Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 4 Απριλίου 2017

Μια τυχαία μέρα

Μια τυχαία μέρα
4 Απριλίου, 2017


Μπήκα μέσα κρατώντας το γράμμα.

-Θα πάει ο πατέρας μου σε μια κηδεία, στην Αθήνα.
-Ποιος πέθανε;
-Ένας θείος. Ο άντρας της αδερφής του.
-Ποιάς, αυτής που πηγαίνει και τρώει;
- Όχι, της άλλης που ζει στην Αθήνα.
-Τι να πω! Ήταν τουλάχιστον μεγάλης ηλικίας;
- Ε, ναι.
-Πόσο μεγάλος;
-Καμιά εξήντα.
-Ε, δεν ήταν και πολύ μεγάλος.
-(Σκέφτεται ότι κι αυτή είναι στα εξήντα) Ναι, όχι πολύ μεγάλος.
-Από τι πέθανε;
-Από καρκίνο. όπως κι η μαμά. (φευγαλέο σκοτεινό βλέμμα). Δεν το είχαν καταλάβει, όταν το έμαθαν ήταν αργά. Σε δύο βδομάδες πέθανε.
-Καλύτερα έτσι. Από το να ζεις με τη γνώση αυτή (λες και δεν γνωρίζουμε τη θνητότητά μας, σκέφτεται) και να ταλαιπωρείσαι (λες και δεν είναι σημαντικός έστω και ο ελάχιστος χρόνος που σου ανακοινώνεται) με τις χημειοθεραπείες, νοσοκομεία….

Είναι στην αρχή της ζωής τους, γιατί θα πρέπει να τους δηλητηριάζεις τις σκέψεις με τα αναπόφευκτα και τα αυτονόητα, όταν δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό.
 Υπάρχουν τόσες χαρές ακόμα που δεν ήρθαν στη ζωή τους!

Κοίτα, κι αυτό το γράμμα σήμερα!
 Επιστροφή, από Βιέννη. 
Σιγά μην έκαναν το ίδιο και τα Ελληνικά Ταχυδρομεία. Και μάλιστα μέσα στην κρίση. Έβαλαν και γραμματόσημα. Ελληνικά; Ποιοι τα έβαλαν, μήπως τα Ελληνικά Ταχυδρομεία; 10 λεπτά, πέντε και πέντε, και πάνω είναι ένας Ναπολέων Σουκατζίδης. Θα το ψάξω στο Ίντερνετ μετά. 
Το αστείο είναι στο ροζ αυτοκόλλητο: ZURUCK από κάτω RETURN και μετά Hellas. Ακόμα κι αυτό, όχι Greece, Hellas. Ένα x στο τετραγωνάκι Unbekannt, από κάτω Unknown

Και μετά το αστείο. Πάντα γελάω με αυτό το αστείο. 

Ένα ν μικρό ελληνικό, ένα τικ, μια μολυβιά στο κουτάκι: Verstorben, δεν το ξέρω αυτό και από κάτω Deceased. Αυτό το ξέρω καλά. 

Γελάω.

Θα το ψάξω στο λεξικό, μπορεί να σημαίνει και κάτι άλλο. Το ξέρω ότι δεν σημαίνει παρά αυτό που ξέρω, αλλά κοιτάω, ψάχνω. Γελάω.

Αγαπητέ Hannes Sonnberger,

που ταξιδεύεις σε άλλες θάλασσες, ποιος ξέρει πόσο καιρό τώρα. Αγαπητέ Hannes, που δεν σε σκέφτηκα από τότε, παραπάνω από κάνα δυο φορές στη ζωή μου. Θέλω να σου πω, στο διαδίκτυο, σ’ αυτό το χαώδες σύμπαν, τα εξής πριν έρθω και γω στα μέρη σας:
Μπορώ να θυμηθώ, τα καθαρά σου μάτια που σήκωνα τα δικά μου για να τα δω. Μπορώ να θυμηθώ τα highly educated αγγλικά σου, αν και Αυστριακός.
Τις σημειώσεις, που κουβαλούσες στο American Bar του ξενοδοχείου για να πιεις τον καφέ που σου σέρβιρα και να διαβάσεις για το διδακτορικό σου, που ποτέ δεν ξαναδιάβασες μετά την πρώτη φορά, αλλά που πάντα κουβαλούσες μαζί σου. 
Τις συζητήσεις μας που διέκοπταν τα σερβιρίσματά μου σε άλλους πελάτες.
Και μετά που έφυγες, τα γράμματά σου. Επί δύο χρόνια! Στο τέλος δεν είχαν κανένα συναισθηματικό βάρος για μένα, παρά μόνο πριν τρεις βδομάδες που συμμαζεύοντας τη βιβλιοθήκη μου, βρήκα ένα κουτί με γράμματα από τα νιάτα μου, με τα δικά σου να πιάνουν αρκετό χώρο.
 Άρχισα να διαβάζω και να θυμάμαι. Στο δεύτερο βρήκα και τη φωτογραφία που είχες βάλει μέσα, με τα καθαρά μάτια. 
Το αποφάσισα εκείνη τη στιγμή. Θα σου γράψω. 

Και σου έγραψα. Δεν θα ανοίξω το επιστρεφόμενο γράμμα να σου πω τι σου έγραψα. Έτσι κλειστό θα το βάλω στο ίδιο εκείνο κουτί και θα μείνει εκεί, μέχρι κάποιος να το πετάξει, κάποιος που ίσως δεν θα γνωρίζει κανέναν από τους δυο μας.

Εκεί το έκλεισα, μαζί με όλα τ’ άλλα.

Νύχτωσε φίλε, Hannes. Σε χαιρετώ,

Christina Foka.


ΥΓ Σ’ ένα από τα τελευταία σου γράμματα έγραφες: « Σου εύχομαι να περάσεις καλά στην αγαπημένη σου Κρήτη». Ευχαριστώ για την ευχή σου. Πραγματοποιήθηκε. Check!