Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Σκιάς όναρ άνθρωπος



Πίνδαρος (517 πΧ - 437 πΧ )






«Επάμεροι. Τι δε τις; Τι δ’ ου τις;
Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Άλλ’ όταν αίγλα διόσδοτος έλθει,
λαμπρόν φέγγος έπεστιν ανδρών
και μείλιχος αιών».

«Εφήμεροι! Τι υπάρχεις; Τι δεν υπάρχεις;
Όνειρο μιας σκιάς ο άνθρωπος.
Όταν όμως οι θεοί του στείλουν μιαν αχτίδα,
μια δυνατή λάμψη τον φωτίζει
και η ζωή του γίνεται γλυκιά».

Αυτός ο ποιητής γεννήθηκε τον έκτο πΧ αιώνα, στις Κυνός Κεφαλές (προάστειο της Θήβας). 

Η φαινομενική αίσθηση ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής εξ αιτίας της θνητότητας, δεν πρέπει να αποθαρρύνει τις προσπάθειες για αξιοποίηση της σύντομης ύπαρξής του ανθρώπου. Φωνάζει ο Πίνδαρος, δυόμιση χιλιετίες πριν.

Εμείς μένει να ορίσουμε τους στόχους, τις επιδιώξεις και τις αξίες που θα παρωθούν την προσπάθειά μας.

Στην ανάγκη, να δημιουργήσουμε την αχτίδα από μόνοι μας, να την πλάσουμε από "υλικά" πολύτιμα για μας και να πορευτούμε με γαλήνη.


Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

Συμπόσιον του Πλάτωνα


 

Αυλήτρια ψυχαγωγεί άντρες σε συμπόσιο, 420 πΧ






«Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι»! Το λέμε 25 αιώνες μετά και νιώθουμε περηφάνια! Ή αποστροφή, φέρνοντας στο νου το παίδεμα ( από το παιδεύομαι, αλλά όχι από το εκπαιδεύομαι) από τα Αρχαία ελληνικά, στο σχολείο. Κάποιοι ακόμα με γελάκι, το λένε, γιατί απ’ τα λίγα που θυμούνται, ήταν αυτό απ’ τα διαλείμματα: «Σόλων, Σόλων, πώς τον θέλεις μισόν ή όλον;». Κατανοητά όλα. Όμως εδώ, τώρα, θα ήθελα σοβαρά να δώσω μια πολύ μικρή ιδέα για το θαυμάσιο αυτό έργο του Πλάτωνα, το «Συμπόσιον» ή «Περί Έρωτος».


Διαβάζεται πολύ εύκολα, τουλάχιστον για μια πρώτη ανάγνωση. 


Τα θέματά του άπτονται και της δικής μας πραγματικότητας, τόσους αιώνες μετά. (διαχρονικό)


Προσθέτει στον προβληματισμό «τι είναι ο έρωτας;»


Δίνει έναν καλό λόγο για να δικαιούμαστε να νιώθουμε περηφάνια για τους προγόνους μας.


Να συνειδητοποιήσουμε τη συνέχεια της γλώσσας μας, μέσα από το αρχαίο κείμενο.


Να διαπιστώσουμε ότι σε κάθε εποχή, όσο παλιά κι αν είναι,  υπάρχουν οι άνθρωποι που σκέφτονται και με τα διανοήματά τους πυροδοτούν τη σκέψη και άλλων.



Ας αρχίσουμε όμως:

Συμπόσιον: ετυμολογικά από το συν+πότος, όλοι μαζί έπιναν. Έπιναν το κρασάκι τους, το νερωμένο (από το κρσις (οίνου) = ανακάτεμα). Και όχι μόνο. Κάποιος κάτι γιόρταζε και έκανε το τραπέζι σε φίλους του. Μετά το φαγητό, σιγόπιναν το κρασάκι τους και συζητούσαν, διότι όπως ελέγετο στην αρχαία Αθήνα  «τράπεζα άνευ λόγων φάτνης ουδέν διαφέρει».  (Αυτός ο χαρακτήρας των συμποσίων έδωσε στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη λέξη symposium την έννοια της συγκέντρωσης με καθαρά πνευματικό χαρακτήρα). Οι συμποσιακοί αυτοί λόγοι παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία, από φιλοσοφικές αναζητήσεις και θέματα κοινού ενδιαφέροντος, μέχρι προσωπικά κατορθώματα των συμποτών. Το επίπεδο της συζήτησης κυμαίνονταν, ανάλογα με αυτό των καλεσμένων, αν και κάποιες φορές το συμπόσιο ήταν μια απλή κρασοκατάνυξη.


Οι αρχαίοι μας αγαπούσαν τους αγώνες, κάθε είδους. Έτσι και στις συζητήσεις στα συμπόσια προσπαθούσαν να καταθέσουν τις καλύτερες ιδέες τους ( ο Αλκιβιάδης, που μιλάει τελευταίος στο Συμπόσιον, θεωρεί ότι θα αδικούνταν αν όντας μεθυσμένος, παρουσίαζε και αυτός το στοχασμό του για τον έρωτα).


Για πληρέστερη περιγραφή ενός συμποσίου στην αρχαία Ελλάδα, πολύτιμες πληροφορίες παρέχει το Συμπόσιον του Ξενοφώντα, το οποίο αναφέρεται στο ίδιο συμπόσιο, όπως και το Συμπόσιον του Πλάτωνα, αυτό του Αγάθωνα,  αλλά από τη δική του οπτική, δίνοντας τα κομμάτια του συμποσίου, όπως οι αυλητρίδες και οι άλλοι διασκεδαστές που  ήσαν επίσης καλεσμένοι, τα οποία ο Πλάτων προσπερνά, χωρίς να αναφέρει καν.


Η πλοκή του Συμποσίου, από μόνη της αποδεικνύει τις λογοτεχνικές ικανότητες του Πλάτωνα:

Ο «δραματικός χρόνος» του Συμποσίου είναι το 417/416 πΧ, έτος κατά το οποίο ο Αγάθων ο οργανωτής του, ο καλύτερος δραματικός ποιητής μετά τους τρεις γνωστούς, κέρδισε το πρώτο βραβείο κατά τη διάρκεια των Ληναίων (τα μικρά Διονύσια).


Ο χρόνος συγγραφής του, περίπου 385 πΧ.


Αυτά που διαδραματίστηκαν στο συμπόσιο του Αγάθωνα το 417/416 πΧ, τα διηγήθηκε ο Αριστόδημος, ένας από τους συμπότες και μαθητής- όχι από τους ταλαντούχους- του Σωκράτη, που τον ακολουθούσε συνεχώς , στον Απολλόδωρο τον Φαληρέα, το 401 πΧ περίπου!


 Στο έργο αφηγητής είναι ο Απολλόδωρος, ο οποίος μια μέρα, αφού, ως συνήθως, ανέβηκε από το Φάληρο στην Αθήνα με τα πόδια, συνάντησε μια παρέα πλουσιόπαιδα που του ζητούσαν να τους πει για τα καθέκαστα του Συμποσίου. Έτσι αρχίζει ο Απολλόδωρος τη διήγησή του, μεταφέροντας  ό,τι ο Αριστόδημος του είπε και συνεχίζει όλο το έργο σε πλάγιο λόγο, με κείνα τα απαρέμφατα – που μου έφεραν στο νου το 5ο Γυμνάσιο θηλέων Θεσσαλονίκης! – και τα υποκείμενά τους σε αιτιατική!



Με τον έξυπνο αυτό τρόπο, λέγεται από τους μελετητές του έργου του, ο Πλάτων αποποιείται της ευθύνης κατά κάποιον τρόπο, των λόγων του Σωκράτη, πράγμα το οποίο το χρειάζονταν και το επιδίωκε, διότι αυτός – όπως επίσης και ο Ξενοφών – είχε αναλάβει να υπερασπιστεί τη φήμη του δασκάλου του, Σωκράτη, ιδιαίτερα μετά την άδικη καταδίκη του, από το δικαστήριο της Ηλιαίας. Αφού οι κατηγορίες ήταν, ότι με τις ιδέες του διαφθείρει τους νέους της πόλης, ο Πλάτων – ο οποίος επηρεάστηκε καθοριστικά στη ζωή του από αυτή την άδικη καταδίκη – ένιωθε ηθική υποχρέωσή να υπερασπιστεί τον αγαπημένο δάσκαλο, χρόνια μετά τον θάνατό του ( ο Σωκράτης πήρε το κώνειο το 399 πΧ και το έργο αυτό του Πλάτωνα γράφτηκε το 385 πΧ περίπου, όπως προαναφέρθηκε). Και τον υπερασπίζεται γράφοντας, τι είπαν άλλοι - που ήταν παρόντες – για τις ιδέες του Σωκράτη περί έρωτα, ιδέες που αποδεικνύεται, ότι κάθε άλλο παρά συντελούν στη διαφθορά των νέων .



Ο Αριστόδημος λοιπόν του είπε και ο Απολλόδωρος διηγείται, ότι οι άλλοι συνδειπνούντες με τη σειρά που ήταν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα, ήταν ο Φαίδρος, ο Παυσανίας, ο Ερυξίμαχος, ο Αριστοφάνης (ο γνωστός ποιητής κωμωδιών), κάποιοι άλλοι των οποίων οι λόγοι δεν αναφέρονται στην αναδιήγηση και φυσικά ο Αγάθων, ο οποίος ήταν και ο αμφιτρύων του συμποσίου και ο οποίος μοιράστηκε το ανάκλιντρό του με το Σωκράτη. Βέβαια κάπου εκεί ήταν και ο Αριστόδημος, ο οποίος έφτασε μαζί με τον Σωκράτη.


Μια άλλη αφηγηματική τεχνική του Πλάτωνα, που πάλι εξυπηρετεί το σκοπό του συγγραφέα είναι, ότι όταν έρχεται η σειρά του Σωκράτη να πάρει το λόγο και να μιλήσει περί έρωτος, που ήταν το θέμα της συζήτησής τους, αυτός επικαλείται τη διδασκαλία της Διοτίμας (της οποίας αμφισβητείται η ιστορικότητα) και ο λόγος του είναι αναδιήγηση του λόγου της Διοτίμας, περί έρωτος. 


Αυτό το ύστερο τμήμα των ομιλιών του Συμποσίου, παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όπως είναι φυσικό και απηχεί τις ιδέες της Διοτίμας (;), του Σωκράτη (;), ή μήπως του ίδιου του Πλάτωνα (;)


Όπως και να χει η ανάλυση που μας δίνει ο Πλάτωνας για την κατανόηση του ερωτικού φαινομένου είναι πολύτιμη και δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάποιοι ρομαντικοί ονόμασαν αργότερα «πλατωνικός έρωτας».


Θα προσπαθήσουμε, πολύ συνοπτικά, να δώσουμε μια περίληψη της ανάλυσης της Διοτίμας. Αναμφισβήτητα η μελέτη του λόγου και/ή από το αρχαίο κείμενο και/ή από τη μετάφραση, είναι η εναλλακτική διαδρομή για τον απαιτητικό αναγνώστη (εδώ χρησιμοποίησα την πολύ αξιόλογη μετάφραση από τον Ηλία Σ. Σπυρόπουλο, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ):


Ο Σωκράτης, είπε ο Αριστόδημος και αναδιηγείται ο Απολλόδωρος, άρχισε με τη γνωστή του μέθοδο, ρωτώντας «τι είναι αυτό που ποθεί κάποιος;». Αν κάποιος είναι υγιής, ποθεί την υγεία; Αν κάποιος είναι πλούσιος, ποθεί τα πλούτη; «Όχι, βέβαια» απάντησε ο Αγάθων (ο οποίος μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του, κατά την οποία είχε παρουσιάσει τον θεό Έρωτα, ως ωραίο -από τη λέξη ώρα, δηλαδή κάποιος που είναι στην καλύτερη του ώρα/στιγμή της ζωής του - και καλό). Άρα κάποιος ποθεί/επιθυμεί  αυτό που του λείπει, όμως ο θεός Έρως, όλοι παραδέχονται ότι επιθυμεί το ωραίο, άρα ο ίδιος δεν είναι ωραίος.


Με τον ίδιο τρόπο η Διοτίμα/Σωκράτης συνεχίζει ελέγχοντας τις ιδέες περί έρωτος, όπως εκφράστηκαν από τους προηγούμενους συμπότες. Βάζοντάς τους/μας σε σκέψεις και συντελώντας στην όξυνση της διανοητικής μας λειτουργίας και την εκλέπτυνση της ευαισθησίας μας.


Ακολούθως η Διοτίμα διηγείται το μύθο για τη γέννηση του Έρωτα, από το θεό Πόρο και τη θνητή Πενία, και ο οποίος λοιπόν εξ αιτίας της καταγωγής του, βρίσκεται ανάμεσα στο σοφό και τον αστοιχείωτο. Άρα είναι φιλόσοφος, αγαπάει δηλαδή να μαθαίνει. Διότι η σοφία είναι από τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο, « έστιν γαρ δη των καλλίστων η σοφία». Ο έρως είναι φιλόσοφος, διότι αν ήταν σοφός, αν κατείχε δηλαδή τη σοφία, δεν θα την επιθυμούσε, κι αν ήταν αστοιχείωτος, δεν θα γνώριζε ότι δεν γνωρίζει, αλλά θα ήταν δοκισήσοφος, όπως πολλοί (οι οποίοι εκνεύριζαν τον Σωκράτη).


«Έρωτας είναι ο πόθος του ανθρώπου να έχει κτήμα του για πάντα το καλόν».


Έτσι αρχίζει να χτίζει τον ορισμό του έρωτα, ο Σωκράτης, ανεβαίνοντας κάθε φορά ένα επίπεδο.


Όλοι οι άνθρωποι κυοφορούν είτε μέσα στο σώμα τους, είτε στην ψυχή τους και κάποια στιγμή φτάνουν στον τοκετό. Στη δημιουργία κάποιου καινούριου: παιδιού, ιδέας, έργου τέχνης. 


Άρα ο έρως είναι πόθος για την αθανασία.
 

Έτσι για να αποκτήσουν την αθανασία, άλλοι γεννούν παιδιά και άλλοι «γεννούν» πνευματικά έργα.


Στο πρώτο επίπεδο, έχουμε το σωματικό έρωτα, που έχει σαν αποτέλεσμα την εξασφάλιση μια σχετικής αθανασίας με την απόκτηση βιολογικών απογόνων.


Στο δεύτερο επίπεδο, περνάμε στον έρωτα που είναι αποκλειστικά προς τα παιδικά, άρα αφορά σε μικρότερο αριθμό εραστών, όπου ο έρως γίνεται παιδαγωγική διαδικασία. Ο παιδαγωγός/εραστής προσπαθεί να γεννήσει στην ψυχή του μαθητή/ερωμένου του (αυτόν για τον οποίο νιώθει έρωτα ψυχής) τις ιδέες του ωραίου και της αρετής. 


Βέβαια  γίνεται λόγος στο έργο και για παιδαγωγούς εραστές που περιτριγύριζαν όμορφους νεαρούς στα γυμναστήρια, διότι πέρα από τους παιδαγωγικούς σκοπούς ή ερήμην αυτών, αναζητούσαν και σωματικό έρωτα από τους μαθητές, και έτσι πολλοί πατέρες συνήθιζαν να αναθέτουν σ’ έναν δούλο να συνοδεύει το γιο τους στο γυμναστήριο.


 Εδώ επίσης ανήκει και η δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, νομοθεσιών, η ποιητική δημιουργία , που εξασφαλίζουν στον πνευματικό τους πατέρα μια μεγάλης διάρκειας, εξατομικευμένη αθανασία.


 Στο τρίτο επίπεδο, το ανώτατο, φτάνουμε στην ερωτική μυσταγωγία. Αυτή αφορά σε πολύ λίγους, σε ελάχιστους εραστές. Πρόκειται για την αποκάλυψη του υπέρτατου κάλλους, την οποία επιτυγχάνουν ελάχιστοι και τα δημιουργήματα αυτού του τόκου εν τω καλώ, είναι η αληθινή αρετή και όχι είδωλα αρετής. Έτσι η Διοτίμα (και μέσα από αυτήν ο ίδιος ο Σωκράτης ή ίσως ο Πλάτων), εγκαταλείπει τη διαλεκτική, τους μύθους, τις ιστορικές αναφορές και γενικά τη λογική για να πείσει για τα διανοήματά της περί έρωτος και καταφεύγει στην εξωλογική πρακτική των μυστηριακών τελετών. Και όπως αναφέρει στην κλασική μελέτη του, για το Συμπόσιο του Πλάτωνα  ο μεγάλος μελετητής του, Συκουτρής Ιωάννης, η Διοτίμα αγορεύει ως ιεροφάντης, με ορολογία που συναντάται στους ιερούς λόγους των λατρευτικών κέντρων.


«Σε ένα τέτοιο επίπεδο ζωής αξίζει να ζει ο άνθρωπος τη ζωή του, καθώς τα μάτια του χαίρονται αυτό καθαυτό το ωραίο. Αυτό που αν κάποτε το αντικρίσεις, θα αντιληφτείς ότι δεν συγκρίνεται με τα χρήματα και τις ενδυμασίες και τα ωραία αγόρια και τους νεαρούς, που τώρα αντικρίζοντάς τους αναστατώνεσαι…» είπε η Διοτίμα πειράζοντας τον νεαρό τότε Σωκράτη ( συνηθισμένο πείραγμα σε αυτόν).


Μπορούμε να μη συμφωνούμε με τη Διοτίμα και να προτιμούμε τα χαμηλότερα επίπεδα ενόρασης του ωραίου και του έρωτα, αλλά δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε την τύχη μας που 2500 χρόνια μετά, «ακούμε» κάποιον να μιλάει για τον έρωτα σε αυτό το βάθος. Να προβληματιζόμαστε εκ νέου σχετικά με το ερώτημα «τι είναι ο έρωτας;». Μετά από όλη αυτή την εμπειρία ίσως δικαιούμαστε μια μικρή δόση περηφάνιας, που αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι σκέφτηκαν αυτά, τα εξέφρασαν σε μια παλαιότερη μορφή της γλώσσας που κι εμείς μιλάμε σήμερα.


Το τελευταίο τμήμα του Συμποσίου είναι αφιερωμένο στον Αλκιβιάδη, ο οποίος καταφτάνει στο δείπνο προς το τέλος του, μεθυσμένος, προφανώς προερχόμενος από κάποιο άλλο συμπόσιο, σίγουρα όχι σαν του Αγάθωνα. 

Γίνεται δεκτός από τους παρόντες με τον όρο να μιλήσει και αυτός, αν όχι για τον έρωτα, να κάνει το εγκώμιο του Σωκράτη. Μετά από πειράγματα του Αλκιβιάδη προς τον Σωκράτη και τον όμορφο Αγάθωνα που ξαπλώνει στο ίδιο ανάκλιντρο με τον Σωκράτη, ο Αλκιβιάδης μιλάει για τον αγαπημένο του δάσκαλο με ειλικρίνεια. 

Άλλη μια έξυπνη συγγραφική τακτική του Πλάτωνα, διότι ο μεθυσμένος ξέρουν όλοι, όπως και ο τρελός ή ένα παιδί, λέει αλήθειες και αυτές είναι που επιθυμεί να κοινοποιήσει ο Πλάτωνας, χωρίς όμως να βγαίνουν απ' το δικό του στόμα.


Ο Αλκιβιάδης ήταν το χαρακτηριστικό αρνητικό παράδειγμα, μαθητή του Σωκράτη, του οποίου η διαγωγή ήταν γνωστή στην Αθήνα. Έτσι ο μεθυσμένος Αλκιβιάδης, αρχίζει να διηγείται πόσο προσπάθησε να παρασύρει τον δάσκαλό του με την ομορφιά του,  σε μια σχέση εραστού-ερωμένου (μάλιστα κάποιοι από τους πρώτους ξένους μελετητές του Συμποσίου, είχαν επιβάλλει  λογοκρισία στη λεπτομερή διήγηση του Αλκιβιάδη σε αυτό το σημείο)  , αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. 
Ο Σωκράτης, γράφει ο Πλάτων, αρνήθηκε κάθε πρόταση και πρόκληση του Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν γνωστός για την ομορφιά του.


Είναι πολλά τα θέματα στο Συμπόσιο. Ο καθένας μπορεί να βγάλει συμπεράσματα, ή να μείνει με αμφιβολίες. Σίγουρα όμως θα έχει κερδίσει σε πνευματική διεργασία.