Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Jose Saramago




Ζοζέ Σαραμάγκου (Jose Saramago)   (1922-2010)

Ο Πορτογάλος Νομπελίστας που όταν κατακρίθηκε για απαισιοδοξία απάντησε, «Δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος, Είναι ο κόσμος απαίσιος.»

1.  Περί Τυφλότητας (Blindness) - 1995

2. Το Ακριβές Αντίγραφο (The Double) - 2002

3. Περί Φωτίσεως (Seeing) -2004



Σπάνια έχω διαβάσει τρία βιβλία του ίδιου συγγραφέα, στη σειρά. Ακόμα σπανιότερα έχω διαβάσει βιβλία που δεν αναφέρονται σε μια ρεαλιστική κοινωνία. Όμως αυτή τη φορά διάβασα το


 1. The Double


  και αναίρεσα τον κανόνα μου. Το διάβασα στην αγγλική του μετάφραση -που μου φάνηκε πολύ καλή. Αναφέρεται στην ιστορία ενός απλού καθηγητή της Ιστορίας, του Tertuliano Maximo Afonso, ο οποίος ζει μια ήσυχη ζωή μέχρι που ένας συνάδελφός του τού δίνει μια βιντεοκασέτα, όπου βλέπει το πανομοιότυπό του να παίζει έναν δευτερεύοντα ρόλο στην ταινία. Εδώ αρχίζει η  περιπέτεια για τον ήρωα, να ψάξει να βρει το όνομα του ηθοποιού που τού μοιάζει απόλυτα και να τον συναντήσει οπωσδήποτε, να δει τι συμβαίνει. Μετά από μεγάλη προσπάθεια και ψέματα καταφέρνει να βρει πραγματικό όνομα και το τηλέφωνο του ηθοποιού, - Antonio Claro - και μιλάει με τη γυναίκα του, η οποία νομίζει ότι είναι ο άντρας της. 


Είναι πολύ ευχάριστο το ιδιαίτερο στυλ του Σαραμάγκου, όσον αφορά τα σημεία στίξης, κάτι που υπάρχει και στα επόμενα δύο έργα του. Βάζει κόμμα αντί για τελεία και για την αλλαγή προσώπου στους διαλόγους του  χρησιμοποιεί απλά κεφαλαίο γράμμα. Καθόλου ερωτηματικά στις ερωτήσεις του! 


Στο τέλος της ιστορίας υπάρχουν ισχυρές ανατροπές, σχετικά με το θέμα του σωσία και τι μπορεί αυτό να σημαίνει στη ζωή κάποιου ανθρώπου. Γιατί μπορεί να είναι πανομοιότυποι στα φυσικά χαρακτηριστικά οι δυο ήρωες, όχι όμως και στον χαρακτήρα, πράγμα που δημιουργεί επιπλέον προβλήματα και στους δύο.
 

 Διάβασα  και το 


2.  Περί Τυφλότητας (Blindness)



σε πολύ καλή ελληνική μετάφραση, από τη βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, το οποίο μου φάνηκε ακόμα πιο ενδιαφέρον όσον αφορά στην ιστορία-πλοκή του αλλά και στη δομή του.


Εδώ, έχουμε μια ξαφνική επιδημία τυφλότητας σε όλο τον πληθυσμό μιας μεγάλης πόλης που δεν έχει όνομα, εκτός από μια γυναίκα η οποία βοηθάει όσο μπορεί την κατάσταση, που γίνεται ακόμα χειρότερη, όταν για λόγους αποτροπής της εξάπλωσης της μεταδοτικής αυτής μάστιγας που οδηγεί στην τύφλωση, η κυβέρνηση διατάζει τον εγκλεισμό των πρώτων νοσούντων σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο φρενοκομείο, που φυλάσσεται από το στρατό για να μη δραπετεύσουν οι άρρωστοι. Εκεί καλούνται να οργανώσουν μια νέα κοινωνία και σύντομα διαπιστώνεται ότι όλες οι αξίες του δήθεν πολιτισμένου κόσμου μας εξαφανίζονται και αυτό που επιβιώνει είναι το δίκαιο του ισχυρότερου.


Πολύ ενδιαφέρον θέμα, με ήρωες που δεν έχουν ονόματα, αλλά μια περιγραφή του ρόλου τους όπως για παράδειγμα, ο πρώτος τυφλός, το αγόρι με το στραβισμό, η νεαρή γυναίκα με τα σκούρα γυαλιά κλπ.


Τελειώνει με μια αναφορά στην μεταφορική τυφλότητα του ανθρώπου και εκφράζεται με ένα διάλογο που θα μπορούσε να λείπει και να είναι ο προβληματισμός του αναγνώστη στο τέλος της αναγνωστικής του εμπειρίας: 


« Γιατί τυφλωθήκαμε, Δεν ξέρω, ίσως μια μέρα να καταφέρουμε να μάθουμε το λόγο, Θέλεις να σου πω αυτό που νομίζω, Λέγε, Νομίζω ότι δεν τυφλωθήκαμε, νομίζω ότι είμαστε τυφλοί, Τυφλοί που βλέπουν, Τυφλοί που δεν βλέπουν, κι ας βλέπουν.»




και χωρίς να έχω καταλάβει ότι το παρακάτω βιβλίο έχει κάποια σχέση με το προηγούμενο, διάβασα και το 


3. Περί Φωτίσεως (Seeing)



Γραμμένο 9 χρόνια μετά το Περί Τυφλότητας, έχει αναφορές στους ήρωες του και μάλιστα μια συνέχεια της ιστορίας τους!


Το θέμα του πάλι μη ρεαλιστικό -ευτυχώς;- σε μια φανταστική μεγάλη πρωτεύουσα, γίνονται εκλογές και πρώτη δύναμη αναδεικνύεται το λευκό με ποσοστό 70%, η εκλογική αναμέτρηση επαναλαμβάνεται και την επόμενη Κυριακή και το ποσοστό των λευκών ανέρχεται στο 80%! 


Η τιμωριτική λύση που σκέφτεται η κυβέρνηση είναι να υποχρεώσει όλο τον κρατικό μηχανισμό να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να μετακομίσουν σε διπλανή πόλη. Αφού αποκλείσουν τους κατοίκους  στην επαναστατημένη  πόλη όπως την θεωρεί ο πρόεδρος και απαγορευτεί η έξοδος οποιουδήποτε από αυτήν, όλη η κυβέρνηση μαζί με τα αρχεία και ότι άλλο χρειάζονται φεύγουν κρυφά μες τη νύχτα. Όμως…


Αργότερα, μυστικοί αστυνομικοί θα εισχωρήσουν στην απομονωμένη πόλη με σκοπό να ανακαλύψουν τους υποκινητές του «κινήματος», αν και οι κρατούντες περιμένουν ότι χωρίς αστυνομία θα επέλθει καταστροφική αναρχία και αλληλοεξόντωση πολύ σύντομα. 


Παρακολουθούμε όλη τη διαφθορά των πολιτικών  και την έλλειψη διαφάνειας στον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται το όλο θέμα. Παρόλα αυτά,  φαίνεται να υπερισχύει ένα αισιόδοξο μήνυμα, με τους κατοίκους της πρωτεύουσας να τα καταφέρνουν χωρίς τις αρχές, σε αντίθεση με ότι συνέβη στη άλλη έγκλειστη κοινωνία στο Περί Τυφλότητας.  Θα συνεχιστεί όμως;


Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Κοσμόπολις, Ντον ΝτεΛίλλο












Don DeLillo,
Cosmopolis



O Ντον ΝτεΛίλλο (Don DeLillo), γεννημένος το 1936 στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης από γονείς Ιταλούς μετανάστες, θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή αμερικανούς λογοτέχνες. 


Το βιβλίο του “Cosmopoilis”, γράφτηκε το 2003 αλλά αναφέρεται στο 2000,  ( πριν την εντεκάτη του Σεπτέμβρη 2001) και είναι το 13ο μυθιστόρημά του.


Παλιότερα είχε πέσει στα χέρια μου ένα άλλο βιβλίο του συγγραφέα, «Τα Ονόματα». Διαδραματίζεται στην Ελλάδα μετά τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το οποίο δεν μ’ ενθουσίασε έως και με κούρασε. Όμως με το που άρχισα – προκατειλημμένη, δεν το κρύβω – το «Κοσμόπολις», ανταμείφτηκα από όλες τις απόψεις. Τα θέματα που κυριαρχούν – τεχνολογία, εξουσία, δύναμη του χρήματος, η ηθική του χρήματος, σεξ, βία – θα μπορούσαν να αποτελέσουν από μόνα τους ένα δοκίμιο, αλλά σε συνδυασμό με την ιστορία  του 28χρονου πολυεκατομμυριούχου Έρικ Πάκερ που κυκλοφορεί με την άσπρη λιμουζίνα του σε όλο το Μανχάταν, από το πρωί μιας Απριλιάτικης μέρας μέχρι τα ξημερώματα της επομένης, δένουν σε ένα συναρπαστικό συνοπτικό μυθιστόρημα. 


Από την αρχή του βιβλίου ο συγγραφέας αφήνει να εννοηθεί ότι ο αντι-ήρωάς του δεν θα έχει αίσιο τέλος. Είναι φανερό από την αλαζονεία με την οποία αντιμετωπίζει σχεδόν τα πάντα που συναντάει στο δρόμο του – το ατέλειωτο μποτιλιάρισμα λόγω  της επίσκεψης του Προέδρου της χώρας, την κηδεία-σόου ενός διάσημου ράπερ, την τυχαία συνάντησή του με την γυναίκα που παντρεύτηκε πριν μερικές μέρες και που δεν την γνωρίζει σχεδόν καθόλου πέρα από το γεγονός ότι είναι πάμπλουτη και «κακή» ποιήτρια. Μέσα στην λιμουζίνα του δέχεται τις επισκέψεις συνεργατών του και κάνει την καθημερινή (!) του κολονοσκόπηση παρουσία συνεργάτιδός του, αλλά κυρίως παρακολουθεί την τιμή του γιεν στα χρηματιστήρια, το οποίο αγοράζει συνεχώς και που τελικά θα τον καταστρέψει. Δεν δέχεται ότι νικήθηκε στον τομέα που διέπρεψε και τον έκανε πάμπλουτο και αφήνεται.


Έχει γυριστεί και σε ταινία την οποία δεν έχω δει, και μάλλον δεν θα δω μιας και έχω δημιουργήσει στο μυαλό μου τις δικές μου εικόνες διαβάζοντας το βιβλίο και μου φτάνουν. Εξ άλλου πώς να μεταφερθεί σε εικόνα η μεγάλη  επιθυμία του να ζήσει σένα τσιπ ,


"to live outside the given limits, in a chip, on a disk, as data, in whirl, in radiant spin, a consciousness saved from the void". 

Απόλαυσα τη βόλτα στο Μανχάταν, όλες τις εικόνες που "είδα" μέσα στη λίμο και μέσα από αυτήν, αλλά και τον εξωπραγματικό ήρωα του ΝτεΛίλλο, τρελαμένο από το μυαλό του που δεν έλεγε να ηρεμήσει ούτε καν τις νύχτες και που το ήθελε να δουλεύει τόσο γρήγορα όσο και ο καλύτερος υπολογιστής που είχε στο ρολόι του και έδειχνε την εικόνα πριν συμβεί!

Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας










του Σελίν 

Ο Σελίν (1894-1961) ήταν μοναχογιός του χαμηλόβαθμου υπαλλήλου ασφαλιστικής εταιρίας και γόνου μικροευγενών του Φερνάν Ντετούς και της Μαργκερίτ Γκιγιού, καταγόμενης από μικροαστική οικογένεια εμπόρων. Ο Λουί-Φερντινάν-Ωγκύστ Ντετούς ( Louis-Ferdinand-Auguste Destouches) χρησιμοποίησε σαν λογοτεχνικό επίθετο το μικρό όνομα της γιαγιάς του, Σελίν.
 
Το 1907 οι γονείς του τον στέλνουν σε γερμανικό σχολείο και το 1909 σε οικοτροφείο στην Αγγλία. Από το 1910 έως το 1912 ο νεαρός Λουί εργάζεται σε διάφορα κοσμηματοπωλεία, στο Παρίσι και στη Νίκαια.





Θα καταταγεί στο στρατό σαν εθελοντής και θα αποστρατευτεί ως υπαξιωματικός  αφού παρασημοφορηθεί, μετά τον τραυματισμό του κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, σε αντίθεση με τον ήρωά του βιβλίου του, Μπαρνταμού, ο οποίος είναι επίσης εθελοντής, αλλά ένας απλός φαντάρος που παλεύει με τα σκοτάδια στα μετόπισθεν και χάνεται μέσα στις νύχτες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Σελίν για να διηγηθεί την ιστορία του, δείχνει ότι μέσα στον μεγαλοαστό υπαξιωματικό ζει και απελπίζεται ο φτωχός Μπαρνταμού του βιβλίου.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1912, ο νεαρός Φερδινάνδος Μπαρνταμού, ο αφηγητής του βιβλίου του Σελίν,  κατατάσσεται στο στρατό λοιπόν και είναι εκεί ακριβώς που αρχίζει το καταπληκτικό αυτό πρώτο μυθιστόρημά του «Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας», το οποίο περιλαμβάνει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά και πολλές διαφοροποιήσεις. Είναι η αγνότητα, και ο αυθορμητισμός του δεκαοκτάχρονου φοιτητή της Ιατρικής -"στρατιώτης τζαμπέ"-  που τον στέλνει στο πρώτο ταξίδι στην άκρη της νύχτας κυριολεκτικά, όταν προσπαθεί να φέρει σε πέρας τις επισφαλείς αποστολές του, ως εθελοντής στρατιώτης έχοντας να διασχίσει αποστάσεις  από το ένα υποφωτισμένο χωριό στο άλλο, ακολουθώντας μόνο τη νύχτα. Το σκοτάδι. 

Η ιστορία συνεχίζεται με μια άκρως ενδιαφέρουσα περιπλάνηση του ήρωα, από την Αφρική και τις αποικίες μέχρι τη Νέα Υόρκη και πίσω στη Γαλλία σε διάφορες πόλεις, προσπαθώντας να αποφύγει το σκοτάδι που τον ακολουθεί σε κάθε καινούριο καταφύγιο. Μια συναρπαστική ιστορία με ακόμα πιο συναρπαστικό αφηγηματικό λόγο. 

Δεν έχω την χαρά να γνωρίζω τόσο καλά γαλλικά και συνεπώς κρίνοντας από τη μετάφραση, που φαίνεται πολύ επιτυχημένη - συνοδευμένη από επεξηγηματικά σχόλια της μεταφράστριας -  αντιλαμβάνομαι έναν λόγο ιδιαίτερο, που φαίνεται να συνδυάζει την αργκό με τη λόγια γλώσσα. Ακούς έναν φοιτητή της Ιατρικής να μιλάει σαν αλήτης του δρόμου, σε λογοτεχνικό έργο του 1932. Κατέλυσε κάθε λογοτεχνική σύμβαση της εποχής του ο Σελίν και έκανε μεγάλη επιτυχία το βιβλίο του την εποχή που πρωτοεκδόθηκε. Γιατί όμως συνεχίζει να διαβάζεται ακόμα και σήμερα; Είναι, πιστεύω, ο ευφυής τρόπος αφήγησης του ταξιδιού-αλλά και το ίδιο το ταξίδι- στον μέσα κι έξω κόσμο, αλλά και η ανατριχιαστική απελπισία του ήρωα και ο ανατρεπτικός τρόπος που βλέπει τους ανθρώπους και τη ζωή γενικότερα. Όχι μόνο το στυλ, όπως αρκετά ταπεινά είχε δηλώσει τότε ο ίδιος ο συγγραφέας, αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου, το έκανε επιτυχία, και ακόμα η μουσική που εκπέμπει καθώς το διαβάζεις .

Έχουμε περιγραφή από το εργοστάσιο Ford στο Ντιτρόιτ, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τη ζωή στο Μανχάταν, που επίσης μπορεί να ενδιαφέρει. Ακόμα βλέπουμε εικόνες από γαλλική αποικία της Αφρικής την ίδια εποχή, δηλαδή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και κάποια χρόνια μετά.

Κατηγορήθηκε ο ίδιος για ιδεολογική υιοθέτηση του ναζισμού και έχει όντως γράψει λιβέλους κατά των εβραίων και άλλα ρατσιστικά κείμενα  ξεχωριστά, αλλά δεν παρατήρησα κανενός είδους προπαγάνδα της φασιστικής ιδεολογίας σ’ αυτό το βιβλίο. Αντίθετα μπορεί κανείς να αντιληφθεί πολλές «αναρχικές» απόψεις όπως επί παραδείγματι την περιφρόνηση του κύρους του κράτους και των κανόνων που οφείλει να ακολουθεί ο στρατιώτης, καθώς επίσης και την εκμετάλλευση των εργατών από τα αφεντικά. 

Η αγάπη δεν είναι το συναίσθημα το αγνό και ανιδιοτελές, που πιστεύουν οι πολλοί, αλλά μια σιχαμερή εξάρτηση-καταπίεση. Υπάρχει όμως ένας «φίλος» στην Αφρική που εργάζεται κάτω από αντίξοες συνθήκες για να μεγαλώσει στην πατρίδα την ανεψιά του, που δεν έχει άλλους συγγενείς ή πόρους για να επιβιώσει με αξιοπρέπεια. Μέσα στα μαύρα σκοτάδια της νύχτας, ο νεαρός Μπαρνταμού και αργότερα γιατρός σε φτωχοσυνοικίες του Παρισιού, θα συναντήσει και κάνα  δυο άτομα που φωτίζονται από αλήθεια και εντιμότητα, όπως αυτός ο «φίλος».

Παράλληλα έχουμε την ιστορία του Ροβινσώνα, του alter ego του Μπαρνταμού, με τον οποίο συναντιέται παντού και πάντα μέχρι το τέλος του Ροβινσώνα και του βιβλίου.


Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς γιατί: σε διασκεδάζει ξαφνιάζοντάς σε με τις αιρετικές απόψεις που σουλατσάρουν μέσα του, για τον πόλεμο, τη φιλία, την ευτυχία, την απελπισία, τον έρωτα, το σεξ, την τρέλα, την εξουσία, γιατί έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία που τη διηγείται με ένα τρόπο που ακόμα και σήμερα που δεν είναι πια πρωτοποριακός σε συναρπάζει και την ακολουθείς, όπως τα παιδάκια τον μαγικό αυλό του παραμυθιού! Ακόμα, επειδή σαρκάζει με χιούμορ και αυτοσαρκάζεται! Καταγγέλλει και αυτοκαταγγέλλεται, όπως μόνο οι ευφυείς μπορούν να το κάνουν και όπως οι άξιοι συγγραφείς μπορούν να το καταγράψουν.

«.. Σωστά το λες! Δεν αλλάζουμε! Μήτε κάλτσες μήτε αφεντικά μήτε απόψεις, ή αλλάζουμε τόσο αργά που δεν αξίζει πια τον κόπο. Γεννηθήκαμε πιστοί εμείς, μέχρι σκασμού! Στρατιώτες τζαμπέ, ήρωες για τον κόσμο όλο και πίθηκοι που μιλάνε, λέξεις βασανισμένες, τα τεκνά του Βασιλιά Αθλίου είμαστε. Αυτός μας πηδάει! Έτσι και δεν καθίσεις φρόνιμα, σφίγγει….Έχει τα δάχτυλά του γύρω από το λαιμό, συνέχεια, ούτε να μιλήσεις δεν μπορείς, πρέπει να προσέχεις άμα θες να φας…Για ψύλλου πήδημα, σε στραγγαλίζει… Δεν είναι ζωή αυτή…»
«Υπάρχει η αγάπη, Μπαρνταμού!»
«Η αγάπη , Αρθούρε μου, είναι το άπειρο στο επίπεδο των κανίς, κι έχω και μια αξιοπρέπεια εγώ!»

 Ο Σελίν αφιέρωσε το Ταξίδι του στην  Elisabeth Craig, μια αμερικανίδα χορεύτρια με την οποία συνέζησε από το 1927 μέχρι το 1933, οπότε εκείνη αποφάσισε να διακόψει τη σχέση της μαζί του και να επιστρέψει στις ΗΠΑ. Σε συνέντευξή της πολλά χρόνια αργότερα δήλωσε «Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να ζήσω μ’ αυτήν την αίσθηση του θανάτου δίπλα μου.»

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

The Corrections



by Jonathan Franzen


·         Ο Jonathan Franzen γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1959, στο Western Springs στο Illinois των ΗΠΑ.

Το τρίτο παιδί μιας μικροαστικής οικογένειας στις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Οι πραγματιστές γονείς του δεν έχουν στις βασικές τους αξίες την πνευματική καλλιέργεια και δεν θεωρούν την Τέχνη αξιόλογη ενασχόληση για κανέναν από τους τρεις γιους τους. Στρέφουν τον μικρότερο προς τις θετικές επιστήμες. Παρόλα αυτά ο  Jonathan θα γίνει μετά από χρόνια εξώφυλλο στο περιοδικό Time με τον τίτλο του σημαντικότερου εν ζωή αμερικανού συγγραφέα.

Το βιβλίο του “The Corrections (ελληνική έκδοση « Οι Διορθώσεις», Ωκεανίδα 2002) κυκλοφορεί στη χώρα του, την πρώτη του Σεπτέμβρη 2001 και είναι το τρίτο στη σειρά μετά από το « Η Εικοστή Έβδομη Πολιτεία» (1988) και το « Κραδασμοί» (1992). Είναι όμως αυτό που του χαρίζει το σημαντικότερο βραβείο πεζογραφίας στις ΗΠΑ, το National Book Award.

Το επόμενο βιβλίο του εκδίδεται σχεδόν 10 χρόνια αργότερα με τον τίτλο “Freedom” και είναι αυτό που τον κάνει ευρύτερα γνωστό στο διεθνές αναγνωστικό κοινό.

Στο The Corrections έχουμε μια πενταμελή οικογένεια και παρακολουθούμε σε ξεχωριστές ενότητες τη ζωή του κάθε μέλους, με την επιθυμία της κατά τα άλλα επικριτικής μητέρας, να περάσουν για μια τελευταία φορά όλοι μαζί τα Χριστούγεννα στο πατρικό σπίτι, στο St Jude. Η διήγηση πηγαίνει μπρος-πίσω στο χρόνο χωρίς να μπερδεύει τον αναγνώστη και παράλληλα θίγονται πολλά κοινωνικά θέματα, όπως το θέμα του υλιστικού προσανατολισμού της ζωής του μέσου αμερικανού, το έλλειμμα στόχων στη ζωή των ηρώων, την παρέμβαση των γονιών, κυρίως της μητέρας, στη ζωή των ενήλικων πια παιδιών τους, την αρρώστια που προκαλεί άνοια και οδηγεί σε δύσκολα μονοπάτια τον ηλικιωμένο πατέρα, την άρνηση της επαρχιώτικης κοινωνίας στη διαφορετικότητα, το ρόλο της Αμερικής στην παγκόσμια οικονομική κρίση που έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

Είναι αναμφισβήτητα πολύ καλός μάστορας του λόγου, ο Jonathan Franzen.  Απολαμβάνεις την ανάγνωση, βλέπεις τους χαρακτήρες να εξελίσσονται, τις σχέσεις μεταξύ τους να αναδιαμορφώνονται και μοιάζει στο τέλος να τους ξέρεις αυτούς τους ήρωες, όπως με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα στην Αγγλία, στη Ρωσία και τη Γαλλία. Προσωπικά θεωρώ ανιαρά μόνο  κάποια –ευτυχώς ελάχιστα-σημεία, πολύ λεπτομερούς έρευνας για όχι πρώτης σημασίας για το συνολικό έργο θέματα, χωρίς αυτό να είναι πρόβλημα στο σύνολο των 653 σελίδων (από τις εκδόσεις HarperCollins).

Στις μέρες μας - όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας- το άτομο με τα τόσα προσωπικά, οικονομικά, κοινωνικά προβλήματα που γυρνάει κουρασμένο από τη δουλειά του, δε θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο θα του λέει «Ξέρεις δεν είσαι αυτός που νομίζεις. Ψάξε κάτω από τη μάσκα και θα δεις τη φοβερή αλήθεια της ύπαρξής σου». Προτιμάει-συνεχίζει ο Φράνζεν- την εύκολη λύση της τηλεόρασης και του Internet, τα οποία είναι εχθροί του καλού λογοτεχνικού βιβλίου.

Ο J. Franzen ήταν στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2015 σε μια ανοιχτή συζήτηση στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Μετά από την εκδήλωση έδωσε συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή που μπορείτε να διαβάσετε εδώ   

   http://www.stokokkino.gr/article/1000000000008400/Tzonathan-Franzen  

·         Για τους αγγλομαθείς φίλους προτείνω τη συνέντευξη στο The Paris Review στον παρακάτω σύνδεσμο.

 http://www.theparisreview.org/interviews/6054/the-art-of-fiction-no-207-jonathan-franzen