Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

The Bluest Eye

by Toni Morrison




Δεν είναι το πιο γνωστό (“Beloved”) αλλά είναι το πρώτο μυθιστόρημα της Μόρισον. 

Πολύ διαβασμένο και πολύ διδαγμένο αν και αμφιλεγόμενο. Άρχισε να γράφεται στις αρχές της δεκαετίας του 60 και δημοσιεύτηκε το 1970.

Δηλώνει σε συνέντευξή της, ότι συνειδητά επέλεξε ως ακραία την κεντρική ιστορία, για να δείξει πόσο μπορεί να επηρεάσει τη διαμόρφωση του χαρακτήρα ο σκληρός ρατσισμός και πόσο καταστροφικές συνέπειες μπορεί να έχει. 

Επιδίωξε να προβληματίσει τον αναγνώστη, να πυροδοτήσει παραδοχή ευθυνών του απλού αμέτοχου πολίτη και όχι να προκαλέσει οίκτο για τα δεινά μιας φυλής, της οποίας το μόνο λάθος είναι, η πιο σκούρα επιδερμίδα. Αλλά ισχυρίζεται ότι δεν τα κατάφερε.


Η κεντρική ηρωίδα, η Πέκολα, αποτελεί το πιο αδύναμο στοιχείο μέσα σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τον «ανώτερο», καταπιεστικό πολιτισμό των λευκών, όπως ήταν αυτός μιας πόλης του Οχάιο, όπου διαδραματίζεται η ιστορία αλλά και όπου γεννήθηκε η ίδια η Μόρισον.

Η μικρή Πέκολα έχει πολύ σκούρο δέρμα, έχει πειστεί ότι είναι άσκημη, κατώτερη και δεν πρέπει να αντιδρά σε προσβολές των λευκών αλλά και των ομόφυλών της. 

Είναι σε όλο το μυθιστόρημα εμφανώς λιγομίλητη και παθητική, σε αντίθεση με την Κλώντια  -αφηγήτρια στο βιβλίο- μια μικρή επίσης μαύρη γειτόνισσα, μαχητική και φίλη της Πέκολα, υπό την έννοια ότι την υποστηρίζει όποτε αυτή βρίσκεται αντιμέτωπη με «λευκή αλλά και μαύρη» καταπίεση.


 «..η Πέκολα ήταν έγκυος στο παιδί του πατέρα της..» διαβάζουμε στην αρχή της αφήγησης και είναι μόλις 11 χρονών. 

Όμως η Μόρισον θα παλέψει πολύ με την πένα και τις ιδέες της για να μας δείξει τις ανθρώπινες διαστάσεις αυτού του πατέρα, τον οποίο θέλει να δούμε όχι σαν ανθρώπινο τέρας αλλά να τον καταλάβουμε και ίσως σε κάποιες στιγμές και να τον συμπονέσουμε. 

Προσπαθεί να μας παρασύρει, να μας αποπλανήσει -όπως είχε κάνει και ο Ναμπόκοφ με τον Χάμπερτ-Χάμπερτ του- με όπλο της τη γλώσσα και την δεξιοτεχνία της στη χρήση των λέξεων, γιατί ο στόχος της δεν είναι η πρόκληση συναισθημάτων απέχθειας ή οίκτου όπως προαναφέραμε.


Η μεγαλύτερη επιθυμία της Πέκολα είναι να αποκτήσει γαλάζια μάτια.


Έτσι πιστεύει ότι δεν θα είναι άσκημη και κάποιος θα την αγαπήσει.

Η Κλώντια με την αδερφή της έχουν την τύχη να μεγαλώνουν σ’ ένα σπίτι κάπως καλύτερο από αυτό της Πέκολα, όχι ιδανικό, αλλά έχουν καταλάβει τι κάνει επάνω τους ο ρατσισμός και αντιδρούν, αγωνίζονται σε αντίθεση με τη φίλη τους και τον πατέρα της, ο οποίος κουβαλάει πολλά και οδυνηρά βιώματα από μωρό. 

 Η μητέρα του τον εγκατέλειψε νεογέννητο στον δρόμο, τον βρήκε και τον ανέλαβε μια μεγάλη θεία, η οποία πέθανε στην πρώτη εφηβεία του. 

Την ημέρα της κηδείας έφυγε βόλτα με μια κοπέλα για να μην παραβρίσκεται. 

Την ώρα που βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο χωράφι, τους ανακάλυψαν δύο λευκοί άντρες οι οποίοι τον εξανάγκασαν να συνεχίσει αυτό που έκανε, ενώ οι ίδιοι στέκονταν από πάνω τους γελώντας κοροϊδευτικά που δεν τα κατάφερνε  και δεν τους άφηναν να σηκωθούν και να ντυθούν. 

Μετά από αυτό ο πατέρας της Πέκολα - έφηβος, μίσησε το κορίτσι γιατί δεν τολμούσε να σκεφτεί να μισήσει τους λευκούς άντρες!

Η Πέκολα στο τέλος της ιστορίας απέκτησε τα πιο όμορφα γαλάζια μάτια αλλά……

Συναρπαστικό μυθιστόρημα.

Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.


Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

Lost in the Fun-house

by John Barth


Η ιστορία είναι φαινομενικά απλή, πολύ απλή: 

Ένας έφηβος με την οικογένειά του και την επίσης έφηβη οικογενειακή φίλη που τους συνοδεύει, πηγαίνουν διακοπές και επισκέπτονται ένα Λούνα παρκ και πιο συγκεκριμένα το Funhouse ( τμήμα του Λούνα παρκ με παιχνίδια που εκπλήσσουν και «τρομάζουν» όπως κινούμενο πάτωμα, φυγοκεντρικές κινήσεις των επισκεπτών, παραμορφωτικοί καθρέπτες και άλλα παρόμοια, με τους επισκέπτες να περνούν από το ένα στο άλλο και να ξαναπερνούν αν το επιθυμούν). 


Μπορούμε να φανταστούμε τον ήρωα-αφηγητή, τον ίδιο τον συγγραφέα στην αρχή της εφηβείας του, να επιθυμεί να χαθεί σ’ έναν τέτοιο χώρο, απογοητευμένο από την προτίμηση της φίλης στον επίσης έφηβο αλλά μεγαλύτερο αδερφό του.

Δεν μπορούμε όμως εύκολα να φανταστούμε την διακοπή της αφήγησης από τον συγγραφέα και τη συνομιλία του με τον αναγνώστη σχετικά με την ιστορία αλλά και με τον τρόπο αφήγησής της!

Ίσως, βέβαια σήμερα, πενήντα σχεδόν χρόνια μετά από την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Lost in the Funhouse του John Barth (1968), ο ενήμερος αναγνώστης να έχει συνηθίσει σε αυτού του είδους τις παραξενιές της Μεταμοντέρνας (όπως ονομάστηκε στη συνέχεια) Λογοτεχνίας, αλλά και σε άλλα ακόμη πιο αιρετικά είδη αφήγησης που ακολούθησαν.


Με τον Μπαρθ όμως βρισκόμαστε στην αρχή της λίστας και μάλιστα εκδίδει και δοκίμιο σχετικά με την ανάγκη αλλαγής στη δομή μιας ιστορίας, με τίτλο The Literature of Exhaustion  http://people.duke.edu/~dainotto/Texts/barth.pdf


 Στην πρώτη, παραδείγματος χάρη παράγραφο του διηγήματος λέει:


«....έχει έρθει στην παραλία με την οικογένειά του για διακοπές, λόγω της Ημέρας της Ανεξαρτησίας, της πιο σημαντικής μη θρησκευτικής γιορτής των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Μία και μόνη ευθεία υπογράμμιση στο χειρόγραφο είναι το αντίστοιχο της πλάγιας γραφής στο δακτυλογραφημένο κείμενο, η οποία με τη σειρά της είναι το έντυπο ισοδύναμο της έμφασης του προφορικού λόγου καθώς επίσης και η συνηθισμένη πληκτρολόγηση των τίτλων ολοκληρωμένων έργων…..»


Ποιος νοιάζεται όμως για τη γενική χρήση των italics όταν διαβάζει ένα διήγημα; Αρχίζεις να αναρωτιέσαι γιατί το κάνει αυτό, τι θέλει να πει;

Ο παραδοσιακός ρεαλιστικός αλλά και ο Μοντέρνος τρόπος αφήγησης (στις αρχές του 20ου αιώνα) "έχουν εξαντληθεί και τελειώσει" και ο καθηγητής προτείνει αυτό που ονομάστηκε Μetamodern narration and literature.

Η συγγραφή της λογοτεχνίας «είναι τέχνη και ως τέχνη μαθαίνεται».

Στο ομότιτλο διήγημα του βιβλίου, έχουμε να πάρουμε απόλαυση, από την έξυπνη χρήση της γλώσσας, τα λογοπαίγνιά του, τα κρυμμένα νοήματα, το ξάφνιασμα όταν ο αφηγητής απευθύνεται σε σένα και συζητάει μαζί σου θέματα σχετικά με τη λογοτεχνία και την θεωρία της, από τα νοηματοδοτημένα ονόματα των ηρώων αλλά και από αναφορές και "κόντρες" με παραδοσιακούς συγγραφείς.

 Δείχνει τη δεξιοτεχνία του με τη δημοσίευση στο ίδιο βιβλίο, του διηγήματος με τίτλο Ambrose his Mark -ας μην το βάλουμε σε πλάγια γραφή μιας και είναι ο τίτλος μιας εκ των ιστοριών του βιβλίου και όχι του «ολοκληρωμένου έργου»(sic). Είναι ένα άψογο διήγημα και μ’ αυτό μας δείχνει τις ικανότητές του στην παραδοσιακή τεχνική αφήγησης μιας ιστορίας.

Ακόμη υπάρχει στη συλλογή, το διήγημα Night-Sea Journey, όπου ο αφηγητής είναι ένα σπέρμα –μη ξεχνάμε ότι αυτά γράφονται  στη δεκαετία του ’60, είναι στην αρχή μιας σειράς παρόμοιων τεχνασμάτων από τους επόμενους δημιουργούς.

 Το διήγημα είναι μια παρωδία όλων των ιδεών σχετικά με το νόημα της ζωής που προσέφερε η φιλοσοφία στην ανθρώπινη ιστορία. Ακόμη βρίσκουμε λογοτεχνικές αναφορές σε προηγούμενα επιτυχημένα έργα διαφόρων δημιουργών, με σατυρικό τρόπο, για να δείξει ότι όλα έχουν ειπωθεί, ας ψάξουμε καινούργιους τρόπους έκφρασης: 

“I have seen the best swimmers of my generation go under” 

Πραγματικά, πολύ αστείο να το ακούς αυτό από ένα σπέρμα, όταν ο Allen Ginsberg δέκα χρόνια πριν, το 1955 “howled”: 

“I saw the best minds of my generation destroyed by madness…”

 Φυσικά, ο John Barth που δίδαξε Λογοτεχνία τριάντα πέντε χρόνια σ’ ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής- Johns Hopkins University- είχε πράγματα να πει με τις καινούργιες τεχνικές του  και με τους άλλους νεωτερισμούς που χρησιμοποίησε στα έργα του και φυσικά επαινέθηκε πολύ από υποστηρικτές της ανανέωσης της παραδοσιακής αφήγησης αλλά και κατηγορήθηκε παράλληλα από άλλους.

Χάνεσαι λίγο στην αφήγηση αλλά αν δεν σου αρέσουν οι καινούργιες γεύσεις, μπορείς να ξαναγυρίσεις στο παραδοσιακό «παστίτσιο», ή ανάλογα με τη διάθεση να επιλέξεις κάτι πιο gourmet.




Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

The Crying of Lot 49

by Thomas Pynchon




Δε θα το διάβαζα, αν δεν έπρεπε να το διαβάσω για το διαδικτυακό μάθημα που παρακολουθώ: “The American Novel since 1945”.
Κάποια άλλη στιγμή ίσως να το έβλεπα αλλιώς, βέβαια.

 Πάντα όμως, όπως όλοι όσοι διαβάζουμε γνωρίζουμε, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή που διαβάζεται ένα βιβλίο επηρεάζει τη γεύση που αφήνει, και αυτό είναι κάτι που απλώς συμβαίνει. Ακούσια.


Όλοι οι μεταμοντέρνοι λογοτέχνες, όπως ονομάστηκαν αυτοί που έγραψαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν βασικό προβληματισμό με τη χρήση της γλώσσας. Είναι αυτή που με την υπερβατική της δύναμη κάνει κουμάντο στο τι θα γράψει ο συγγραφέας.
  Ο συγγραφέας πέθανε, είναι ένα σύνθημα. Άρα η γλώσσα κάνει ότι θέλει, λέει την ιστορία όπως θέλει.
 Έτσι εντάσσουν ημιτελείς φράσεις, κενά στους συλλογισμούς, ιδέες που υποτίθεται ότι εννοούνται και αινιγματικές μεταφορές που μπορεί και να μην σημαίνουν κάτι, τα εντάσσουν στο έργο τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινείται και το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα.

Η κεντρική ηρωίδα, με το διασκεδαστικά συμβολικό όνομα Oedipa Maas, ανοίγει τη νουβέλα του Pynchon, λαμβάνοντας μια επιστολή που την ενημερώνει ότι μετά το θάνατο του πρώην πάμπλουτου εραστή της έχει οριστεί από  αυτόν εκτελέστρια της διαθήκης του.

Δέχεται και στην πορεία αυτής της διαδικασίας που δεν ξέρει καλά-καλά τι σημαίνει, βρίσκεται μπροστά σε κάποιο μυστήριο που έχει σχέση με μια μυστική ταχυδρομική υπηρεσία που δρα υπογείως στις ΗΠΑ, αλλά η ιστορία της ξεκινάει αιώνες πριν στην κεντρική Ευρώπη.

«Φτιαγμένη» είτε με ποτό είτε με ναρκωτικά ούτε η ίδια η Oedipa – που είναι η αφηγήτρια- αλλά ούτε και ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει κάποιο σίγουρο συμπέρασμα σχετικά με το μυστήριο που προσπαθεί να διαλευκάνει επισκεπτόμενη διάφορους ανθρώπους από μέλη ακροδεξιών οργανώσεων και ηθοποιούς μέχρι καθηγητές Πανεπιστημίου.

Ας μην ξεχνάμε ότι το έργο γράφτηκε τη δεκαετία του ΄60, ό,τι κι αν αυτό μας λέει για την Αμερική, τους αγώνες για δικαιώματα στους μαύρους και στις γυναίκες και αυτούς εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, τις δολοφονίες του προέδρου Τζων Κένεντι και του αγωνιστή Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τους πειραματισμούς με τα ναρκωτικά, και το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό χάος.

Όσο προχωράει η ιστορία και το μπέρδεμα στο βιβλίο και στο κεφάλι μας, δεν καταλαβαίνουμε αν αυτό που διαβάζουμε είναι λόγω κάποιων μυστηριωδών συνομωσιολογικών καταστάσεων που μας διαφεύγουν ή η Oedipa έχει απλώς μαστουρώσει με LSD ή μήπως έχει ξεπεράσει τα όρια της λογικής και ταξιδεύει για αλλού!

Πάντως αν κάνουμε υπομονή και την ακολουθήσουμε μέχρι το τέλος θα διαβάσουμε έκπληκτοι ότι η εξήγηση που έψαχνε να βρει και που την πήγαινε από το ένα στο άλλο και όλο πιο βαθειά, της έγινε αδιάφορη και δεν ξεκαθαρίστηκε ούτε η υποψία της μήπως όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι που της φόρτωσε ο πρώην της, ή μήπως ήταν όλα ψευδαισθήσεις που τις γεννούσε το άρρωστο μυαλό της – αφού και ο ψυχαναλυτής που την παρακολουθούσε τρελάθηκε και αυτός και πυροβολούσε όποιον έβρισκε γιατί πίστευε ότι οι Εβραίοι τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν, επειδή στον πόλεμο συνεργάστηκε με τους Ναζί κάνοντας πειράματα σε αθώους.

 Ή μήπως δεν υπήρχε κανένα μυστήριο, καμία παγκόσμια συνομωσία και όλα τα «σημάδια» ήταν απλώς τυχαία και δεν είχαν καμιά σημασία;

Λογοπαίγνια με τα ονόματα των ηρώων αλλά και με λέξεις, όπως το lot του τίτλου που αφού το αναφέρει με όλες του τις έννοιες -και κυρίως ως parking lot, στο οποίο εργάζονταν ο άντρας της Οιδίπας (!!)- σε όλη την ιστορία, μόλις στις δυο τρεις τελευταίες σελίδες αναφέρεται με την έννοια με την οποία το χρησιμοποιεί στον τίτλο: αντικείμενο που εκτίθεται σε δημοπρασία. Με το νούμερο 49. Και που αντιπροσωπεύει τη συλλογή γραμματοσήμων του  Pierce Inverarity(!!)- μπορείς να κάνεις διάφορα παιχνίδια και με το όνομά του πρώην εραστή. (Γεμάτη η γλώσσα του Pynchon με αστεία, λογοπαίγνια και σάτιρα). 
Αλλά και το crying του τίτλου που απλά σημαίνει -αλλά δεν το διανοείται ούτε καν ο αγγλόφωνος αναγνώστης- την αναφώνηση ενός αντικειμένου κατά τη δημοπράτηση, για να αρχίσουν οι προσφορές.

Έτσι λοιπόν και αφού στο τέλος του βιβλίου πια καταλαβαίνουμε τον τίτλο του, τελειώνει η ιστορία, με την Oedipa να κάθεται στην αίθουσα δημοπρασίας και να περιμένει να λύσει το μυστήριο –αν υπήρχε τελικά- όταν εμφανιζόταν επιτέλους αυτός που επιθυμούσε διακαώς να διεκδικήσει τη συλλογή γραμματοσήμων, που είχε να κάνει με το παράνομο σύστημα διακίνησης αλληλογραφίας. 

Αυτός που θα την οδηγούσε σε λύση.

Μέχρι εδώ. 

Δεν πρόλαβε να εμφανιστεί, γιατί εδώ τελειώνει το βιβλίο!


 Οι δύο τελευταίες προτάσεις της νουβέλας είναι:

“The auctioneer cleared his throat. Oedipa settled back, to await the crying of lot 49”.


Μπορώ να φανταστώ τα γέλια του Pynchon όταν έγραφε το τέλος του βιβλίου του.

 Εξάλλου σε όλη την εξέλιξη μπορείς να διακρίνεις το χαμόγελό του, την ειρωνεία απέναντι στους λογοτέχνες και στις τεχνικές τους, όπως πχ να χρησιμοποιήσουν ονόματα ηρώων που να τους χαρακτηρίζουν κατά κάποιον τρόπο ή να σημαίνουν κάτι, όπως πάρα πολλοί σημαντικοί λογοτέχνες είχαν κάνει μέχρι τότε.

Το βιβλίο έγινε μεγάλη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε στη δεκαετία του '60 και ακόμα θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα της σύγχρονης Αμερικάνικης λογοτεχνίας.


Ο Τόμας Πίντσον, είναι σήμερα 80 χρόνων και αποστρέφεται όπως πάντα τη δημοσιότητα. 

Ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε γι αυτόν και υπάρχουν μόνο δύο φωτογραφίες του.