Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Αγαπώ



Αγαπώ τα γνήσια βλέμματα
Αγαπώ τη νύχτα
Αγαπώ τις σιωπές
Αγαπώ αυτούς που έχουν πάνω τους έρωτα
Αγαπώ αυτούς που ξεγυμνώνουν την ψυχή τους χωρίς φόβο
Αγαπώ τα παραμύθια
Αγαπώ να ψάχνω λύσεις
Αγαπώ να παραδέχομαι ότι η αλήθεια μου ήταν ένα ψέμα
Αγαπώ να ξέρω ότι υπάρχει το αδύνατο και να το γυρεύω
Αγαπώ να κλαίω και να λυπάμαι για το ανέφικτο
Αγαπώ να ξέρω ότι υπάρχεις κάπου στην ανυπαρξία
Αγαπώ την απογείωση
Αγαπώ την έμπνευση
Αγαπώ το κάτι που με ταξιδεύει
Αγαπώ τους άντρες που κλαίνε από αγάπη
Αγαπώ αυτούς που παθιάζονται
Αγαπώ τον έρωτα για την ψυχή
Αγαπώ την ομορφιά της κάθε ηλικίας
Αγαπώ τα δύσκολα
Αγαπώ το φως μες το σκοτάδι
Αγαπώ τις παυσίπονες αγκαλιές
Αγαπώ τις αναμνήσεις μου
Αγαπώ όλους μου τους έρωτες
Αγαπώ να ακούω ψέματα για ν’ αντέχω
Αγαπώ να μαθαίνω
Αγαπώ να σκέφτομαι
Αγαπώ τη θάλασσα
Αγαπώ τον ουρανό
Αγαπώ να σ’ ακολουθώ
Αγαπώ να τρελαίνομαι από την ελευθερία μου
Αγαπώ να σε κοιτώ και ας λείπεις
Αγαπώ τη μοναξιά μου
Αγαπώ τη δύναμη
Αγαπώ την ευαισθησία
Αγαπώ την αλήθεια
Αγαπώ να ζω ελεύθερη
Αγαπώ να μη φοβάμαι
Αγαπώ να ελπίζω
Αγαπώ τις αλλαγές
Αγαπώ την καθημερινότητα
Αγαπώ τις ψευδαισθήσεις
Αγαπώ αυτούς που σαστίζουν στις κρίσιμες στιγμές
Αγαπώ τους ήχους της βροντής
Αγαπώ το βρεγμένο χώμα
Αγαπώ τα βρεγμένα πεζοδρόμια στις μεγαλουπόλεις
Αγαπώ το άρωμα της βροχής
Αγαπώ αυτούς που περπατούν στη βροχή
Αγαπώ αυτούς που βγάζουν μουσική όταν σε κοιτούν
Αγαπώ την ομορφιά του κόσμου
Αγαπώ το παρελθόν του κόσμου
Αγαπώ αυτούς που αγωνίζονται
Αγαπώ αυτούς που προσφέρουν ανιδιοτελώς
Αγαπώ την αλληλεγγύη
Αγαπώ το άπλωμα του χεριού στην απελπισία του άλλου
Αγαπώ να ψιθυρίζω και να ουρλιάζω μέσα μου
Αγαπώ να τρέχω
Αγαπώ να ταξιδεύω σε δρόμους ξένους, μακρινούς
Αγαπώ να επιστρέφω
Αγαπώ να ιδρώνω από αγωνία
Αγαπώ να ουρλιάζω ένα τραγούδι οδηγώντας σε μέρη άγνωστα
Αγαπώ το νερό
Αγαπώ και τον αέρα για το χατίρι σου
Αγαπώ τις καμπάνες του χωριού
Αγαπώ το άρωμα της φωτιάς και της θάλασσας
Αγαπώ τη λύπη στα μάτια σου
Αγαπώ την παρηγοριά που δίνει το χάδι
Αγαπώ τις γεμάτες συναισθήματα κουβέντες
Αγαπώ τη χαρά που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι
Αγαπώ το αληθινό γέλιο ΄
Αγαπώ ………..


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Κεφάλαιο 2



Μετά το θάνατο του μπαμπά, δεν ξέρω τι έκανα.
Η επόμενη εικόνα είναι τρία χρόνια αργότερα, τότε που τέλειωνα τη  δευτέρα, στο 61ο Δημοτικό σχολείο, Θεσσαλονίκης.

Καθόμουν στην καρέκλα, την ψηλή, του περιπτέρου και καμάρωνα δίπλα στη μαμά. Είχα ξεχάσει εντελώς ότι εκεί, σ’ εκείνο το περίπτερο, σε κείνη την καρέκλα, είχε πεθάνει ο μπαμπάς.

 Μια μέρα η μαμά μου είπε πως έπρεπε να πάει δίπλα στο ξενοδοχείο, για μια δουλειά. Όσο έλειπε και για πρώτη φορά μόνη μου στο περίπτερο, έπρεπε να εξυπηρετήσω έναν πελάτη. Γείτονας ήταν. Μεγάλος άνθρωπος. Παίρνει λοιπόν μία τσίχλα, ωραία σκέφτομαι, «μισή δραχμή, κύριε» λέω με ύφος ενήλικα. Χαμογελάει και μου δίνει πεντακοσάρικο! Του έδωσα τα ρέστα σωστά. Μ’ αυτόν τον τρόπο πέρασα το τεστ, και η ζωή μου άλλαξε.

 Κάθε μέρα μετά το σχολείο θα πήγαινα στο περίπτερο για να μπορέσει να πάει σπίτι η μαμά, να φάει και να ξεκουραστεί. Τέλεια! Ένοιωθα πολύ σπουδαία που μπορούσα να το κάνω αυτό. Το μόνο πρόβλημα – τα προβλήματα τότε δεν λύνονταν εύκολα, για κάποιους λόγους, προσωπικούς ή κοινωνικούς – ότι τα χέρια μου μαύριζαν από τις εφημερίδες της μιάμισης δραχμής, που πουλούσα, με αποτέλεσμα τα τετράδια του σχολείου μου να μουτζουρώνονται και να μένουν μουτζουρωμένα και να με τρώει ένα άδικο συναίσθημα, όταν η κυρία – όταν είχαμε - έλεγε ότι τα τετράδιά μας έπρεπε να είναι καθαρά και τακτοποιημένα σαν της Ελισάβετ! Που ήταν ξανθιά και αμίλητη και απόμακρη. Ολοκάθαρη.

Έτσι λοιπόν με τα βιβλία στην αγκαλιά -  δεν ξέρω γιατί δεν τα ‘βαζα  στην τσάντα μου - κάθε μεσημέρι, έπαιρνα τον ίδιο δρόμο και έφτανα στην Εγνατία, στην Κολόμβου, όπου με περίμενε μια μάνα στα μαύρα, αλλά με μια αγκαλιά, λιμάνι της Μεσογείου και ένα χαμόγελο, βάλσαμο. Όταν έμενα μόνη στο περίπτερο,  άρχιζα να διαβάζω κάποιες εφημερίδες, στην αρχή από περιέργεια, γιατί ερχόταν κάποιος και μου έλεγε να βγω έξω, να μαζέψω κάποιες εφημερίδες και να τις πάρω μέσα και αν ήθελα να ξέρω, ο πατέρας μου δεν τις κρεμούσε ποτέ έξω αυτές τις «παλιοφυλλάδες». Δεν καταλάβαινα, αλλά τις μάζευα και μετά προσπαθούσα να διαβάσω να δω τι έλεγαν, αλλά πάλι δεν καταλάβαινα.


Μια φορά που καθόμουν ήσυχα και διάβαζα τα μαθήματά μου άκουσα από μακριά φωνές και φασαρίες. Πέρα, από το Βαρδάρη. Και πιο πέρα ακόμη, που δεν είχα πάει ποτέ. Από το άγνωστο! Ήταν η πρώτη φορά και τρόμαξα πολύ. Μετά είδα τους αστυνομικούς από το Έκτο αστυνομικό τμήμα, που ήταν δίπλα και ηρέμησα κάπως. Όταν όμως είδα την «πομπή» των τρακτέρ να πλησιάζει, τα ‘χασα. Ήθελα να ήταν εκεί η μαμά. Ήταν μια σειρά από τεράστια – στα μάτια μου – τρακτέρ και πολλοί άνθρωποι, αγριεμένοι.  Οι αστυνομικοί με παράτησαν και πήγαιναν προς τα πάνω τους. Τους έβαζαν φωτιά νόμιζα! Γιατί έβλεπα να βγαίνουν καπνοί και κάποιοι να πέφτουν, άλλοι να πετάνε πέτρες και ο θόρυβος όλο και να μεγαλώνει. Ορυμαγδός, χαλασμός κόσμου. Ήθελα να φύγω, να κρυφτώ στο 21 – Εγνατία 21. Δεν μπορούσα όμως να κουνηθώ και περίμενα τα τρακτέρ να περάσουν από πάνω από το περίπτερό μας! Έτσι νόμιζα ότι θα γίνει. Αλλά δεν έγινε. Μόνο κάποιοι από τους άγριους που φώναζαν, βγάλανε τις εφημερίδες εκείνες και τις πήρανε. Μου πέταξαν ένα τάλιρο κι ένα χαμόγελο! Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τίποτα, μόνο τον τρόμο από την οχλαγωγία ένοιωθα.



Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του 60. Τότε που οι κυβερνήσεις ανέβαιναν κι έπεφταν σαν πυρετός! Λίγο πριν τη χούντα του 67. Τότε που δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά δεν το ήξερα. Όταν ο κόσμος μου ήταν το περίπτερο και το σχολείο μου, το οποίο προσπαθούσα τόσο πολύ να αγαπήσω, αλλά αυτό με έδιωχνε. Ό Διευθυντής που μας έβριζε κάθε πρωί γιατί δεν κάναμε ησυχία, ο αστυνομικός που αντί για δάσκαλος  καθόταν στην έδρα και μας αγριοκοίταζε! Εγώ που ήθελα τόσο πολύ να μάθω για τον φασίολο αλλά δεν είχαμε δάσκαλο και κάποιος μας έπαιζε κιθάρα.

Μετά έμαθα ότι αυτό που έγινε το λέγανε διαδήλωση και αυτοί οι κακοί με τα τρακτέρ ήταν οι «παλιοαγρότες» που δεν καθόντουσαν στα χωριά τους αλλά έρχονταν στην Σαλονίκη μας και χαλούσαν τους δρόμους και τον κόσμο με τα τρακτέρ τους «οι πούστηδες» - καινούρια άγνωστη λέξη που ούτε η μαμά την ήξερε! Έτσι έμαθα την άλλη μέρα. Πληροφοριοδότης μου και «δάσκαλος», ο πληροφοριοδότης και του Έκτου δίπλα, που με συμβούλευε να μην κρεμάω έξω τις παλιοφυλλάδες.


Τα τρακτέρ ήρθαν και ξαναήρθαν αλλά τώρα ήξερα και ο φόβος μου δεν ήταν και τόσο μεγάλος όσο την πρώτη φορά. Έβλεπα τα τεράστια λάστιχα από τις ρόδες τους και λάσπες να πετιούνται, δακρυγόνα έβγαζαν καπνούς, τα μάτια έτσουζαν και αυτοί που περνούσαν μπροστά και πίσω από το περίπτερο, ήταν αγριεμένοι και φώναζαν και δεν μπορούσα να καταλάβω  γιατί. Η μαμά μου έλεγε πως είμαι μικρή ακόμα και να μην ανακατεύομαι σ’ αυτά. Εγώ όμως άκουσα την Καλυψώ μου να λέει « Οι αγωνιστές αγρότες» και « ως πότε θα μας δέρνουνε, ως πότε» και  "κατάλαβα" ότι είχαν δίκιο που φώναζαν. Οι αγρότες αγωνιστές. Δεν καταλάβαινα  γιατί αγωνιστές,  αλλά εμείς ήμασταν μ’ αυτούς και ο τύπος από το Έκτο, ήταν βλάκας που έλεγε αυτά τα πράγματα γι αυτούς. Ένας βλάκας.


(Συνεχίζεται)





Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Κεφάλαιο 1

 Εκείνη η μέρα



Εκείνη την ημέρα ψάχνω να βρω. Μέρα, μαύρο σκοτάδι.
 Τη χάνω. 


Η νύχτα της όμως, έχει κάποιες εικόνες φωτεινές: Πίσω από μια τεράστια πλάτη βλέπω μικρές φλόγες. Δεν καταλαβαίνω. Κεριά δεν υπήρχαν στο σαλόνι, τώρα γιατί; Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε γάμο. Η πλάτη με κουβαλάει και τραντάζεται. Κλαίει; Δεν καταλαβαίνω. Τι ήταν αυτά τα μαύρα κεφάλια που πέρασαν ανάποδα μπροστά μου;
Τέλος.
 Και η εικόνα και η νύχτα.


Τίποτα δε φωτίστηκε. Πάντα αυτές οι σκιές στο φως των κεριών, η πλάτη, η μυρωδιά αλκοόλ, το λιβάνι και το τράνταγμα  (κλάμα;).


Πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης. Ήταν Σεπτέμβρης, γιατί οι μεγάλοι έλεγαν ότι ο μπαμπάς ήθελε να μας πάει στη Έκθεση την επόμενη μέρα, τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Εκείνα τα χρόνια ήταν η μεγαλύτερη χαρά μας η Έκθεση. Βέβαια το αποκορύφωμα της χαράς ήταν τα πυροτεχνήματα τα βράδια. Κάθε βράδυ δεκαπέντε ημερών, όλα τα παιδιά του πάρκου με τα περιστέρια, ανεβαίναμε «δικαιωματικά» στην ταράτσα της πιο ψηλής πολυκατοικίας της γειτονιάς, αυτή της Σούλας της χοντρής, της τσουκαλίνας. Ήταν πενταόροφη και καμάρωνε ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τις παράγκες που μέναμε οι υπόλοιποι, όπως εξ άλλου και η ίδια η Σούλα, που εκτός από χοντρή ήταν και ψηλή. Νιώθαμε περηφάνια που υπήρχε στη γειτονιά μας μια τέτοια πολυκατοικία και απέραντη χαρά όταν η μαμά της Σούλας, μια αναλόγων διαστάσεων κυρία, μας επέτρεπε να ανέβουμε στον τελευταίο όροφο, όπου έμεναν. Τότε καθόμασταν στο χαλί, που εμείς ποτέ δεν είχαμε δει ωραιότερο -μόνο κουρελούδες ξέραμε- και παίζαμε με παιχνίδια, που τα πιάναμε με δέος μήπως και τα χαλάσουμε. Παίζαμε σιωπηλά. Μουρμουρίζοντας. Κάτω από το αυστηρό και παγερό βλέμμα μιας τεράστιας κούκλας που καθόταν στην πολυθρόνα με απλωμένο το γυαλιστερό της φόρεμα. Καμία σχέση με τις πάνινες που έφτιαχνε η γιαγιά και μας τις πέταγε να τις παίξουμε. Χαιρόμασταν, γιατί τις προτιμούσαμε από τα ποντικάκια που έφτιαχνε με το ίδιο μαντήλι. Πάντως τα παίζαμε και τα δύο. Στο κεφαλάκι της κούκλας έβαζε μάτια και στόμα και μείς της μιλούσαμε  και την αγαπούσαμε και αυτή μας χαμογελούσε με το μολυβένιο στόμα της.


Εκείνες τις Σεπτεμβριάτικες νύχτες μέναμε έξω μέχρι αργά και λαχταρούσαμε να ανέβουμε στην ταράτσα. Παιδιά κυρίως αλλά και μερικοί μεγάλοι. Όταν επιτέλους άρχιζαν τα πυροτεχνήματα μακριά προς τη θάλασσα, ήταν τόσος ο θαυμασμός μας που αμέσως μετά τη λάμψη και τον ήχο, γεμίζαμε τη νύχτα με ένα μεγάλο «αααααααααααααααα» το οποίο είχε ένα συγκεκριμένο ρυθμό, μουσικό τόνο, που συντονίζονταν με τα άλλα «ααα» από άλλες πολυκατοικίες, πέρα μακριά και μας ένωνε μαγικά.


Την επόμενη μέρα η σκηνή ήταν το πάρκο. Το πάρκο με τα περιστέρια. Δεν γνωρίζω αν ακόμα έχει το ίδιο όνομα, αλλά εμείς έτσι το λέγαμε πριν πενήντα χρόνια. Στο απέναντι κόκκινο παγκάκι καθόταν η Καίτη, η μεγάλη μας ξαδέρφη. Κάπου εκεί και η μεγαλύτερή μου αδερφή. Έκλαιγαν. Τις κοίταζα και δεν καταλάβαινα τίποτα. Χρονών έξι. Σα να λέμε σήμερα, δύο! Ήθελα να κάτσω δίπλα στην Καίτη αλλά μόλις πήγαινα δίπλα της έφευγε σε άλλο παγκάκι και έπαιρνε πάλι την ίδια ακατανόητη στάση: ακουμπούσε το κεφάλι της στα σταυρωμένα πάνω στην πλάτη του παγκακιού χέρια της και έκρυβε το πρόσωπό της. Έκλαιγε. Δεν ξέρω πότε κατάλαβα γιατί έκλαιγε. Εγώ δεν έκλαψα εκείνη τη μέρα. Φοβήθηκα μόνο. Φοβήθηκα πολύ. Δεν έπρεπε όμως να τον δείχνω τον φόβο μου. Η μεγάλη δεν πήγε μέσα να τον φιλήσει. Εγώ, ήθελα να δω. Μπήκα μέσα σιγά - σιγά. Από την εικόνα μόνο το σιγά - σιγά θυμάμαι και μετά το χαμόγελό του. Χαμογελούσε! Αλήθεια! Δεν υπάρχει πια κανείς να το επιβεβαιώσει αλλά εγώ το ξέρω καλά: ξαπλωμένος εκεί μες το κουτί, χαμογελούσε. Μετά το ευχάριστο, λόγω του χαμόγελου, ξάφνιασμα, ξαναγύρισε ο φόβος. «Φίλησέ τον», είπε κάποιος. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. «Το Νινί δε φοβάται» άκουσα. Μετά σιωπή. Η σιωπή των πολλών. Όλη αυτή η σιωπή ενώθηκε μέσα μου με τον φόβο. Δεν ήξερα τι γινόταν, όμως τον φίλησα. 

Στο μέτωπο.

 Παγωμένος. 

Την πήρα μέσα μου εκείνη την παγωνιά. 

Την κουβάλησα χρόνια στο στήθος μου. 

Με αγκαλιές προσπάθησα να τη ζεστάνω.

Ρέθυμνο, 30/10/2016

(Συνεχίζεται)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η Θεσσαλονίκη μου, 1











Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β, ονόμασε την κόρη του Θεσσαλονίκη, διότι συνέπεσε η γέννησή της με τη νίκη του επί των Θεσσαλών, το 353 π.Χ.


Ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Κάσσανδρος, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, επιδόθηκε στην ίδρυση πόλεων με την ελπίδα να διαδεχτεί τον Στρατηλάτη στον θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Έτσι αφού σκότωσε την μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου και παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του, Θεσσαλονίκη, ίδρυσε την πόλη Κασσάνδρα από το όνομά του και τη Θεσσαλονίκη από το όνομα της γυναίκας του. Ήταν το 315 π.Χ.


Από τότε η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα μια μεγάλη πόλη. Ευρισκόμενη σε μια εύφορη περιοχή και καλά προφυλαγμένη από όλες τις πλευρές, εξελίχτηκε σε μια πλούσια πόλη με αυξανόμενο πληθυσμό. 


Τον 3ο μ. Χ. αιώνα, ένας Ρωμαίος αξιωματικός ο Δημήτριος ο οποίος είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό, μαρτύρησε και οι πιστοί του έφτιαξαν ένα μικρό λατρευτικό τόπο κοντά στην αρχαία αγορά ( σήμερα ανασκαμμένη στην Αριστοτέλους, πάνω από την οδό Εγνατία). Γύρω από την αγορά υπήρχαν πολλά τέτοια παρεκκλήσια, όπου ήταν θαμμένα τα οστά μαρτύρων. Κάποιος ρωμαίος Έπαρχος, ο οποίος γιατρεύτηκε χάρη στη θαυματουργή δύναμη του Δημητρίου, έχτισε έναν μεγαλοπρεπή ναό στην ίδια περιοχή όπου μαρτύρησε ο Δημήτριος. Αυτός ο ναός με τα περίφημα  ψηφιδωτά κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης, το 1917 μαζί με ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Σήμερα μπορεί κανείς να θαυμάσει μέρος του ψηφιδωτού που παριστάνει τον Άγιο Δημήτριο, λαμπρό στρατηγό που «οι μαρτυρίες» τον θέλουν  να σώζει την πόλη από διάφορους εχθρούς ανά τους αιώνες!


Από την Θράκη μέχρι την Αδριατική, η Θεσσαλονίκη ήταν για αιώνες η κατά πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη πολυπολιτισμική πόλη όλης της περιοχής. Προστατευμένη από τα ισχυρά τείχη αλλά και τον κλειστό κόλπο της, δεν ήταν εύκολος στόχος κανενός κατακτητή.




Σύμφωνα με μια παράδοση των Οθωμανών, ο σουλτάνος Μουράτ ο 2ος  μια νύχτα του 1430, είδε στον ύπνο του ότι ο θεός του έδωσε ένα όμορφο, μοσχομυρωδάτο τριαντάφυλλο να το μυρίσει. Όταν ο Μουράτ τον ρώτησε αν μπορούσε να το κρατήσει, ο Θεός του είπε ότι το τριαντάφυλλο ήταν η Θεσσαλονίκη  και ότι ήταν δική του. Στην πραγματικότητα ο Μουράτ ήθελε από την αρχή την Θεσσαλονίκη δική του, όχι μόνο επειδή ήταν σημαντικό λιμάνι στη Μεσόγειο αλλά και επειδή στην ουσία, είχε παραδοθεί στους Οθωμανούς από καιρό. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν στη δύση της και δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Θεσσαλονίκη. Τα ¾ του πληθυσμού της εγκατέλειψαν την πόλη εξ αιτίας της πολιορκίας του Μουράτ του Β το 1422 και μόνο 10.000 έμειναν να την υπερασπιστούν. Όλο και πιο πολλοί από αυτούς εξέφραζαν την επιθυμία να παραδοθούν, διότι η τακτική των Οθωμανών ήταν γνωστή: Μια πόλη ή παραδίδονταν με τη θέλησή της και δεν θα υφίστατο  καμιά τιμωρία ή θα αντιστέκονταν και μετά την κατάκτησή της θα λεηλατούνταν μέχρι τελικής καταστροφής και της πόλης και των κατοίκων της, οι οποίοι θα πωλούνταν σκλάβοι στην καλύτερη των περιπτώσεων ή θα σφαγιάζονταν επί τόπου.


Η πολιορκία της πόλης άρχισε το 1422. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήθελαν να παραδοθούν φοβούμενοι τα αντίποινα των Οθωμανών. Ο Πατριάρχης Συμεών, δεν ήθελε να ακούσει κάτι τέτοιο και μετά τον θάνατό του το 1429, ο Μουράτ ετοίμασε τα όπλα του γύρω από την πόλη για να την εκπορθήσει. Ρώτησε για τελευταία φορά αν ήθελαν να παραδοθούν και οι λιγοστοί κάτοικοι βλέποντας ένα Ενετικό καράβι στο λιμάνι και ελπίζοντας στη βοήθειά τους, αρνήθηκαν και πάλι.

 Το πρωί της 29ης Μαρτίου 1430 ο Μουράτ με όλες του τις δυνάμεις μπήκε στην πόλη και την κατέστρεψε εντελώς. Υπάρχει η μαρτυρία ενός επιζώντα του Ιωάννη Αναγνώστη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα συνταρακτικά γράφει: « Κάθε στρατιώτης- Τούρκος- με το πλήθος των αιχμαλώτων που είχε πιάσει βιάζονταν να βγει από την πόλη για να μην έρθει κάποιος πιο δυνατός και του τους κλέψει. Αν δε, έβλεπε και κάποιος ήταν γέρος ή άρρωστος, του έκοβε το κεφάλι και συνέχιζε την πορεία του έξω από την πόλη, για να πουλήσει τους αιχμαλώτους του…και η πόλη είχε γεμίσει από θρήνους και απελπισία». 


Έτσι 23 χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έπεσε η Θεσσαλονίκη στα χέρια των Τούρκων. Εκεί θα ζούσαν μαζί Έλληνες και Τούρκοι αλλά και Εβραίοι που θα έρχονταν αργότερα στην πόλη, επί σχεδόν 5 αιώνες, μέχρι το 1912 που μπήκε στην πόλη ο ελληνικός στρατός!

(Συνεχίζεται)

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Σκιάς όναρ άνθρωπος



Πίνδαρος (517 πΧ - 437 πΧ )






«Επάμεροι. Τι δε τις; Τι δ’ ου τις;
Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Άλλ’ όταν αίγλα διόσδοτος έλθει,
λαμπρόν φέγγος έπεστιν ανδρών
και μείλιχος αιών».

«Εφήμεροι! Τι υπάρχεις; Τι δεν υπάρχεις;
Όνειρο μιας σκιάς ο άνθρωπος.
Όταν όμως οι θεοί του στείλουν μιαν αχτίδα,
μια δυνατή λάμψη τον φωτίζει
και η ζωή του γίνεται γλυκιά».

Αυτός ο ποιητής γεννήθηκε τον έκτο πΧ αιώνα, στις Κυνός Κεφαλές (προάστειο της Θήβας). 

Η φαινομενική αίσθηση ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής εξ αιτίας της θνητότητας, δεν πρέπει να αποθαρρύνει τις προσπάθειες για αξιοποίηση της σύντομης ύπαρξής του ανθρώπου. Φωνάζει ο Πίνδαρος, δυόμιση χιλιετίες πριν.

Εμείς μένει να ορίσουμε τους στόχους, τις επιδιώξεις και τις αξίες που θα παρωθούν την προσπάθειά μας.

Στην ανάγκη, να δημιουργήσουμε την αχτίδα από μόνοι μας, να την πλάσουμε από "υλικά" πολύτιμα για μας και να πορευτούμε με γαλήνη.


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Συμπόσιον του Πλάτωνα


 

Αυλήτρια ψυχαγωγεί άντρες σε συμπόσιο, 420 πΧ






«Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι»! Το λέμε 25 αιώνες μετά και νιώθουμε περηφάνια! Ή αποστροφή, φέρνοντας στο νου το παίδεμα ( από το παιδεύομαι, αλλά όχι από το εκπαιδεύομαι) από τα Αρχαία ελληνικά, στο σχολείο. Κάποιοι ακόμα με γελάκι, το λένε, γιατί απ’ τα λίγα που θυμούνται, ήταν αυτό απ’ τα διαλείμματα: «Σόλων, Σόλων, πώς τον θέλεις μισόν ή όλον;». Κατανοητά όλα. Όμως εδώ, τώρα, θα ήθελα σοβαρά να δώσω μια πολύ μικρή ιδέα για το θαυμάσιο αυτό έργο του Πλάτωνα, το «Συμπόσιον» ή «Περί Έρωτος».


Διαβάζεται πολύ εύκολα, τουλάχιστον για μια πρώτη ανάγνωση. 


Τα θέματά του άπτονται και της δικής μας πραγματικότητας, τόσους αιώνες μετά. (διαχρονικό)


Προσθέτει στον προβληματισμό «τι είναι ο έρωτας;»


Δίνει έναν καλό λόγο για να δικαιούμαστε να νιώθουμε περηφάνια για τους προγόνους μας.


Να συνειδητοποιήσουμε τη συνέχεια της γλώσσας μας, μέσα από το αρχαίο κείμενο.


Να διαπιστώσουμε ότι σε κάθε εποχή, όσο παλιά κι αν είναι,  υπάρχουν οι άνθρωποι που σκέφτονται και με τα διανοήματά τους πυροδοτούν τη σκέψη και άλλων.



Ας αρχίσουμε όμως:

Συμπόσιον: ετυμολογικά από το συν+πότος, όλοι μαζί έπιναν. Έπιναν το κρασάκι τους, το νερωμένο (από το κρσις (οίνου) = ανακάτεμα). Και όχι μόνο. Κάποιος κάτι γιόρταζε και έκανε το τραπέζι σε φίλους του. Μετά το φαγητό, σιγόπιναν το κρασάκι τους και συζητούσαν, διότι όπως ελέγετο στην αρχαία Αθήνα  «τράπεζα άνευ λόγων φάτνης ουδέν διαφέρει».  (Αυτός ο χαρακτήρας των συμποσίων έδωσε στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη λέξη symposium την έννοια της συγκέντρωσης με καθαρά πνευματικό χαρακτήρα). Οι συμποσιακοί αυτοί λόγοι παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία, από φιλοσοφικές αναζητήσεις και θέματα κοινού ενδιαφέροντος, μέχρι προσωπικά κατορθώματα των συμποτών. Το επίπεδο της συζήτησης κυμαίνονταν, ανάλογα με αυτό των καλεσμένων, αν και κάποιες φορές το συμπόσιο ήταν μια απλή κρασοκατάνυξη.


Οι αρχαίοι μας αγαπούσαν τους αγώνες, κάθε είδους. Έτσι και στις συζητήσεις στα συμπόσια προσπαθούσαν να καταθέσουν τις καλύτερες ιδέες τους ( ο Αλκιβιάδης, που μιλάει τελευταίος στο Συμπόσιον, θεωρεί ότι θα αδικούνταν αν όντας μεθυσμένος, παρουσίαζε και αυτός το στοχασμό του για τον έρωτα).


Για πληρέστερη περιγραφή ενός συμποσίου στην αρχαία Ελλάδα, πολύτιμες πληροφορίες παρέχει το Συμπόσιον του Ξενοφώντα, το οποίο αναφέρεται στο ίδιο συμπόσιο, όπως και το Συμπόσιον του Πλάτωνα, αυτό του Αγάθωνα,  αλλά από τη δική του οπτική, δίνοντας τα κομμάτια του συμποσίου, όπως οι αυλητρίδες και οι άλλοι διασκεδαστές που  ήσαν επίσης καλεσμένοι, τα οποία ο Πλάτων προσπερνά, χωρίς να αναφέρει καν.


Η πλοκή του Συμποσίου, από μόνη της αποδεικνύει τις λογοτεχνικές ικανότητες του Πλάτωνα:

Ο «δραματικός χρόνος» του Συμποσίου είναι το 417/416 πΧ, έτος κατά το οποίο ο Αγάθων ο οργανωτής του, ο καλύτερος δραματικός ποιητής μετά τους τρεις γνωστούς, κέρδισε το πρώτο βραβείο κατά τη διάρκεια των Ληναίων (τα μικρά Διονύσια).


Ο χρόνος συγγραφής του, περίπου 385 πΧ.


Αυτά που διαδραματίστηκαν στο συμπόσιο του Αγάθωνα το 417/416 πΧ, τα διηγήθηκε ο Αριστόδημος, ένας από τους συμπότες και μαθητής- όχι από τους ταλαντούχους- του Σωκράτη, που τον ακολουθούσε συνεχώς , στον Απολλόδωρο τον Φαληρέα, το 401 πΧ περίπου!


 Στο έργο αφηγητής είναι ο Απολλόδωρος, ο οποίος μια μέρα, αφού, ως συνήθως, ανέβηκε από το Φάληρο στην Αθήνα με τα πόδια, συνάντησε μια παρέα πλουσιόπαιδα που του ζητούσαν να τους πει για τα καθέκαστα του Συμποσίου. Έτσι αρχίζει ο Απολλόδωρος τη διήγησή του, μεταφέροντας  ό,τι ο Αριστόδημος του είπε και συνεχίζει όλο το έργο σε πλάγιο λόγο, με κείνα τα απαρέμφατα – που μου έφεραν στο νου το 5ο Γυμνάσιο θηλέων Θεσσαλονίκης! – και τα υποκείμενά τους σε αιτιατική!



Με τον έξυπνο αυτό τρόπο, λέγεται από τους μελετητές του έργου του, ο Πλάτων αποποιείται της ευθύνης κατά κάποιον τρόπο, των λόγων του Σωκράτη, πράγμα το οποίο το χρειάζονταν και το επιδίωκε, διότι αυτός – όπως επίσης και ο Ξενοφών – είχε αναλάβει να υπερασπιστεί τη φήμη του δασκάλου του, Σωκράτη, ιδιαίτερα μετά την άδικη καταδίκη του, από το δικαστήριο της Ηλιαίας. Αφού οι κατηγορίες ήταν, ότι με τις ιδέες του διαφθείρει τους νέους της πόλης, ο Πλάτων – ο οποίος επηρεάστηκε καθοριστικά στη ζωή του από αυτή την άδικη καταδίκη – ένιωθε ηθική υποχρέωσή να υπερασπιστεί τον αγαπημένο δάσκαλο, χρόνια μετά τον θάνατό του ( ο Σωκράτης πήρε το κώνειο το 399 πΧ και το έργο αυτό του Πλάτωνα γράφτηκε το 385 πΧ περίπου, όπως προαναφέρθηκε). Και τον υπερασπίζεται γράφοντας, τι είπαν άλλοι - που ήταν παρόντες – για τις ιδέες του Σωκράτη περί έρωτα, ιδέες που αποδεικνύεται, ότι κάθε άλλο παρά συντελούν στη διαφθορά των νέων .



Ο Αριστόδημος λοιπόν του είπε και ο Απολλόδωρος διηγείται, ότι οι άλλοι συνδειπνούντες με τη σειρά που ήταν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα, ήταν ο Φαίδρος, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης (ο γνωστός ποιητής κωμωδιών), κάποιοι άλλοι των οποίων οι λόγοι δεν αναφέρονται στην αναδιήγηση και φυσικά ο Αγάθων, ο οποίος ήταν και ο αμφιτρύων του συμποσίου και ο οποίος μοιράστηκε το ανάκλιντρό του με το Σωκράτη. Βέβαια κάπου εκεί ήταν και ο Αριστόδημος, ο οποίος έφτασε μαζί με τον Σωκράτη.


Μια άλλη αφηγηματική τεχνική του Πλάτωνα, που πάλι εξυπηρετεί το σκοπό του συγγραφέα είναι, ότι όταν έρχεται η σειρά του Σωκράτη να πάρει το λόγο και να μιλήσει περί έρωτος, που ήταν το θέμα της συζήτησής τους, αυτός επικαλείται τη διδασκαλία της Διοτίμας (της οποίας αμφισβητείται η ιστορικότητα) και ο λόγος του είναι αναδιήγηση του λόγου της Διοτίμας, περί έρωτος. 


Αυτό το ύστερο τμήμα των ομιλιών του Συμποσίου, παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όπως είναι φυσικό και απηχεί τις ιδέες της Διοτίμας (;), του Σωκράτη (;), ή μήπως του ίδιου του Πλάτωνα (;)


Όπως και να χει η ανάλυση που μας δίνει ο Πλάτωνας για την κατανόηση του ερωτικού φαινομένου είναι πολύτιμη και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάποιοι ρομαντικοί ονόμασαν αργότερα «πλατωνικός έρωτας».


Θα προσπαθήσουμε, πολύ συνοπτικά, να δώσουμε μια περίληψη της ανάλυσης της Διοτίμας. Αναμφισβήτητα η μελέτη του λόγου και/ή από το αρχαίο κείμενο και/ή από τη μετάφραση, είναι η εναλλακτική διαδρομή για τον απαιτητικό αναγνώστη (εδώ χρησιμοποίησα την πολύ αξιόλογη μετάφραση από τον Ηλία Σ. Σπυρόπουλο, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ):


Ο Σωκράτης, είπε ο Αριστόδημος και αναδιηγείται ο Απολλόδωρος, άρχισε με τη γνωστή του μέθοδο, ρωτώντας «τι είναι αυτό που ποθεί κάποιος;». Αν κάποιος είναι υγιής, ποθεί την υγεία; Αν κάποιος είναι πλούσιος, ποθεί τα πλούτη; «Όχι, βέβαια» απάντησε ο Αγάθων (ο οποίος μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του, κατά την οποία είχε παρουσιάσει τον θεό Έρωτα, ως ωραίο -από τη λέξη ώρα, δηλαδή κάποιος που είναι στην καλύτερη του ώρα/στιγμή της ζωής του - και καλό). Άρα κάποιος ποθεί/επιθυμεί  αυτό που του λείπει, όμως ο θεός Έρως, όλοι παραδέχονται ότι επιθυμεί το ωραίο, άρα ο ίδιος δεν είναι ωραίος.


Με τον ίδιο τρόπο η Διοτίμα/Σωκράτης συνεχίζει ελέγχοντας τις ιδέες περί έρωτος, όπως εκφράστηκαν από τους προηγούμενους συμπότες. Βάζοντάς τους/μας σε σκέψεις και συντελώντας στην όξυνση της διανοητικής μας λειτουργίας και την εκλέπτυνση της ευαισθησίας μας.


Ακολούθως η Διοτίμα διηγείται το μύθο για τη γέννηση του Έρωτα, από το θεό Πόρο και τη θνητή Πενία, και ο οποίος λοιπόν εξ αιτίας της καταγωγής του, βρίσκεται ανάμεσα στο σοφό και τον αστοιχείωτο. Άρα είναι φιλόσοφος, αγαπάει δηλαδή να μαθαίνει. Διότι η σοφία είναι από τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο, « έστιν γαρ δη των καλλίστων η σοφία». Ο έρως είναι φιλόσοφος, διότι αν ήταν σοφός, αν κατείχε δηλαδή τη σοφία, δεν θα την επιθυμούσε, κι αν ήταν αστοιχείωτος, δεν θα γνώριζε ότι δεν γνωρίζει, αλλά θα ήταν δοκισήσοφος, όπως πολλοί (οι οποίοι εκνεύριζαν τον Σωκράτη).


«Έρωτας είναι ο πόθος του ανθρώπου να έχει κτήμα του για πάντα το καλόν».


Έτσι αρχίζει να χτίζει τον ορισμό του έρωτα, ο Σωκράτης, ανεβαίνοντας κάθε φορά ένα επίπεδο.


Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν είτε μέσα στο σώμα τους, είτε στην ψυχή τους και κάποια στιγμή φτάνουν στον τοκετό. Στη δημιουργία κάποιου καινούριου: παιδιού, ιδέας, έργου τέχνης. 


Άρα ο έρως είναι πόθος για την αθανασία.
 

Έτσι για να αποκτήσουν την αθανασία, άλλοι γεννούν παιδιά και άλλοι «γεννούν» πνευματικά έργα.


Στο πρώτο επίπεδο, έχουμε το σωματικό έρωτα, που έχει σαν αποτέλεσμα την εξασφάλιση μια σχετικής αθανασίας με την απόκτηση βιολογικών απογόνων.


Στο δεύτερο επίπεδο, περνάμε στον έρωτα που είναι αποκλειστικά προς τα παιδικά, άρα αφορά σε μικρότερο αριθμό εραστών, όπου ο έρως γίνεται παιδαγωγική διαδικασία. Ο παιδαγωγός/εραστής προσπαθεί να γεννήσει στην ψυχή του μαθητή/ερωμένου του (αυτόν για τον οποίο νιώθει έρωτα ψυχής) τις ιδέες του ωραίου και της αρετής. 


Βέβαια  γίνεται λόγος στο έργο και για παιδαγωγούς εραστές που περιτριγύριζαν όμορφους νεαρούς στα γυμναστήρια, διότι πέρα από τους παιδαγωγικούς σκοπούς ή ερήμην αυτών, αναζητούσαν και σωματικό έρωτα από τους μαθητές, και έτσι πολλοί πατέρες συνήθιζαν να αναθέτουν σ’ έναν δούλο να συνοδεύει το γιο τους στο γυμναστήριο.


 Εδώ επίσης ανήκει και η δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, νομοθεσιών, η ποιητική δημιουργία , που εξασφαλίζουν στον πνευματικό τους πατέρα μια μεγάλης διάρκειας, εξατομικευμένη αθανασία.


 Στο τρίτο επίπεδο, το ανώτατο, φτάνουμε στην ερωτική μυσταγωγία. Αυτή αφορά σε πολύ λίγους, σε ελάχιστους εραστές. Πρόκειται για την αποκάλυψη του υπέρτατου κάλλους, την οποία επιτυγχάνουν ελάχιστοι και τα δημιουργήματα αυτού του τόκου εν τω καλώ, είναι η αληθινή αρετή και όχι είδωλα αρετής. Έτσι η Διοτίμα (και μέσα από αυτήν ο ίδιος ο Σωκράτης ή ίσως ο Πλάτων), εγκαταλείπει τη διαλεκτική, τους μύθους, τις ιστορικές αναφορές και γενικά τη λογική για να πείσει για τα διανοήματά της περί έρωτος και καταφεύγει στην εξωλογική πρακτική των μυστηριακών τελετών. Και όπως αναφέρει στην κλασική μελέτη του, για το Συμπόσιο του Πλάτωνα  ο μεγάλος μελετητής του, Συκουτρής Ιωάννης, η Διοτίμα αγορεύει ως ιεροφάντης, με ορολογία που συναντάται στους ιερούς λόγους των λατρευτικών κέντρων.


«Σε ένα τέτοιο επίπεδο ζωής αξίζει να ζει ο άνθρωπος τη ζωή του, καθώς τα μάτια του χαίρονται αυτό καθαυτό το ωραίο. Αυτό που αν κάποτε το αντικρίσεις, θα αντιληφτείς ότι δεν συγκρίνεται με τα χρήματα και τις ενδυμασίες και τα ωραία αγόρια και τους νεαρούς, που τώρα αντικρίζοντάς τους αναστατώνεσαι…» είπε η Διοτίμα πειράζοντας τον νεαρό τότε Σωκράτη ( συνηθισμένο πείραγμα σε αυτόν).


Μπορούμε να μη συμφωνούμε με τη Διοτίμα και να προτιμούμε τα χαμηλότερα επίπεδα ενόρασης του ωραίου και του έρωτα, αλλά δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε την τύχη μας που 2500 χρόνια μετά, «ακούμε» κάποιον να μιλάει για τον έρωτα σε αυτό το βάθος. Να προβληματιζόμαστε εκ νέου σχετικά με το ερώτημα «τι είναι ο έρωτας;». Μετά από όλη αυτή την εμπειρία ίσως δικαιούμαστε μια μικρή δόση περηφάνιας, που αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτηκαν αυτά, τα εξέφρασαν σε μια παλαιότερη μορφή της γλώσσας που κι εμείς μιλάμε σήμερα.


Το τελευταίο τμήμα του Συμποσίου είναι αφιερωμένο στον Αλκιβιάδη, ο οποίος καταφτάνει στο δείπνο προς το τέλος του, μεθυσμένος, προφανώς προερχόμενος από κάποιο άλλο συμπόσιο, σίγουρα όχι σαν του Αγάθωνα. 

Γίνεται δεκτός από τους παρόντες με τον όρο να μιλήσει και αυτός, αν όχι για τον έρωτα, να κάνει το εγκώμιο του Σωκράτη. Μετά από πειράγματα του Αλκιβιάδη προς τον Σωκράτη και τον όμορφο Αγάθωνα που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο με τον Σωκράτη, ο Αλκιβιάδης μιλάει για τον αγαπημένο του δάσκαλο με ειλικρίνεια. 

Άλλη μια έξυπνη συγγραφική τακτική του Πλάτωνα, διότι ο μεθυσμένος ξέρουν όλοι, όπως και ο τρελός ή ένα παιδί, λέει αλήθειες και αυτές είναι που επιθυμεί να κοινοποιήσει ο Πλάτωνας, χωρίς όμως να βγαίνουν απ' το δικό του στόμα.


Ο Αλκιβιάδης ήταν το χαρακτηριστικό αρνητικό παράδειγμα, μαθητή του Σωκράτη, του οποίου η διαγωγή ήταν γνωστή στην Αθήνα. Έτσι ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης, αρχίζει να διηγείται πόσο προσπάθησε να παρασύρει τον δάσκαλό του με την ομορφιά του,  σε μια σχέση εραστού-ερωμένου (μάλιστα κάποιοι από τους πρώτους ξένους μελετητές του Συμποσίου, είχαν επιβάλλει  λογοκρισία στη λεπτομερή διήγηση του Αλκιβιάδη σε αυτό το σημείο)  , αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. 
Ο Σωκράτης, γράφει ο Πλάτων, αρνήθηκε κάθε πρόταση και πρόκληση του Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν γνωστός για την ομορφιά του.


Είναι πολλά τα θέματα στο Συμπόσιο. Ο καθένας μπορεί να βγάλει συμπεράσματα, ή να μείνει με αμφιβολίες. Σίγουρα όμως θα έχει κερδίσει σε πνευματική διεργασία.