Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Κεφάλαιο 2



Μετά το θάνατο του μπαμπά, δεν ξέρω τι έκανα.
Η επόμενη εικόνα είναι τρία χρόνια αργότερα, τότε που τέλειωνα τη  δευτέρα, στο 61ο Δημοτικό σχολείο, Θεσσαλονίκης.

Καθόμουν στην καρέκλα, την ψηλή, του περιπτέρου και καμάρωνα δίπλα στη μαμά. Είχα ξεχάσει εντελώς ότι εκεί, σ’ εκείνο το περίπτερο, σε κείνη την καρέκλα, είχε πεθάνει ο μπαμπάς.

 Μια μέρα η μαμά μου είπε πως έπρεπε να πάει δίπλα στο ξενοδοχείο, για μια δουλειά. Όσο έλειπε και για πρώτη φορά μόνη μου στο περίπτερο, έπρεπε να εξυπηρετήσω έναν πελάτη. Γείτονας ήταν. Μεγάλος άνθρωπος. Παίρνει λοιπόν μία τσίχλα, ωραία σκέφτομαι, «μισή δραχμή, κύριε» λέω με ύφος ενήλικα. Χαμογελάει και μου δίνει πεντακοσάρικο! Του έδωσα τα ρέστα σωστά. Μ’ αυτόν τον τρόπο πέρασα το τεστ, και η ζωή μου άλλαξε.

 Κάθε μέρα μετά το σχολείο θα πήγαινα στο περίπτερο για να μπορέσει να πάει σπίτι η μαμά, να φάει και να ξεκουραστεί. Τέλεια! Ένοιωθα πολύ σπουδαία που μπορούσα να το κάνω αυτό. Το μόνο πρόβλημα – τα προβλήματα τότε δεν λύνονταν εύκολα, για κάποιους λόγους, προσωπικούς ή κοινωνικούς – ότι τα χέρια μου μαύριζαν από τις εφημερίδες της μιάμισης δραχμής, που πουλούσα, με αποτέλεσμα τα τετράδια του σχολείου μου να μουτζουρώνονται και να μένουν μουτζουρωμένα και να με τρώει ένα άδικο συναίσθημα, όταν η κυρία – όταν είχαμε - έλεγε ότι τα τετράδιά μας έπρεπε να είναι καθαρά και τακτοποιημένα σαν της Ελισάβετ! Που ήταν ξανθιά και αμίλητη και απόμακρη. Ολοκάθαρη.

Έτσι λοιπόν με τα βιβλία στην αγκαλιά -  δεν ξέρω γιατί δεν τα ‘βαζα  στην τσάντα μου - κάθε μεσημέρι, έπαιρνα τον ίδιο δρόμο και έφτανα στην Εγνατία, στην Κολόμβου, όπου με περίμενε μια μάνα στα μαύρα, αλλά με μια αγκαλιά, λιμάνι της Μεσογείου και ένα χαμόγελο, βάλσαμο. Όταν έμενα μόνη στο περίπτερο,  άρχιζα να διαβάζω κάποιες εφημερίδες, στην αρχή από περιέργεια, γιατί ερχόταν κάποιος και μου έλεγε να βγω έξω, να μαζέψω κάποιες εφημερίδες και να τις πάρω μέσα και αν ήθελα να ξέρω, ο πατέρας μου δεν τις κρεμούσε ποτέ έξω αυτές τις «παλιοφυλλάδες». Δεν καταλάβαινα, αλλά τις μάζευα και μετά προσπαθούσα να διαβάσω να δω τι έλεγαν, αλλά πάλι δεν καταλάβαινα.


Μια φορά που καθόμουν ήσυχα και διάβαζα τα μαθήματά μου άκουσα από μακριά φωνές και φασαρίες. Πέρα, από το Βαρδάρη. Και πιο πέρα ακόμη, που δεν είχα πάει ποτέ. Από το άγνωστο! Ήταν η πρώτη φορά και τρόμαξα πολύ. Μετά είδα τους αστυνομικούς από το Έκτο αστυνομικό τμήμα, που ήταν δίπλα και ηρέμησα κάπως. Όταν όμως είδα την «πομπή» των τρακτέρ να πλησιάζει, τα ‘χασα. Ήθελα να ήταν εκεί η μαμά. Ήταν μια σειρά από τεράστια – στα μάτια μου – τρακτέρ και πολλοί άνθρωποι, αγριεμένοι.  Οι αστυνομικοί με παράτησαν και πήγαιναν προς τα πάνω τους. Τους έβαζαν φωτιά νόμιζα! Γιατί έβλεπα να βγαίνουν καπνοί και κάποιοι να πέφτουν, άλλοι να πετάνε πέτρες και ο θόρυβος όλο και να μεγαλώνει. Ορυμαγδός, χαλασμός κόσμου. Ήθελα να φύγω, να κρυφτώ στο 21 – Εγνατία 21. Δεν μπορούσα όμως να κουνηθώ και περίμενα τα τρακτέρ να περάσουν από πάνω από το περίπτερό μας! Έτσι νόμιζα ότι θα γίνει. Αλλά δεν έγινε. Μόνο κάποιοι από τους άγριους που φώναζαν, βγάλανε τις εφημερίδες εκείνες και τις πήρανε. Μου πέταξαν ένα τάλιρο κι ένα χαμόγελο! Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τίποτα, μόνο τον τρόμο από την οχλαγωγία ένοιωθα.



Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 60. Τότε που οι κυβερνήσεις ανέβαιναν κι έπεφταν σαν πυρετός! Λίγο πριν τη χούντα του 67. Τότε που δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά δεν το ήξερα. Όταν ο κόσμος μου ήταν το περίπτερο και το σχολείο μου, το οποίο προσπαθούσα τόσο πολύ να αγαπήσω, αλλά αυτό με έδιωχνε. Ό Διευθυντής που μας έβριζε κάθε πρωί γιατί δεν κάναμε ησυχία, ο αστυνομικός που αντί για δάσκαλος  καθόταν στην έδρα και μας αγριοκοίταζε! Εγώ που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για τον φασίολο αλλά δεν είχαμε δάσκαλο και κάποιος μας έπαιζε κιθάρα.

Μετά έμαθα ότι αυτό που έγινε το λέγανε διαδήλωση και αυτοί οι κακοί με τα τρακτέρ ήταν οι «παλιοαγρότες» που δεν καθόντουσαν στα χωριά τους αλλά έρχονταν στην Σαλονίκη μας και χαλούσαν τους δρόμους και τον κόσμο με τα τρακτέρ τους «οι πούστηδες» - καινούρια άγνωστη λέξη που ούτε η μαμά την ήξερε! Έτσι έμαθα την άλλη μέρα. Πληροφοριοδότης μου και «δάσκαλος», ο πληροφοριοδότης και του Έκτου δίπλα, που με συμβούλευε να μην κρεμάω έξω τις παλιοφυλλάδες.


Τα τρακτέρ ήρθαν και ξαναήρθαν αλλά τώρα ήξερα και ο φόβος μου δεν ήταν και τόσο μεγάλος όσο την πρώτη φορά. Έβλεπα τα τεράστια λάστιχα από τις ρόδες τους και λάσπες να πετιούνται, δακρυγόνα έβγαζαν καπνούς, τα μάτια έτσουζαν και αυτοί που περνούσαν μπροστά και πίσω από το περίπτερο, ήταν αγριεμένοι και φώναζαν και δεν μπορούσα να καταλάβω  γιατί. Η μαμά μου έλεγε πως είμαι μικρή ακόμα και να μην ανακατεύομαι σ’ αυτά. Εγώ όμως άκουσα την Καλυψώ μου να λέει « Οι αγωνιστές αγρότες» και « ως πότε θα μας δέρνουνε, ως πότε» και  "κατάλαβα" ότι είχαν δίκιο που φώναζαν. Οι αγρότες αγωνιστές. Δεν καταλάβαινα  γιατί αγωνιστές,  αλλά εμείς ήμασταν μ’ αυτούς και ο τύπος από το Έκτο, ήταν βλάκας που έλεγε αυτά τα πράγματα γι αυτούς. Ένας βλάκας.


(Συνεχίζεται)