Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 12 Ιουλίου 2025

James Joyce, Γράμματα στη Νόρα

 



Ο Τζόυς γεννήθηκε το 1882 σε ένα προάστιο του Δουβλίνου και ήταν το πρώτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας.

Ήταν είκοσι δύο χρονών ό ίδιος και δεκαεννέα η Νόρα, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά, στις δεκαέξι Ιουνίου του 1904. Ήταν τόσο σημαντική η ημερομηνία γι αυτόν, ώστε τοποθέτησε τη δράση του «Οδυσσέα»
  του, μέσα στις 24 ώρες της και γιορτάζεται κάθε χρόνο με το όνομα Bloomsday, από το πλήθος των θαυμαστών του.

Τα γράμματά του, στη «μικρή κατσουφιασμένη Νόρα» την «χιλιάκριβη» του αγάπη, έχουν διάρκεια από το 1904, ( όταν μετά τη φυγή και την εγκατάστασή τους στην Τεργέστη, ο ίδιος γύρισε για λίγο στην Ιρλανδία, μόνος του) , και φτάνουν μέχρι το 1922, τη χρονιά έκδοσης του «Οδυσσέα» όπου της προτείνει , «Ω αγαπημένη μου….(πόσο θα ήθελα) να διαβάσεις αυτό το βιβλίο που ράγισε την καρδιά μου και να με πάρεις κοντά σου για να με κάνεις ό,τι θέλεις».

Η σχέση τους ταυτίζει τη μοναξιά και τη θλίψη δύο παιδιών «ξένων στην ίδια τους τη χώρα».

Τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται στα γράμματά του, είναι η λαχτάρα του για αυτήν, «Θέλω να είμαι κύριος της ψυχής και του κορμιού σου», η ανάγκη του να παίρνει δύναμη από την αγάπη της, ο πόθος του για το κορμί της, ο αισθησιασμός της, η απέχθειά του για το Δουβλίνο, «Πόση αηδία, αηδία, αηδία, μου φέρνει το Δουβλίνο! Είναι η πόλη της αποτυχίας, της εχθρότητας και της δυστυχίας. Λαχταρώ να φύγω από δω πέρα».

«Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια».

Βέβαια υπάρχουν και ορισμένες επιστολές του από το Δουβλίνο, όταν αυτή βρίσκεται στην Τεργέστη, τα οποία βρίθουν από αχαλίνωτο ερωτισμό και ακραίες σεξουαλικές φαντασιώσεις. Τίποτα όμως δεν είναι σοκαριστικό και βρώμικο, μέσα στο όλο πλαίσιο της επιστολής: «Τη μια στιγμή σε βλέπω σαν παρθένα  ή σαν μαντόνα και την επόμενη στιγμή σε βλέπω αναίσχυντη, αγέρωχη, μισόγυμνη, πρόστυχη! Τι σκέφτεσαι για μένα; Μήπως σε αηδιάζω;».

Όταν το 1909 βρέθηκε σε μια συγκέντρωση αρκετών ανθρώπων, «..και όλοι μου λέγανε την ίδια ιστορία: ότι θα γίνω ο μεγαλύτερος συγγραφέας της χώρας μου στο μέλλον», τίποτα από αυτά, της γράφει, δεν τον άγγιζαν αλλά σκεφτόταν μόνο «εκείνη που με κρατάει στο χέρι της σα βοτσαλάκι». Ζητάει να τον στηρίζει, να τον προστατεύει, σα να ήταν το παιδάκι της και να τον μαλώνει όταν κάνει τις τρέλες του. Άλλοτε, όμως, της λέει πόσο τον πληγώνει η ψυχρότητα και η χοντροκοπιά της, όπως όταν δεν συμμερίστηκε τη συγκίνησή του στην όπερα, ή όταν τον αποκάλεσε ηλίθιο επειδή γύρισε σπίτι αργά. «Ποτέ δεν θα κουραστώ από σένα, πολυαγαπημένη –να ήσουν μόνο λιγάκι πιο ευγενική!».

Επίσης αναφέρεται ευγενικά στο ότι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τα γραπτά του, αν και αυτή είναι η μούσα του σε αυτά που γράφει, (η Μόλλυ Μπλούμ στο Οδυσσέα, η Γκρέτα Κονρόυ στους Νεκρούς, η Άννα Λίβια Πλούραμπελ στο Αγρύπνια των Φίνεγκαν..).

Η αγωνία του επαναλαμβάνεται, να βρει κάποια χρήματα για να τα βγάζουν πέρα, αλλά και για να της κάνει τα δώρα που επιθυμεί αυτός. Και δίνει τα λιγοστά χρήματά του για να της τυπώσει έναν πολυτελή τόμο, το βιβλιοδετημένο χειρόγραφο της ποιητικής του συλλογής «Μουσική Δωματίου». Ήταν ένας πολύ καλός τενόρος, εκτός των άλλων.

«Ίσως τούτο το βιβλίο που σου στέλνω», της γράφει στις 22 Δεκεμβρίου 1909 από το Δουβλίνο, «να ζήσει πιο πολύ από σένα και από μένα. Ίσως μια μέρα τα δάχτυλα ενός νεαρού άντρα ή μιας νεαρής γυναίκας (των παιδιών των παιδιών μας) να ξεφυλλίσουν ευλαβικά τα φύλλα της περγαμηνής, όταν πια οι δύο εραστές που τα αρχικά τους είναι χαραγμένα στο κάλυμμα, θα έχουν χαθεί από καιρό. Τίποτα δεν θα έχει μείνει τότε, αγαπημένη μου, απ’ τα φτωχά μας τα κορμιά που τα συντάραζαν τα πάθη και ποιος να ξέρει πού θα βρίσκονται δύο ψυχές που συνεννοούνταν μονάχα με το βλέμμα..».

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου