Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

“Jazz” by Toni Morrison






Η πρώτη Αφροαμερικανή που της απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας, η Τόνι Μόρισον, είναι μια πολύ ταλαντούχα σύγχρονη λογοτέχνις.


 
Το βιβλίο της «Τζαζ»,  είναι το δεύτερο μιας τριλογίας που αρχίζει με το γνωστό "Beloved", τελειώνει με το "Paradise" και είναι η ιστορία των αφροαμερικανών. Γραμμένο το 1992 αποτελεί  τοιχογραφία του Χάρλεμ, στα 1926. 
Τότε που οι μαύροι, πρώην σκλάβοι, μεταναστεύουν βόρεια, πρώτον για να εργαστούν ως θυρωροί, λούστροι και πλανόδιοι πωλητές, που θεωρούνταν πολύ καλύτερες εργασίες από τις αγροτικές ενασχολήσεις ( η εναλλακτική τους λύση στις νοτιότερες πολιτείες)  και φυσικά για να αποφύγουν την καταδίωξη, κρυφή ή φανερή, από τους ρατσιστές του νότιου τμήματος των ΗΠΑ.

Στην πρώτη παράγραφο του βιβλίου έχουμε μάθει όλη την κεντρική  ιστορία, που θα αναλύσει στο υπόλοιπο βιβλίο η αριστοτέχνις Μόρισον. Αυτό είναι από μόνο του μια πρόκληση που έθεσε η ίδια στον εαυτό της και πέρασε με επιτυχία, αφού αν και ξέρουμε την ιστορία, συνεχίζουμε να διαβάζουμε με αμείωτο ενδιαφέρον και να απολαμβάνουμε και τις υπόλοιπες 277 σελίδες.

Είναι για τη γυναίκα, αυτή που ζει στη Λεωφόρο Λένοξ μ’ ένα σμάρι πουλιά και η οποία ήρθε σήμερα στην κηδεία της μικρής δεκαοχτάχρονης, να της χαρακώσει το πρόσωπο μ’ ένα μαχαίρι, γιατί είχε ξεμυαλίσει τον άντρα της, όσο ήταν ζωντανή. 

«Σσστ! Την ξέρω αυτή τη γυναίκα. Ζούσε κάποτε μ’ ένα σμάρι πουλιά στη Λεωφόρο Λένοξ. Ξέρω και τον άντρα της. Ξεμυαλίστηκε με μια μικρή δεκαοκτώ χρονώ.» 
 Έτσι αρχίζει την αφήγησή της, η μάλλον γυναίκα αφηγήτρια του βιβλίου, η οποία συνεχίζει σ’ αυτό το ίδιο στυλ προφορικού λόγου, μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο.
 Πάντα είναι παρούσα στα διάφορα γεγονότα και συχνά εκφράζει προσωπικές της απόψεις σχετικά με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις επιλογές των χαρακτήρων και καταλήγει, στο τέλος του βιβλίου,  να παραδεχτεί, ότι πολλές φορές έκανε λάθος στις προβλέψεις της και ότι καλύτερα να ήταν κι αυτή χαρακτήρας του βιβλίου παρά αφηγήτρια, εννοώντας ότι δεν είναι ζωή να παρατηρείς τις ζωές των άλλων, όσο κι αν αυτό σου εξασφαλίζει μια ασφαλή, ήρεμη και σίγουρη διαβίωση, μακριά από κακοτοπιές και βάσανα κάθε είδους, που θα μπορούσαν να σου τύχουν και σένα όπως στους χαρακτήρες του βιβλίου.

Γυρίζει μπρος πίσω στο χρόνο και καταπιάνεται με την ιστορία της τραγικής γυναικείας φιγούρας που συναντάμε στις πρώτες γραμμές, στη συνέχεια με το παρελθόν του άντρα που ξεμυαλίστηκε και όλων των άλλων χαρακτήρων, για να ολοκληρώσει την αφήγηση με ανατρεπτικά γεγονότα, που ούτε κι η αφηγήτρια δεν τα περίμενε.

Είναι λέει αυτή η περίεργη μουσική, η τζαζ, που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα της φυλής, που ελεύθερη τώρα πια απ’ τη δουλεία στην οποία εσύρθη στο παρελθόν, προσπαθεί να σταθεί όρθια. 

Είναι αυτή η ξεμυαλίστρα μουσική που τα φταίει όλα.

 Είναι αυτή που τα δημιουργεί όλα.

 Και στο τέλος είναι στους ρυθμούς αυτής της μουσικής που χορεύει το ζευγάρι, βγαλμένης  από δίσκους που έφερε η μοναδική λευκή ηρωίδα του βιβλίου. Όλοι οι άλλοι χαρακτήρες είναι μαύροι σαν το σκοτάδι, σαν λουστραρισμένο έπιπλο ή «χρυσοί» όταν κάποιος λευκός επενέβη με τα γονίδιά του.

Η Μόρισον γράφει για τη φυλή της αλλά απευθύνεται σε όλους, άσπρους και μαύρους για να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, μόνοι τους. 

Πιστεύω ότι θα μείνει να διαβάζεται για πολλά χρόνια.


Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Κερτ Βόννεγκατ (Kurt Vonnegut) (1922-2007)






  «Ένας Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα» , σελ. 206 

πρώτη έκδοση στ’ αγγλικά, 2005



Είναι μια  συλλογή μικρών δοκιμίων, που ο αιρετικός αυτός αμερικανός έγραψε το 2005, σε ηλικία 83 ετών, με υπότιτλο
 « Χρονικό μιας ζωής στην Αμερική του George W Bush ».
 Το τελευταίο βιβλίο που δημοσίευσε.

Αιχμηρή γλώσσα, αλλά απλή, όπως πίστευε ότι πρέπει να είναι η γλώσσα του συγγραφέα. Αναφέρεται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, σκληρές εκφράσεις με μπόλικες βρισιές, σε ιδέες, όπως η πολιτική, ο Θεός, η εξέλιξη του ανθρώπου (« Είμαστε απλά ένα λάθος της εξέλιξης»), ο σκοπός της ζωής («Ο σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή», « Βρισκόμαστε εδώ για να κωλοβαράμε.»), η κοινωνία και πώς να γίνει πιο δίκαιη, ο πόλεμος, τα ναρκωτικά, η κατανάλωση, το χιούμορ, η τεχνολογία, η επιστήμη, η φιλοσοφία. 

Σαν να ήθελε να συνοψίσει τις απόψεις του πριν το τέλος της ζωής του. Και η πρότασή του απέναντι σε όλα τα προβλήματα η καλοσύνη και η συμπόνια, ιδιότητες που παραδέχτηκε ότι οφείλει στην αφροαμερικανή γυναίκα που τον μεγάλωσε.

Υποστηρίζει ότι το πρόβλημα που οφείλει να λύσει η κυβέρνηση δεν είναι τα ναρκωτικά, ούτε η διερεύνηση του διαστήματος, ούτε κάτι άλλο από αυτά με τα οποία ασχολείται, αλλά "ο εθισμός του ανθρώπου στο πετρέλαιο", τα αποθέματα του οποίου εξαντλούνται και για την εξοικονόμηση του οποίου, η Αμερική διεξάγει πολέμους ανά τον κόσμο, προβάλλοντας διάφορες προφάσεις κάθε φορά.

Μικρές εκθέσεις, με τον δικό του  σατυρικό τρόπο δοσμένες. Σε εκπλήσσει, διότι ένας άνθρωπος με τις δικές του τραυματικές εμπειρίες (η μητέρα του αφαιρεί τη ζωή της την Ημέρα της Μητέρας, όταν αυτός γυρίζει σπίτι του με άδεια από το στρατό, πολέμησε στην Ευρώπη κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, πιάστηκε αιχμάλωτος και επέζησε του βομβαρδισμού της Δρέσδης από τους συμμάχους, κλεισμένος σε ψυγείο κρεάτων) δεν περιμένεις να αντιμετωπίζει τα σοβαρά θέματα με τέτοιο χιούμορ.

Σχέδια και αφορισμοί χωρίζουν τα μικρά κεφάλαια. Γενικά, ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με τις απόψεις του, μπορεί να σου δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτείς κάποιες ιδέες ή έστω να τις δεις κι από άλλη γωνία και αυτό είναι από μόνο του κέρδος.

Το χιούμορ και ο έντονος λόγος του, κάνουν την ανάγνωση του βιβλίου διασκεδαστική. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Η Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων




του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά  


 Jean Michel Gunassia
Le Club des Incorrigibles Optimistes
2009 πρώτη έκδοση στα γαλλικά
2011 για την ελληνική γλώσσα

(693 σελίδες)

Ένα βιβλίο εντυπωσιακό σίγουρα, ευκολοδιάβαστο αναμφισβήτητα, το ρουφάς παρά τις 693 σελίδες του, με αφηγηματικό στυλ κλασικό και πολλούς διαλόγους που το κάνουν πιο ευχάριστο στην ανάγνωση και με ένα θέμα πολύ ενδιαφέρον τουλάχιστον για όσους έχουν ανησυχίες για κοινωνικά και πολιτικά θέματα της περιόδου 1950 – 1960 αλλά και γενικότερα του μεταπολεμικού κόσμου στην ευρύτερη περιοχή μας. 

Αναφέρεται στη ζωή ενός αξιαγάπητου εφήβου του Μισέλ, που μεγαλώνει στο κέντρο του Παρισιού σε μια μικροαστική οικογένεια, η οποία όμως απουσιάζει απ’ τη ζωή του και έτσι περνάει την καθημερινότητά του διαβάζοντας βιβλία – ακόμα και στο σχολείο στην ώρα του μαθήματος που το βαριέται, και στο δρόμο προς και από το σχολείο την ώρα που περπατάει- αλλά και παίζοντας το συναρπαστικό για την εποχή ποδοσφαιράκι που ενθουσίαζε εξαιρετικά τους νέους την εποχή του 50 και του 60 και όχι μόνο.

 Εκεί στο μαγαζί αυτό έβλεπε για καιρό μια κουρτίνα που οδηγούσε σε ένα χώρο που δεν ήξερε τι ήταν όπου μπαινόβγαιναν διάφοροι άντρες σοβαροί και αγέλαστοι. Μια μέρα μπήκε ακάλεστος και από τότε δεν έπαιζε πια ποδοσφαιράκι με τους νέους της ηλικίας του αλλά άρχισε να συχνάζει στην πίσω κάμαρα.

Είναι η εποχή του ψυχρού πολέμου, που τα δύο στρατόπεδα, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ή καπιταλισμός και σοσιαλισμός, είναι σε ευθεία σύγκρουση και ο κόσμος έχει πάρει θέση με τους μεν ή τους δε. 

Είναι η εποχή που στο Παρίσι όλοι οι διανοούμενοι είναι με την ΕΣΣΔ και έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και ευημερία στην αντίπερα όχθη. 

Είναι και η εποχή που διάφοροι σοβιετικοί πολίτες δραπετεύουν με κάθε τρόπο στη Δύση για να βρουν εκεί τις δικές τους ελπίδες ή για να σώσουν τη ζωή τους από τις τρελές καταδιώξεις που υφίστανται στη δική τους χώρα. 

Αλλά δεν είναι μόνο σοβιετικοί είναι και Τσέχοι, Πολωνοί και ένας έλληνας ο οποίος ανήκει στο στρατόπεδο των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου της χώρας του και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι για να γλυτώσει από φυλακές και εξορίες.
 
Όλοι αυτοί, ο καθένας με την ιστορία του και ο απελευθερωτικός αγώνα στο Αλγέρι εναντίον της χώρας που τους φιλοξενεί , της Γαλλίας, να μαίνεται.

Ένα βιβλίο που αναφέρεται στην απομυθοποίηση των ιδανικών των ανθρώπων της εποχής αυτής που άρχισε να διαφαίνεται και θα έπαιρνε καιρό για μερικούς να τη δεχτούν και που άλλοι όπως ο Σαρτρ-με την κηδεία του οποίου αρχίζει το βιβλίο- αν και ξέρουν τι γίνεται πίσω από το «παραπέτασμα»,  αποσιωπούν την αλήθεια για τους δικούς τους λόγους. 

Θέλει να πιστεύει, ο συγγραφέας ότι στέκει αντικειμενικά απέναντι στις δύο όχθες αλλά όλο το βάρος πέφτει στην κατά τη γνώμη του χειρότερη ιδεολογία και των εγκλημάτων εξ αιτίας της. 
 Παρόλα αυτά είναι ένα βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κανείς και γιατί είναι «νόστιμο» - καιρό είχα να γελάσω διαβάζοντας – αλλά και γιατί έχει ερεθίσματα για σκέψη.