. Στ’ αλήθεια. Όταν την απέλυσαν από το ξενοδοχείο, η βαμμένη ευτραφής σύζυγος του γέρου ιδιοκτήτη της το ανακοίνωσε χωρίς αιτιολόγηση. Δεν ζήτησε να μάθει το λόγο. Πήγε στο μπουντρουμάκι που της είχαν δώσει για δωμάτιο και απλά μάζεψε τα ρούχα της. Τη βαλίτσα την παράτησε στην άμμο και κάθισε στο βράχο. Έβλεπε απέναντι τη Σιθωνία. Πόσο όμορφο μπορεί να γίνεται το τοπίο στις πιο απρόβλεπτες  στιγμές! Και τότε ήρθε αυτή η μυρωδιά από παραγουλιασμένα χταπόδια!

Δυο χρόνια αργότερα, στην ίδια παραλία, μύριζε ο έρωτας της ζωής της. Γιασεμί. Στα μαύρα γένια του! Βασιλικός. Στα πράσινα μάτια του!

Ακόμα πιο παλιά, πολύ παλιότερα, όταν ο μπαμπάς την άφηνε στο χωριό κι έφευγε, πάλι εκεί η μυρωδιά. Στην πυτζάμα του τώρα. Την έβρισκε δίπλα της όταν ξυπνούσε κι αυτός είχε φύγει. Ζεστή ακόμα. Την έπαιρνε αγκαλιά κι έτρεχε γύρω- γύρω από το σπίτι.

Μετά, όταν το γιασεμί μαράθηκε, άφησε το χνώτο του στο κίτρινο πουκάμισο. Ένα χρόνο και μισό το ανάσαινε, η Μαρία.

Πάντα έψαχνε μια μυρωδιά. Να γεμίζει τα κενά. Να καλύπτει το τσιγαρισμένο κρεμμύδι της ζωής της. Κι έβρισκε. Πάντα έβρισκε. Με αναγούλα ή χωρίς.

Αλλά αυτή που τρύπωσε στο πνευμόνι βαθειά ήταν η μυρωδιά από το νυχτολούλουδο. Τρία της είχε σπείρει στον κήπο.


        Δεύτερη ματιά


Η άνοιξη είχε ένα συγκεκριμένο άρωμα για τη Μαρία. Όταν έφυγαν όλοι οι φίλοι, που είχαν έρθει στην πόλη φοιτητές, κάποιοι από Αθήνα, αλλά οι πιο πολλοί από Κρήτη, η πόλη είχε αδειάσει και ο θυμός της Μαρίας μύριζε χειρότερα από τη λύπη της.  Η πόλη μύριζε ξερατά. Ήταν άνοιξη.

Το Αγηνοράκι το βάφτισε ο «πατέρας» του. Δε γεννήθηκε ποτέ. Δεν ήταν καν σίγουρη ότι ήταν ο πατέρας. Εκείνη τη νύχτα στο αστικό μόλις που πρόλαβε να κατέβει. Τη χτύπησε ο αέρας και συνήλθε. Πήγε στο σπίτι που έμεναν όλοι τους και τώρα έμενε μόνο ο ένας. Για λίγες μέρες ακόμα κι αυτός. Όχι ο δικός της ο ένας, αλλά ο άλλος. Που ερωτεύτηκε το χορό του η Μαρία, την αυθεντικότητά του. Έμεινε όλο το βράδυ και αηδίασε. Η νύχτα μύριζε ξερατό και αυτή ήταν έγκυος τρεισήμισι μηνών. Δεν το ήξερε ακόμη!!

Μιλούσαν για ποίηση, ενώ οι άλλοι έπαιζαν πρέφα. Πήγαιναν σινεμά οι δυο τους, οι άλλοι στα μπιλιάρδα. Δεν ήταν άσκημη μυρωδιά. Καμιά φορά μύριζε σκέτα τριαντάφυλλα. Από εκείνα τα παλιά. Τα άγρια, τα ροζ. Καμιά φορά πάλι σκεφτόταν η Μαρία, ότι αυτός απλά ήθελε να επιβεβαιωθεί και να «νικήσει» τον συγκάτοικό του. Να του πάρει αυτό που είχε, δηλαδή τη Μαρία. Αυτή παραμυθιάζονταν όπως πάντα από το χορό του, τη λεβεντιά του…. Τα άγρια ροζ τριαντάφυλλα, ήταν πλαστικά. Καμιά μυρωδιά. Φορές.

Όταν η χοντρή βαμμένη σύζυγος την απέλυσε, έχασε τον κόσμο. Η Μαρία. Είχε προσπαθήσει πολύ να βρει αυτήν τη δουλειά. Έπρεπε να πληρώσει το νοίκι, να συντηρήσει τη μάνα. Πήγε στην παραλία. Κάθισε στο γνωστό βραχάκι και σκεφτόταν μήπως θα ήταν καλύτερα να τελειώνει μ’ αυτό το θέατρο; Μια χαρά μύριζε η θάλασσα, σάπια φύκια, στάσιμα νερά. Τη βαλίτσα την είχε παρατήσει στην άμμο.

Δυο χρόνια αργότερα στην ίδια παραλία, γνώρισε τον άνθρωπο που θα ζούσε μαζί του πολλά χρόνια. Ήταν λυπημένος γιατί μόλις είχε χωρίσει με μια νεαρή που δεν πρόλαβε καλά-καλά να γνωρίσει και οι διακοπές της τελείωσαν, οπότε έδωσε όρκους κι έφυγε. Ήταν γι αυτό το λόγο λυπημένα τα πράσινα μάτια του. Αξύριστος, από το ξενύχτι. Μύριζε κουαντρώ η νύχτα εκείνη και η πρώτη τους κουβέντα ήταν για τα ποτήρια που ταίριαζαν καλύτερα μ’ αυτό.

Η Μαρία δε θα ξέχναγε ποτέ την απελπισία όταν ξυπνούσε στο χωριό μόνη. Ο μπαμπάς που κοιμόντουσαν μαζί, έφευγε κρυφά κι όταν αυτή ξυπνούσε έβρισκε δίπλα της την πυτζάμα του, μόνο. Ζεστή ακόμα. Την έπαιρνε αγκαλιά κι έτρεχε γύρω-γύρω από το σπίτι. Μύριζε μπαμπά. Που έφυγε και την παράτησε με τη γιαγιά στο χωριό.

Όταν χρόνια μετά ο σύντροφός της έφυγε οριστικά κι αμετάκλητα, βρήκε το βρώμικο, κίτρινο πουκάμισό του, στ’ άπλυτα. Το πήρε και το έκρυψε στο δεύτερο συρτάρι. Εκεί ένα χρόνο και μισό το ανάσαινε η Μαρία. Μύριζε ιδρώτα.

Πάντα έψαχνε μια μυρωδιά. Να γεμίζει τα κενά. Πάντα έβρισκε κι όταν δεν έβρισκε, προσποιούταν και παραμυθιάζονταν.

Η νύχτα, στις Σπέτσες, μύριζε νυχτολούλουδο. Τρία της είχε σπείρει στον κήπο. Αυτή η μυρωδιά τρύπωσε στο πνευμόνι βαθειά.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

“Stoner” By John Williams



Stoner”
By John Williams

O William Stoner είναι ένα αγροτόπαιδο από ένα χωριό της Columbia. Γεννήθηκε το 1891 και μεγάλωσε στο χωριό του βοηθώντας τους αγρότες γονείς του. Ψηλός, αδύνατος με γυρτούς ώμους από τα λόγια που δεν είπε ποτέ, από τα καθήκοντα που δεν παρέλειψε. Βρέθηκε στο ομώνυμο πανεπιστήμιο της περιοχής να φοιτήσει στο νέο τμήμα το College of Agricalture. Εκεί σύντομα στράφηκε στο τμήμα της λογοτεχνίας κάτω από την περίεργη επιρροή ενός καθηγητή μεγάλης ηλικίας που μπορούσε να ειρωνευτεί όλους και να χλευάσει όλα. Με τη βοήθειά του παρόλα αυτά, ο Stoner βρέθηκε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο αντί να γυρίσει πίσω στο χωριό του.

Στο βιβλίο του John Williams  παρακολουθούμε την εξέλιξη της ζωής του Stoner από το 1910 που βρέθηκε εκεί ως πρωτοετής φοιτητής μέχρι τη στιγμή που πεθαίνει στις τελευταίες γραμμές του βιβλίου σ’ ένα καταπληκτικό κλείσιμο λογοτεχνικού έργου: Είναι άρρωστος πια, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του καταφέρνει να πάρει στα χέρια του το βιβλίο του και

 “The fingers loosened, and the book they had held moved slowly and then swiftly across the still body and fell into the silence of the room.”



Ένα καταπληκτικό βιβλίο, ούτε μία λέξη δεν περισσεύει, για έναν άνθρωπο που δεν έκανε τίποτα συναρπαστικό στη ζωή του, τίποτα εξωφρενικό, τίποτα «ενδιαφέρον». Παρόλα αυτά ο John Williams έγραψε ένα αριστούργημα για αυτόν τον άνθρωπο.

Ένα βιβλίο από αυτά που δεν γίνονται best sellers, που κάποιος τα ανασύρει από το σωρό και το ανακαλύπτουμε και οι υπόλοιποι. Ένα βιβλίο κλασικό.

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Η Βέρα



Αν και μεσημέρι έκανε αρκετό κρύο στη Θεσσαλονίκη εκείνη τη μέρα. Φύσαγε ο Βαρδάρης και σε πάγωνε μέσα κι έξω. Θυμάμαι ότι είχα να διαβάσω Φυσική για την επόμενη μέρα και αυτό πάντα με άγχωνε. Δεν ξέρω αν έφταιγε η κυρία Ασημένια ή το μυαλό μου, πάντως την κυρία Ασημένια δεν την καταλάβαινε κανένα κορίτσι στο Τρίτο Θηλέων. Και να φανταστείς ότι ήμουν από τις καλύτερές της μαθήτριες. Την ημέρα όμως εκείνη το άγχος για τη Φυσική επισκίαζε κάτι άλλο.

Η υπέροχη μορφή του εκεί στο παράθυρο του περιπτέρου, καδραρισμένη. Ψηλός, μελαχρινός –έφερνε τα μαλλιά του ανάποδα για να καλύπτει μια πρώιμη φαλακρίτσα που εννοείται ότι εγώ τότε δεν είχα προσέξει. Όμορφος άντρας, έτσι τουλάχιστον τον έβλεπα εγώ. Τότε, στην εφηβεία μου, βουτηγμένη στη λογοτεχνία. Ερωτευμένη με τη δύναμη που εξέπεμπε, με το χαμόγελό του. Για χρόνια το είχα κρυμμένο στη φόδρα του πορτοφολιού μου. Όταν μια φορά μου κλέψανε την τσάντα, η κλέφτρα, γιατί σίγουρα γυναίκα ήταν, επέστρεψε την τσάντα άδεια με μόνο το φοιτητικό μου πάσο και ένα γραμματάκι πολύτιμο για μένα. Δε φαντάστηκε ότι στη φόδρα είχα την ακόμα πιο πολύτιμη φωτογραφία του. Με αυτό το χαμόγελο.

Ήρθε λοιπόν η υπέροχη μορφή του και με το χαμόγελο χαλασμένο-προσπαθούσε να το κάνει φωτεινό και χαρούμενο- μου λέει, « Να λοιπόν, αφού δεν με ήθελες και γω πήγα και παντρεύτηκα» και χώνει το χέρι του μπουνιά απ’ το παραθυράκι, ξεπαρθενεύοντας την ψυχή μου. Στο δάχτυλο γυάλιζε η βέρα, χρυσή χρυσή. 
Χρόνια πολλά μετά που παντρεύτηκα, δε φόρεσα ποτέ βέρα.
Χαμογέλασα παιδικά και ανέμελα, έτσι το ήθελε. Όταν μιλούσαμε τόσον καιρό, για χίλια δυο άσχετα πράγματα κάθε που έρχονταν ή έφευγε από τη δουλειά, πλάκα κάναμε. Στην τράπεζα αυτός, στο περίπτερο εγώ.
Πολύ σύντομα κατάλαβε ότι δεν παίζαμε. Δεν ήταν αστείο. Από την πρώτη μέρα άρχισε να με χαιρετάει κρυφά πια. Κάθε που σχόλαγε κι έφευγε με τον συνάδελφό του, σήκωνε το χέρι να φτιάξει δήθεν τα μαλλιά του και με χαιρετούσε. Εγώ τους έβλεπα από πίσω. Καθισμένη στην καρέκλα του περιπτέρου. Ένιωθα δυο φορές ορφανή όταν έφευγε. Δεν ήθελα να σκεφτώ που πάει. Για μένα η ζωή του άρχιζε και τέλειωνε σ’ αυτά τα εκατό μέτρα.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Κεφάλαιο 4 " Τα μούρα"






-Πες μας λοιπόν, τι ιστορίες ξέρεις να λες;
…………………………………………………………………
Σκέφτομαι: Ποιος είπε ότι ξέρω ιστορίες; Εγώ δεν έχω σταλιά φαντασία. Εγώ δεν πρόλαβα ποτέ στη ζωή μου να πω ιστορίες. Εγώ απλώς έζησα τη δική μου ιστορία. Δεν ξέρω γιατί την είχα. Δεν ξέρω γιατί την ακολούθησα. Δε βρήκα ποτέ το χρόνο να την αμφισβητήσω. Το θάρρος να την αλλάξω. Είχα πάντα καθήκοντα να κάνω. Πάντα τα έφερνα σε πέρας. Πάντα τα απολάμβανα, αν και κάτι μέσα μου χαμογελούσε περίεργα. Αυτό. Δεν του έδωσα ποτέ σημασία. Ήταν το σχιζοφρενικό μου, «αυτό», που ήθελε να κάνει το έξυπνο. Του έδινα μια σπρωξιά κι έφευγε. Στην άκρη. Όπου έφευγε, τέλος πάντων. Ιστορίες άλλες έβλεπα. Γύρω μου. Τη δική μου δεν την έβλεπα. Πώς να δεις τα μάτια σου;
Μια μέρα λοιπόν, η δική μου ιστορία , ξαφνικά, άλλαξε. Κάποια βασικά δεδομένα. Μα η αλλαγή είναι ζωή, η έλλειψή της τέλμα. Τίποτα.
Κάποια πρόσωπα έφυγαν από την ιστορία μου, κάποια σκηνικά άλλαξαν. Σε κάποιες στιγμές έφευγαν όλοι κι έμενα μόνη. Στη σκηνή. Τότε βρήκα αυτό που δε θυμόμουν να είχα ποτέ αρκετό. Χρόνο. Χα χα, χρόνο! Πάνω που τέλειωνε, τον βρήκα. Και μαζί ξαναήρθε το «αυτό». Οοοοπ  και παρουσιάστηκε.
-Τι; Ρώτησα.
- Τίποτα, άσε με.
- Τι τίποτα, που σαν τη μύγα μ’ ενοχλούσες μια ζωή. Που δεν είχα χρόνο σταλιά.
- Τώρα πια, τι να σου πω;
- Τώρα πια; Τι πάει να πει τώρα πια;
- Τώρα τελειώνει το παραμύθι.
- Ποιο παραμύθι τελειώνει;
- Άσε με σου λέω.
Ξαφνικά είδα ότι το περίεργο χαμόγελό του δεν υπήρχε. Ήταν μόνο εκείνες οι δύο γραμμές δεξιά κι αριστερά από το στόμα, που κάνουν το χαμόγελο σαν πόνο! Δεν μου άρεσε αυτό. Με τρόμαζε. Μύριζε λύπη. Όμως αυτή τη φορά μόνη στην άδεια σκηνή, δεν ήθελα να του δώσω μια να φύγει, όπου πήγαινε να πήγαινε. Ήθελα να είναι εκεί. Να το γνωρίσω. Να μου πει όσα δεν είχα χρόνο ν’ ακούσω μια ζωή. Έτσι ρώτησα.
-Λοιπόν;
- …………
- Πες μου.
- Θυμάσαι, τότε στο περίπτερο; Κάθε που έβρεχε; Όταν βράδιαζε και γυάλιζαν τα φώτα  στο πεζοδρόμιο; Το βρεγμένο;
- Ναι θυμάμαι. Έπαιρνα μια κούτα με τσιγάρα, την άνοιγα, αράδιαζα τα πακέτα στα ράφια, έσκιζα τα περίσσια κομμάτια, έκανα μια χαρτονένια σελίδα. Από τη μια, η μάρκα των τσιγάρων, συνήθως «Παλλάς» ή « Assos φίλτρο». Από την άλλη όμως; Λευκή. Μια ωραία λευκή κόλλα. Τέλεια, μια ακόμη ματιά στα φωτάκια στο πεζοδρόμιο και γέμιζε η κόλλα.
- Ναι.
- Τι;
- Δεν το συνέχισες.
- Όχι.
- Λυπάμαι.
- Εγώ δεν είμαι σίγουρη αν λυπάμαι, είπα.
…………………………………………………………………………………………………………………
Λοιπόν θα μας πεις μια ιστορία;
Ναι.
 Καμιά φορά, τα παλιά τα χρόνια όταν ήμουν ακόμα μικρή, με μαμά, μπαμπά, γιαγιά, αδερφή, θείους, θείες να κρατούν την αλυσίδα ασφαλείας της ζωής μου, με πήγαιναν στο χωριό. Εκεί ζούσε η γιαγιά με την αδερφή μου. Το σπίτι παλιό, τούρκικο. Πολύ όμορφο. Έφυγαν οι Τούρκοι, το έδωσαν στους πρόσφυγες. Εκεί μπήκε νύφη η γιαγιά. Δεκατεσσάρων χρόνων! Πρόσφυγας κι αυτή. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι. Κατέβαινε ο παππούς απ’ το βουνό, να η πρώτη κόρη, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη! Κατάρα, όλα θηλυκά. Όταν πολύ αργότερα εμένα με πήγαιναν στο χωριό, έπεφταν επάνω μου όλοι οι Τούρκοι που έζησαν εκεί, όλοι οι στρατιώτες που χτυπούσαν την πόρτα –σιέλ- μέσα στη νύχτα και ορμούσαν μετά να ψάχνουν, όλοι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι αυτού του σπιτιού, και με πλάκωναν. Κι έκλαιγα. Και ήθελα να φύγω. Να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, με τα πόδια. Έβγαινα στο μπαλκόνι που έπιανε όλη την πρόσοψη του σπιτιού και κοίταζα πέρα τους λόφους. Κάποιος μεγάλος μου είχε πει «Πίσω από κείνους τους λόφους είναι η Θεσσαλονίκη». Θα μπορούσα να περπατήσω άραγε;

Υπήρχε όμως κάτι που αποσπούσε το μυαλό μου από αυτόν τον προβληματισμό. 
Οι μουριές. 
Οι μαγικές! 
Μια που έκανε μαύρα μούρα και μια που έκανε άσπρα μούρα. 
Δεξιά κι αριστερά από τη σκάλα. Στη μέση του τεράστιου μπαλκονιού ήταν η σκάλα. Πέντε σκαλοπάτια και το τελευταίο πολύ φαρδύ. Όμορφη σκάλα. Όλο το σπίτι ήταν όμορφο. Κι ας μην είχε πάτωμα παρά «μαλέζι». Το μαλέζι το έπαιρναν από έναν λάκκο στον πάνω μαχαλά. Είχε το χρώμα της σοκολάτας γάλακτος. Το ανακάτευαν με νερό και μ’ ένα παλιό ύφασμα άλειβαν το πάτωμα που ήταν από πατημένο χώμα! Όταν αυτό στέγνωνε γυάλιζε και γινόταν πολύ όμορφο!
Όταν λοιπόν κατέβαινα τις σκάλες, μετά το κλάμα στο μπαλκόνι, έβρισκα πάντα ένα τεράστιο μαύρο μούρο στο τρίτο σκαλοπάτι από τα δεξιά και ένα τεράστιο άσπρο μούρο στο ίδιο σκαλοπάτι από τ’ αριστερά! Τεράστια μούρα. Ένα μαύρο, ένα άσπρο. Τα έπαιρνα με δέος στα χέρια μου.
 Έπιαναν όλη την παλάμη.

 Πόσο ήθελα να τα φάω! 

Αν όμως ήταν μαγεμένα; 

Αν τρώγοντάς τα ξεχνούσα τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, στη Θεσσαλονίκη; 

Κι έτσι δεν τα έτρωγα ποτέ!

-Λοιπόν;

-Αυτό. Αυτή ήταν η ιστορία μου.

-Και τι θέλει να πει;

-Τίποτα. Δεν ξέρω.