Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Κεφάλαιο 4 " Τα μούρα"






-Πες μας λοιπόν, τι ιστορίες ξέρεις να λες;
…………………………………………………………………
Σκέφτομαι: Ποιος είπε ότι ξέρω ιστορίες; Εγώ δεν έχω σταλιά φαντασία. Εγώ δεν πρόλαβα ποτέ στη ζωή μου να πω ιστορίες. Εγώ απλώς έζησα τη δική μου ιστορία. Δεν ξέρω γιατί την είχα. Δεν ξέρω γιατί την ακολούθησα. Δε βρήκα ποτέ το χρόνο να την αμφισβητήσω. Το θάρρος να την αλλάξω. Είχα πάντα καθήκοντα να κάνω. Πάντα τα έφερνα σε πέρας. Πάντα τα απολάμβανα, αν και κάτι μέσα μου χαμογελούσε περίεργα. Αυτό. Δεν του έδωσα ποτέ σημασία. Ήταν το σχιζοφρενικό μου, «αυτό», που ήθελε να κάνει το έξυπνο. Του έδινα μια σπρωξιά κι έφευγε. Στην άκρη. Όπου έφευγε, τέλος πάντων. Ιστορίες άλλες έβλεπα. Γύρω μου. Τη δική μου δεν την έβλεπα. Πώς να δεις τα μάτια σου;
Μια μέρα λοιπόν, η δική μου ιστορία , ξαφνικά, άλλαξε. Κάποια βασικά δεδομένα. Μα η αλλαγή είναι ζωή, η έλλειψή της τέλμα. Τίποτα.
Κάποια πρόσωπα έφυγαν από την ιστορία μου, κάποια σκηνικά άλλαξαν. Σε κάποιες στιγμές έφευγαν όλοι κι έμενα μόνη. Στη σκηνή. Τότε βρήκα αυτό που δε θυμόμουν να είχα ποτέ αρκετό. Χρόνο. Χα χα, χρόνο! Πάνω που τέλειωνε, τον βρήκα. Και μαζί ξαναήρθε το «αυτό». Οοοοπ  και παρουσιάστηκε.
-Τι; Ρώτησα.
- Τίποτα, άσε με.
- Τι τίποτα, που σαν τη μύγα μ’ ενοχλούσες μια ζωή. Που δεν είχα χρόνο σταλιά.
- Τώρα πια, τι να σου πω;
- Τώρα πια; Τι πάει να πει τώρα πια;
- Τώρα τελειώνει το παραμύθι.
- Ποιο παραμύθι τελειώνει;
- Άσε με σου λέω.
Ξαφνικά είδα ότι το περίεργο χαμόγελό του δεν υπήρχε. Ήταν μόνο εκείνες οι δύο γραμμές δεξιά κι αριστερά από το στόμα, που κάνουν το χαμόγελο σαν πόνο! Δεν μου άρεσε αυτό. Με τρόμαζε. Μύριζε λύπη. Όμως αυτή τη φορά μόνη στην άδεια σκηνή, δεν ήθελα να του δώσω μια να φύγει, όπου πήγαινε να πήγαινε. Ήθελα να είναι εκεί. Να το γνωρίσω. Να μου πει όσα δεν είχα χρόνο ν’ ακούσω μια ζωή. Έτσι ρώτησα.
-Λοιπόν;
- …………
- Πες μου.
- Θυμάσαι, τότε στο περίπτερο; Κάθε που έβρεχε; Όταν βράδιαζε και γυάλιζαν τα φώτα  στο πεζοδρόμιο; Το βρεγμένο;
- Ναι θυμάμαι. Έπαιρνα μια κούτα με τσιγάρα, την άνοιγα, αράδιαζα τα πακέτα στα ράφια, έσκιζα τα περίσσια κομμάτια, έκανα μια χαρτονένια σελίδα. Από τη μια, η μάρκα των τσιγάρων, συνήθως «Παλλάς» ή « Assos φίλτρο». Από την άλλη όμως; Λευκή. Μια ωραία λευκή κόλλα. Τέλεια, μια ακόμη ματιά στα φωτάκια στο πεζοδρόμιο και γέμιζε η κόλλα.
- Ναι.
- Τι;
- Δεν το συνέχισες.
- Όχι.
- Λυπάμαι.
- Εγώ δεν είμαι σίγουρη αν λυπάμαι, είπα.
…………………………………………………………………………………………………………………
Λοιπόν θα μας πεις μια ιστορία;
Ναι.
 Καμιά φορά, τα παλιά τα χρόνια όταν ήμουν ακόμα μικρή, με μαμά, μπαμπά, γιαγιά, αδερφή, θείους, θείες να κρατούν την αλυσίδα ασφαλείας της ζωής μου, με πήγαιναν στο χωριό. Εκεί ζούσε η γιαγιά με την αδερφή μου. Το σπίτι παλιό, τούρκικο. Πολύ όμορφο. Έφυγαν οι Τούρκοι, το έδωσαν στους πρόσφυγες. Εκεί μπήκε νύφη η γιαγιά. Δεκατεσσάρων χρόνων! Πρόσφυγας κι αυτή. Μετά ήρθαν οι πόλεμοι. Κατέβαινε ο παππούς απ’ το βουνό, να η πρώτη κόρη, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη! Κατάρα, όλα θηλυκά. Όταν πολύ αργότερα εμένα με πήγαιναν στο χωριό, έπεφταν επάνω μου όλοι οι Τούρκοι που έζησαν εκεί, όλοι οι στρατιώτες που χτυπούσαν την πόρτα –σιέλ- μέσα στη νύχτα και ορμούσαν μετά να ψάχνουν, όλοι οι ζωντανοί κι οι πεθαμένοι αυτού του σπιτιού, και με πλάκωναν. Κι έκλαιγα. Και ήθελα να φύγω. Να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη, με τα πόδια. Έβγαινα στο μπαλκόνι που έπιανε όλη την πρόσοψη του σπιτιού και κοίταζα πέρα τους λόφους. Κάποιος μεγάλος μου είχε πει «Πίσω από κείνους τους λόφους είναι η Θεσσαλονίκη». Θα μπορούσα να περπατήσω άραγε;

Υπήρχε όμως κάτι που αποσπούσε το μυαλό μου από αυτόν τον προβληματισμό. 
Οι μουριές. 
Οι μαγικές! 
Μια που έκανε μαύρα μούρα και μια που έκανε άσπρα μούρα. 
Δεξιά κι αριστερά από τη σκάλα. Στη μέση του τεράστιου μπαλκονιού ήταν η σκάλα. Πέντε σκαλοπάτια και το τελευταίο πολύ φαρδύ. Όμορφη σκάλα. Όλο το σπίτι ήταν όμορφο. Κι ας μην είχε πάτωμα παρά «μαλέζι». Το μαλέζι το έπαιρναν από έναν λάκκο στον πάνω μαχαλά. Είχε το χρώμα της σοκολάτας γάλακτος. Το ανακάτευαν με νερό και μ’ ένα παλιό ύφασμα άλειβαν το πάτωμα που ήταν από πατημένο χώμα! Όταν αυτό στέγνωνε γυάλιζε και γινόταν πολύ όμορφο!
Όταν λοιπόν κατέβαινα τις σκάλες, μετά το κλάμα στο μπαλκόνι, έβρισκα πάντα ένα τεράστιο μαύρο μούρο στο τρίτο σκαλοπάτι από τα δεξιά και ένα τεράστιο άσπρο μούρο στο ίδιο σκαλοπάτι από τ’ αριστερά! Τεράστια μούρα. Ένα μαύρο, ένα άσπρο. Τα έπαιρνα με δέος στα χέρια μου.
 Έπιαναν όλη την παλάμη.

 Πόσο ήθελα να τα φάω! 

Αν όμως ήταν μαγεμένα; 

Αν τρώγοντάς τα ξεχνούσα τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, στη Θεσσαλονίκη; 

Κι έτσι δεν τα έτρωγα ποτέ!

-Λοιπόν;

-Αυτό. Αυτή ήταν η ιστορία μου.

-Και τι θέλει να πει;

-Τίποτα. Δεν ξέρω.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Χωρίς τίτλο





Στα είκοσι η Μαρία.
Στα ΄74 η Ελλάδα.
Εκρηκτικό μίγμα.
Άνοιγε την πόρτα του σπιτιού να φύγει και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν.
«Να προσέχεις, κούκλα μου», η μάνα.
«Τι να προσέχω ρε μάνα; Τ΄αυτοκίνητα;»
 Και γέλαγε με γέλιο καθαρό κρυστάλλινο.
Η Μαρία είχε ερωτευτεί.
 Τον Πάνο.
Τους φίλους του.
Το κόμμα του.
 Την Ελλάδα, την μετά τη δικτατορία. Μεταπολίτευση, λέξη με μυρωδιά κακή. Μετά τη δικτατορία. Του Παπαδόπουλου. Και των άλλων ήταν. Και των παράλλων, πέρα από τον ωκεανό.
Η Μαρία ερωτεύονταν όλα τα ωραία!
Τον Πάνο με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια.
Την όμορφη μέρα.
Την ωραία ιδέα.
Τη ζωή που ανέτειλε.
 Τη θάλασσα κι ας ήταν ο Θερμαϊκός.
 Τις ταβέρνες της παρέας κι ας ήταν το κρασί ξύδι.
 Τους επαναστάτες φίλους κι ας ξημεροβραδιάζονταν στην πρέφα.
Αλλά και στους αγώνες.
Τότε που κάνανε αλυσίδες, τότε που δίνανε τα χέρια. Η Μαρία απογειωνόταν. Τίποτα δεν την τρόμαζε.
Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Η μάνα φοβόταν.
Ήξερε αυτή.
Και τις εξορίες και τους θανάτους τους ήξερε.
Κι από πρώτο κι από δεύτερο χέρι.
 Όταν έλεγε να προσέχεις, αυτά εννοούσε.
Και η Μαρία νόμιζε για τ’ αγόρια πως της έλεγε.
 Όμως η Μαρία ήταν στα είκοσι κι η Ελλάδα στα 1974.
Στο Πανεπιστήμιο δεν είχε ζήσει τα προηγούμενα.
 Μόνο κάτι μήνες. Ο τύπος που έστεκε στην πόρτα της σχολής, «Κάπου σε ξέρω κοπελιά εσένα» της είπε. Πάλι δεν κατάλαβε. Άστραψε ένα χαμόγελο και απομακρύνθηκε. Εξ άλλου είχε μάθημα. Την επόμενη μέρα όμως την ώρα που την ξανασταμάτησε ο ίδιος τύπος στο ίδιο σημείο, τον θυμήθηκε. Ήταν ο τύπος που συναντούσε συχνά στην είσοδο του πέμπτου Αστυνομικού τμήματος δίπλα ακριβώς στην είσοδό τους. Διπλανή πολυκατοικία. « Άκου, για το καλό σου στο λέω. Μην ανακατευτείς με τα πολιτικά. Δεν πρόκειται να τελειώσεις ποτέ τη σχολή. Αλήθεια στο λέω. Έχω δει εγώ εδώ πολλούς τέτοιους φοιτητές. Και κάτι ακόμα. Κοίταξε να παντρευτείς πριν διοριστείς γιατί οι δασκάλες εκεί που πάνε στα χωριά, μένουν γεροντοκόρες». Να ξερε πού μίλαγε!! Η Μαρία έλεγε μέσα της: Μαλάκα χαφιέ, εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο θα δεις. Εξ άλλου το σύνθημά μας είναι «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα».
Ένα πρωί της μεταπολίτευσης, έβαλε το τζιν με το άσπρο μακό κλασσικά και πήρε την κατηφόρα από τα κάστρα προς το κέντρο. Στα γραφεία θα έβρισκε τα παιδιά. Έφτασε και είδε μια αναστάτωση περίεργη. Οι φασίστες έρχονται προς τα δω.

 «Έκαναν παρέλαση προς το σημείο που θα συναντιούνταν αλλάζοντας όμως πορεία για να περάσουν έξω από τα κεντρικά τα δικά μας. Καθίσαμε λοιπόν στην είσοδο της στοάς από την μεριά της Εγνατίας. Σε λίγο μια μονάδα της αστυνομίας παρατάχτηκε μπροστά μας κλείνοντας έτσι την κίνηση στην κεντρική οδό. Δεν ένοιωθες και σιγουριά με την αστυνομία! Σε λίγο ακούστηκαν τα συνθήματά τους που γδέρναν τα αυτιά. Εμείς εκεί. Η αστυνομία επίσης εκεί. Οι άλλοι παρακεί. Άρχισαν να φωνάζουν για σαπούνια και λοιπά. Συνέχισαν με το πέταγμα κονταριών προς το μέρος μας που έκαναν γκελ πάνω από τη δύναμη της αστυνομίας. Κάποιος από μας άρχισε τον εθνικό ύμνο. Όλοι μαζί. Αυτό τους εξαγρίωσε ακόμα πιο πολύ. Η πατρίδα ήταν δική τους. Ο εμφύλιος δούλευε καλά. Κονσερβοκούτια και τα σχετικά. Η αστυνομία κάτι τους είπε και συνέχισαν την πορεία τους και γω πήρα ανάσα. Βγάζοντάς την όμως ένοιωσα μια άλλη στο λαιμό μου. Γυρίζω και αυτό που είδα ήταν δυο φωτιές γεμάτες μίσος. Βουβό μίσος. Μαύρα μάτια. Κίτρινο μίσος. Δίπλα μου μια φωνή είπε « Μα καλά γιατί βαράτε;» Ένα κλομπ κατέβηκε με δύναμη και μόλις πρόλαβα να δω ένα γαλάζιο βλέμμα να σβήνει. Στην παραδιπλανή πολυκατοικία μπήκα ακολουθώντας κάποια πόδια. Μαύρο παντελόνι. Ανεβήκαμε στον τρίτο και τελευταίο όροφο. Μόνο ανάσες. Εικοσάχρονες. Μια πόρτα στον κάτω όροφο άνοιξε, κατεβήκαμε όλοι μαζί. Η κυρία στην πόρτα δε μίλησε. Άνοιξε ακόμα πιο πολύ την πόρτα της και πήγε στην άκρη « Ως πότε παιδιά μου, ως πότε;» Μπήκαμε στο ξένο σπίτι και από τις τρύπες στα στόρια βλέπαμε κάτω τη μεταπολίτευση στη μέση της Εγνατίας να εξελίσσεται. Άγρια. Κοντάρια από ελληνικές σημαίες, από κόκκινες και κλομπς. Μόνο ήχοι. Όχι αρθρωμένες κουβέντες. Βρισιές έστω. Όχι. Πάνω από ώρα παρακολουθούσαμε. Μόνο με τις ανάσες. Μετά ένα πράσινο τζάκετ με πήρε αγκαζέ. Η πόρτα άνοιξε. Δεύτερος όροφος, πρώτος, ισόγειο, έξω. Στη σκηνή. Το χέρι ανέβηκε στον ώμο. Μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Προχωρήσαμε στο πεζοδρόμιο δύο τετράγωνα και στο επόμενο στενό με σπρώχνει « Τρέχα συντρόφισσα».
Δεν είδα ποτέ το πρόσωπό του. Μόνο την ανάσα του άκουγα και το τρέχα συντρόφισσα.
Την άλλη μέρα ψάχναμε στα νοσοκομεία τον ξανθό φοιτητή με τα γαλάζια μάτια. Τον βρήκαμε. Ήταν ο Χρήστος. Δεν πήρε απάντηση στην απορία του.  Κάποιες ζαλάδες μόνο. Για μια ζωή ».
 Ο Χρήστος ήταν είκοσι χρονών.

Την επόμενη μέρα η Μαρία με το άσπρο μακό κατηφόριζε για τη διαδήλωση συμπαράστασης στη Χιλή. Ένας χρόνος από το πραξικόπημα του Πινοσέτ και το θάνατο του Αλιέντε.

 Κάποιος περαστικός θαύμασε  « Παιδί μου, τώρα γεννήθηκες;» 

Χαμογέλασε και έτρεξε να προλάβει.

Ήταν είκοσι χρονών.

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Βαρύς άνθρωπος




Κάθε πρωί σηκωνόταν με βαριά καρδιά ο Σωτήρης.
 Κάθε πρωί. 
Τι τον έτρωγε κανένας δεν ήξερε. 
«Είναι βαρύς τύπος».
 Έτσι τέλειωνε το μυστήριο για τις μουτράκλες του.

 Δύο μέτρα άντρας, ο Σωτήρης. Από μικρός δε γέλαγε πολύ. Σπάνια ακόμα χαμογελούσε. Όμορφος άντρας. Σλάβικα χαρακτηριστικά. Φαρδύ πρόσωπο. Καστανά μάτια, λυπημένα. Ούτε κι ο ίδιος ήξερε το λόγο. Δεν ήξερε γενικά πολλά πολλά . Δεν είχε και φίλους. Μόνο κάτι σαν κι αυτόν, που ποτέ δεν μίλαγαν για συναισθήματα κι αυτοί. Στο καφενείο αντάμωναν σχεδόν κάθε απόγευμα, ανάλογα με την εποχή βέβαια, και έπιναν καφέ.
 Ελληνικό, βαρύ γλυκό ο Σωτήρης.
 Στο χωριό έμενε, όμως δεν ήταν χωριάτης.
 Ήξερε από τη ζωή της πόλης. 
Ούτε φτωχός ήταν.
 Όχι πλούσιος.
 Αγρότης, δουλευταράς ήταν.
 Το γυμνάσιο το είχε βγάλει κουτσά στραβά. Δεν του άρεσε να σκοτίζει το μυαλό του με τους χρόνους και τα αρχαία ελληνικά. Ούτε τα νέα ελληνικά δεν του άρεσαν. Ούτε τα μαθηματικά και τ’ άλλα. Γενικά δεν του άρεσε το κλίμα στο σχολείο. Προτιμούσε να ιδρώνει κάτω από τον ήλιο στο χωράφι ή πάνω στο τρακτέρ, αλλά να μην έχει κανέναν πάνω από το κεφάλι του.

Αυτό το πρωί όμως σηκώθηκε πολύ χαρούμενος.
 Ήταν Σάββατο και είχε πάρει την απόφασή του.
 Με το που θα γύριζε στο χωριό η Κατερίνα θα έβρισκε τρόπο να την πλησιάσει και να της πει τέλος πάντων ότι, ότι την αγαπάει και θέλει να την παντρευτεί μόλις τελειώσει τις σπουδές της. Το σκέφτονταν εδώ και λίγο καιρό, τώρα. Αυτός ήταν ο λόγος που όλοι σχεδόν του έλεγαν πως είχε αλλάξει τελευταία.
Έκανε την καθημερινή του ρουτίνα και κατά το μεσημεράκι κάθησε στο τραπέζι με τη μάνα του να φάνε.
 Γεμιστά.
 Δεν θα το ξέχναγε ποτέ.
 Το κάθε τι εκείνης της μέρας το θυμόταν ως τα γεράματά του.
 Και τον ήλιο που ξαφνικά κρύφτηκε και το «Λες να βρέξει;» της μάνας του, και τον κόκκορα που φώναξε μες το μεσημέρι, και αυτόν με τα πιθάρια που φώναζε απ’ έξω από το σπίτι τους την ώρα που έκοβε την πιπεριά και το χαρούμενο βλέμμα της μάνας του που σα να βλεπε κάτι να φωτίζει το όμορφο πρόσωπο του γιου της του μονάκριβου, μετά τον άδικο χαμό του άντρα της πολλά πολλά χρόνια πριν.

Μετά πήγε στην πλατεία κάθισε στην αγαπημένη του θέση και περίμενε.

 Ο πλάτανος ήταν πολύ παλιός και η σκιά του μοναδική. 

Ο βαρύς γλυκός ήρθε χωρίς λόγια. 

Το νερό παγωμένο.

 Η χαρά του πρωτόγνωρη. 

Πρώτη φορά χαίρονταν έτσι στη ζωή του.
 Κάρφωσε το βλέμμα στο νερό απέναντι που έτρεχε από το στόμα του λιονταριού και για πρώτη φορά στη ζωή του άφησε τη φαντασία του ελεύθερη να κάνει όνειρα. Οι εικόνες είχαν μέσα και μωρά και έρωτα και νύχτες και μέρες.
 Όταν κοίταξε το μεγάλο ρολόι στο απέναντι καφενείο είδε ότι είχε επιτέλους φτάσει η ώρα που θα την έβλεπε να κατεβαίνει από το λεωφορείο, να του χαμογελάει με τα πονηρά της μαύρα μάτια και να παίρνει το δρομάκι απέναντι για το σπίτι της. Στην άλλη μεριά από το δικό του. Αυτός όμως είχε κανονίσει να τη συναντήσει το βραδάκι όταν θα έβγαινε βόλτα να πάει στη φίλη της που δεν είχε βγάλει τις δικές της μονάδες στις πανελλήνιες.
Νάτο το λεωφορείο, άκουγε τη μηχανή του να ανεβαίνει λαχανιάζοντας. 
Σταμάτησε όπως πάντα δίπλα στο καφενείο.
 Κατέβηκαν δυο χωριανοί. 
Η πόρτα έκλεισε. 
Ταράχτηκε ο Σωτήρης.
 Τι έγινε;
 Το Κατερινάκι έρχεται κάθε Σάββατο στο χωριό.
 Ελπίζω να μη βρήκε κανένα συμφοιτητή της εκεί στη πόλη. 
Αχ και δεν της μίλαγε από το προηγούμενο Σάββατο!
 Αχ.
Τράβηξε για το σπίτι και για πρώτη φορά αποφάσισε να ξαπλώσει τέτοια ώρα.
 Για πρώτη φορά.
 Γιατί όλες οι κακές σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του.
Ξάπλωσε στο σαλόνι μιας και η μάνα του έλειπε και άνοιξε την τηλεόραση, στο τοπικό κανάλι ως συνήθως. Θυμόταν την είδηση μισή όπως την άκουσε για μια διάρρηξη με φόνο και για το άτυχο το θύμα.
 Τον πήρε ο ύπνος και τον ξύπνησαν οι φωνές της μάνας του απ’ έξω από το σπίτι που μιλούσε με τη γειτόνισσα.
 « Μα τι λες βρε Ματίνα;» , « Όφου, όφου! Αλίμονο στη μάνα της.» ,« Το  κακό που βρήκε το χωριό μας. Εμείς δεν ξέρουμε από τέτοια, εδώ.» , « Το καημένο το Κατερινιώ μας».

Ο Σωτήρης δε μίλησε ποτέ σε κανέναν.

Ούτε όμως και ξαναχαμογέλασε ποτέ σε κανέναν. 

Βαρύς άνθρωπος.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Ξαφνικά






Σοφοί, φιλόσοφοι, «ειδικοί» και ειδικοί, πολίτες απλοί έχουν μιλήσει γι αυτό το συναίσθημα και τα έχουν πει όλα.
 Σοφά διατυπωμένα. Εξηγημένα. Δικαιολογημένα από κάθε πλευρά.
 Και συ τα έχεις διαβάσει, ακούσει, μελετήσει, σπουδάσει ίσως.

 Ξαφνικά όμως στη ζωή σου .…. 

Αχ, αυτό το ξαφνικά! 

Κάποτε είχα γνωρίσει ένα μικρό κοριτσάκι που το έλεγαν Χριστινάκι. Όχι πού το θυμήθηκα, δεν το ξέχασα ποτέ. Κάθε φορά που κοιτάζω το φεγγάρι όταν είναι ολοστρόγγυλο, «μάτι δολοφόνου» και απολαμβάνω την ομορφιά του, η εικόνα της μπερδεύει το συναίσθημα.
 Μικρούλα με τα ξανθά μαλλάκια να πλαισιώνουν το αγέλαστο παιδικό προσωπάκι, καθισμένη στη νυχτερινή άμμο, χαμένη σε μια παραλία της Χαλκιδικής, με φεγγάρι κατακόκκινο να κοροϊδεύει από χαμηλά, «Δεν μου αρέσει έτσι το φεγγάρι» να δηλώνει σοβαρά κι απόλυτα, σπάζοντας την εικόνα σε χίλια κομμάτια. «Εμένα μου αρέσει, όταν είναι σα φέτα». Και γω έψαξα να βρω τι σχέση ενδεχομένως είχε η προτίμηση αυτή με το μανάβικο του ξενοδοχείου που δούλευα εγώ και έμενε το Χριστινάκι τότε.
 Καμία.
 Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα να φύγουν της είπα πως θα την σκέφτομαι και θα την αγαπώ για πάντα.
Νόμιζα ότι αυτό ήταν σημαντικό ή έστω κάτι.
 « Εγώ δε θέλω να με σκέφτεσαι, εγώ θέλω να είμαι μαζί σου».
 Σωστά.
 Όμως στα παραμύθια που της ξετύλιγα στην παραλία τα βράδια μέχρι να διασκεδάσει η μάνα της στη Ντίσκο και να έρθει να την πάρει, ήθελε «Εμένα μου αρέσουν τα παραμύθια με ξαφνικά». 
Σωστά.
Ξαφνικά λοιπόν και Χριστινάκι ένα. 
Εμένα αντίθετα δεν μου άρεσαν καθόλου τα παραμύθια με ξαφνικά.
 Ούτε και οι αλήθειες. 
Με ξαφνικά.

Ξαφνικά λοιπόν συμβαίνει κάτι και νάτο το «συναίσθημα» στη ζωή σου.
 Τότε όμως τα πάντα είναι διαφορετικά.
 Ναι ναι το ξέρεις. 
«Έτσι είναι τα πράγματα.», «Τι να κάνουμε. Αυτά έχει η ζωή».« Ο χωρισμός είναι μέσα στο παιχνίδι. Ζωντανός ή μη».
 Και όσο προσπαθούν να σε παρηγορήσουν καλοπροαίρετοι φίλοι, τόσο πιο έντονα το βιώνεις το «συναίσθημα».

 Είναι αυτό το συναίσθημα που νοιώθεις όταν ότι αγάπησες δυνατά, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΑ. 

Απουσία. 
 Χωρισμός.
 Θάνατος.
Δεν είμαι λυπημένη.
Το φεγγάρι πάντα ολόκληρο μου άρεσε.
 Ένα κατακόκκινο, τεράστιο, Σπετσιώτικο.
Το ξαφνικά είναι που δεν μου αρέσει.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

«Παρόλα αυτά είναι όμορφη η ζωή, Μαρία»







-Ελάτε όλοι εδώ, ελάτε να ξαπλώσουμε.

Ξάπλωσα στη μέση του διπλού κρεβατιού και σχεδόν αμέσως δεξιά κι αριστερά πήραν θέση τα δύο μεγάλα. Έμενε το μικρό. Κι αυτό όμως από καιρό είχε βρει τη θέση του. Στα πόδια μου με το κεφαλάκι στην κοιλιά μου! 
Αγκαλιά δεξιά, αγκαλιά αριστερά. 
Όλη η απίστευτη κούραση της ημέρας έφευγε άρον άρον από παντού. 
Με την εκπνοή, λες!
 Σιωπή, αναμονή, αναπνοές.
 Κάποια μάτια άρχισαν να κλείνουν, αποκαμωμένα από το παιχνίδι της ημέρας. Αντιστέκονταν όμως. 
Σκεφτόμουν, άσε την απεργία να μας ρημάζει την καθημερινότητα. 
Τράβαγε δεύτερο μήνα τώρα.
 Δε με νοιάζει.
 Το μόνο πρόβλημα, τα τσιγάρα που δεν είχα να τα πάρω και τα ξόδευα-στο μπαλκόνι πάντα-με το σταγονόμετρο.
 Όσο για το πρωινό, πάλι δε μ’ ένοιαζε. 
Τους είχε πάει βόλτα ο μπαμπάς μαζί με τα σκυλάκια, στις πορτοκαλιές, στο ρέμα και γύρισαν με δυο σακούλες πορτοκάλια, τις προάλλες. Όλη νύχτα έκοβα τα φλούδια σε μικρά μπαστουνάκια αλλά η μαρμελάδα πέτυχε θαύμα. Έβραζα και τσάι και σκεφτόμουν ότι πού θα πάει θα τελειώσει η απεργία και τότε πάλι θα είμαστε απλά φτωχοί! 
Μια χαρά, δηλαδή. 
Για τα μεσημέρια είχα αγοράσει τρία τσουβάλια. 
Ένα με φασόλια, ένα με φακές κι ένα με ρύζι!
 Μια χαρά, δηλαδή.
 Τώρα άρχιζε το παραμύθι.
 Είχα σκεφτεί να δημιουργήσω μια οικογένεια με μαμά, μπαμπά πέντε παιδιά και γιαγιά και παππού για να μπορώ κάθε βράδυ να λέω και μια ιστορία για τον καθένα τους.
 Τους είχαν μάθει για τα καλά και περίμεναν τα καινούρια επεισόδια. 
Η οικογένεια ζούσε στη Σουηδία. 
Ήταν και η αρκούδα που τους επισκέπτονταν, που της άφηναν έξω από την πόρτα καλάθια με φρούτα και μέλι. 
Αυτή ζούσε στο διπλανό δάσος.
 Και μεις ζούσαμε στο μαγικό νησί! 

Τώρα τα μικρά μεγάλωσαν κι ευτυχώς έφυγαν από το μαγικό νησί. 
Μόνο που έτυχαν σε καιρό σκοτεινό.
 Και γω που έλεγα στα παραμύθια τις μαμαδίστικες συμβουλές μου, δεν είχα φανταστεί τόση σκοτεινιά. 
Του τάφου.
 Άλλα αντί άλλων οι συμβουλές μου.
 Και τα παραμύθια μου επίσης.
 Εκεί, αυτοί που έκαναν το καθήκον τους ανταμοίβονταν στο τέλος ή τουλάχιστον δεν δεινοπαθούσαν και οι «κακοί»  όλο και κάπως την πλήρωναν.
 Πάντα όμως αγωνίζονταν και ποτέ δεν το έβαζαν κάτω.
 Ακόμα και κείνη τη φορά που η αρκούδα είχε φέρει τις ξαδέρφες της και μπήκαν όλες μαζί μέσα στο σπίτι.

Τώρα κι εγώ μεγάλωσα και ευτυχώς δεν έφυγα από το νησί.
 Έφυγε όμως η μαγεία.
 Τώρα θα κάνω ότι δεν το κατάλαβα πως νύχτωσε. 
Θα κάνω ότι δε φοβάμαι το κρύο.
 Θα γυρεύω το χάδι της τέχνης των άλλων.
 Την παρηγοριά των βιβλίων.
 Των φίλων. 
Της προσφοράς.
 Θα κρύβω την αχρωματοψία που μου προέκυψε και θα παρηγοριέμαι γιατί είδα το ουράνιο τόξο άπειρες φορές στη ζωή μου.
 Υπόσχομαι να παλεύω ενάντια στον εχθρό, την απαισιοδοξία, την αχρωματοψία, και την απουσία.
 Γιατί « παρόλα αυτά είναι όμορφη η ζωή, Μαρία», όπως έλεγε και η αγαπημένη, Κατερίνα Γώγου.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Ο ίδιος άνθρωπος!



Είναι καταπληκτικό! Ήταν ο ίδιος άνθρωπος! Αυτός που πρωταγωνιστούσε στο γάμο. Αυτός και τώρα. Ψηλός, αδύνατος, δυνατός. Ο ίδιος άνθρωπος που χόρευε πρώτος. Που ξεσήκωνε του βαρεσάρηδες! Αυτός που εκεί που χόρευε έτρεχε να σηκώσει τους τεράστιους δίσκους με τα «οφτά» και να σερβίρει, με το χαμόγελο και τη χαρά να τρέχει ποταμός από τα μέσα του. Αυτός που « έτσι κάνει σε όλους τους γάμους». Αυτός που όταν κουράζονταν οι καλεσμένοι και κάθονταν αποκαμωμένοι, σήκωνε τα χέρια στον ουρανό και με την παρουσία αυτή και μόνο ξεσήκωνε πάλι στο χορό. Δεν τον γνωρίζω. 

Σήμερα ήταν πάλι εκεί. Πρώτος. Με το ίδιο πρόσωπο- μόνο που δε γέλαγε. Ούτε συσπώνταν όπως το δικό μου. Απλά ήταν σοβαρός. Ήρεμος. Καλούσε πάλι. Αυτήν τη φορά σε ψυχραιμία. Σε σιωπηρή λύπη. Σε από μέσα σου κλάμα. Σε αξιοπρέπεια. Μαζί με τους άλλους τρεις σήκωσε το βάρος . Σε όλη τη διαδρομή, από το σπίτι στην εκκλησία. Σήμερα πάλι. Και ήταν μια φοβερή ηλιόλουστη μέρα. Σταμάτησα στο γυρισμό να ακουμπήσω τα χαμομήλια, μόνο που τα δάχτυλα δεν πόναγαν πια στο άγγιγμα τους. Συνηθίζεις στην ευαισθησία, άραγε; Όπως συνηθίζεις στην απουσία; Σε όλη τη διαδρομή, υπήρχαν μόνο αυτές οι δύο παπαρούνες!
-Ο κόσμος καίγεται !
-Αλήθεια καίγεται.
-Εσύ με τι ασχολείσαι;
-Με τις δύο παπαρούνες!
-Κοκκίνισες;
-Ναι!
-Μη.
-Πώς μη;
-Θυμάσαι παλιά..
-Ναι βέβαια. Τότε πάλι κοκκίνιζα. « Αν ένας μόνο άνθρωπος δεν συμφωνεί με τις ιδέες αυτές τις δίκαιες, αξίζει να θυσιαστεί προκειμένου να σωθούν τα εκατομμύρια»;
-Τότε πάλι κοκκίνιζες, σε θυμάμαι καλά. Δεν ήθελες να θυσιάσεις τον ένα. Με τίποτα.
- Ναι, με τίποτα.
-Τώρα; Με τι ασχολείσαι τώρα; " Πήγες σπίτι σου";
-Όχι βέβαια. Κρατώ το μυαλό μου ενημερωμένο και....
-Ενημερωμένο; Από πού; Από ποιον;
-Από όπου μπορώ. Προσπαθώ. Ενδιαφέρομαι. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Απλώς είδα δύο παπαρούνες και χάρηκα.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

"Ένα γιο να είχα..."





-Ένα γιο να είχα και να ήταν ο μεγαλύτερος αλήτης. Στη φυλακή να τον είχαν. Θα πήγαινα να τον βλέπω. Μια κόρη να είχα και να ήταν …παλιογυναίκα ξέρεις, θα πήγαινα στα μπουρδέλα να την δω, να τη φιλήσω.
Είχε καθίσει στη μέση του δρόμου. Κάτω. Ξαφνικά. Έτσι όπως περπατούσαμε και απολαμβάναμε τη νύχτα, την καλοκαιριάτικη. Το νησί έδινε παράσταση. Πιο όμορφο δε γινόταν. Και το φεγγάρι, από κείνα τα Αυγουστιάτικα. Της Ελλάδας. Των νησιών. Ευτυχώς ήταν αργά και δεν περνούσαν άμαξες. Είχε μόλις βγάλει ένα δροσερό αεράκι από κείνα τα μεταμεσονύκτια που λες «Επιτέλους, δρόσισε λίγο!» και είπαμε να πάμε μια βολτίτσα. Από νωρίς καθόμασταν στο μπαλκόνι και μιλούσαμε. Ανώδυνα. Είχαμε τελειώσει τις ιστορίες από τα παλιά. Παρά τη διαφορά της ηλικίας είχαμε πολύ ωραίο κώδικα επικοινωνίας με την Αικατερίνη. Έτσι την φώναζε ό άντρας της, έτσι την φώναζα και γω. Αν και μετά από κάποιο σημείο οικειότητας την έλεγα Κατερινούλα. Γιατί μπορεί να πλησίαζε τα εξήντα αλλά ήταν Κατερινούλα. Όταν πρωτοβρεθήκαμε εγώ κυνηγούσα τη γάτα μου στο μπαλκόνι και κείνη απολάμβανε την ηρεμία της άνοιξης στο δικό της. Στο διπλανό σπίτι. Πανέμορφα και τα δύο. Το δικό μας παλιό νησιώτικο από το 1864 με το γιασεμί του και τη βουκαμβίλιά του αγκαλιά. Το νοικιάζαμε εννοείται. Το δικό της ένα νεόκτιστο αρχοντικό. Καθόλου φανταχτερό. Έκανε προσπάθεια να μοιάζει με τα παλιά τριγύρω. Μιλούσε στον τεράστιο λύκο που καθόταν σαν αρνί στα πόδια της. Έμοιαζε να του λέει παραμύθια. Της χαμογέλασα μέσα από την τριανταφυλλιά της την ολάνθιστη, μου χαμογέλασε κι αυτή. Όταν την επομένη χτύπησε η πόρτα και ανοίγοντας την είδα, η Μιμίτσα μου είδε τον Μαξ. Ολόκληρο θηρίο. Τρομάξαμε και γω και η γάτα μου. Εγώ χαμογέλασα στην κυρία από δίπλα, η Μιμίτσα όρμησε στο Μαξ και τον μάτωσε στο πρόσωπο. Στον πανικό, κλείσαμε την πόρτα αφήνοντας τον σκύλο απ’ έξω και όλες οι υπόλοιπες μέσα. Ξαφνικά μου προέκυψε κι άλλο πρόβλημα. Τι θα έλεγα στην αριστοκράτισσα κυρία Αικατερίνη που είχε όνομα Τσαρίνας, όταν έβλεπε το κόκκινο υφαντό με το κίτρινο σφυροδρέπανο που μόλις είχα υφάνει στον αργαλειό μου και το είχα απλώσει φάτσα φόρα . Πριν χτυπήσει το κουδούνι αυτό είχα κάνει και δεν είχα προλάβει να το δω, να δω πώς έγινε. Γιατί τόσον καιρό που το ύφαινα μόνο με τον καθρέφτη από κάτω μπορούσα να το βλέπω, Γιατί το σχέδιο βγαίνει από κάτω, όταν υφαίνεις. Κρητικός αργαλειός. Περάσαμε στο σαλόνι πού ήταν και ο αργαλειός και το πανώ το κόκκινο. Άγαλμα η κυρία Αικατερίνη. Τρόμαξα. Σκέφτηκα πως η γυναίκα σοκαρίστηκε. Το νησί δε φημίζονταν για την προτίμησή του σ’ αυτά τα χρώματα. Η εικόνα που έβλεπα ήταν μια νοικοκυρά με δύο νάυλον σακούλες να σταματάει μπροστά σε μια παρόμοια ταμπέλα φρεσκοκρεμασμένη σε ένα μαγαζάκι-τρύπα, να ακουμπάει τις σακούλες κάτω, να βάζει τα δυο χέρια στη μέση δεξιά κι αριστερά και να λέει σοκαρισμένη « Α, χάλια!». Σχεδόν περίμενα να ακούω αυτήν την ίδια πρόταση από την συμπατριώτισσά της. Αντί γι αυτό άκουσα « Τι είναι αυτό;» και καθώς το δίπλωνα της είπα «Μπα, τίποτα δεν είναι». Για τις επόμενες δύο ώρες είχα μείνει καρφωμένη στην άβολη καρέκλα μου να ακούω την ιστορία της κυρίας Αικατερίνης που όντας 17 χρονών πέρναγε απέναντι στη στεριά τα μηνύματα και τα έδινε στους αντάρτες. « Μες το βρακάκι μου, τα έκρυβα». Ώσπου μια φορά την πιάσανε και τη ρωτάγανε τι και πως. Κι αυτή δεν είχε πια φωνή να μιλήσει. Μουγκή. Καθώς την ανέβαζαν στην κρεμάλα στην πλατεία, μαζί με άλλους, ο τότε δήμαρχος φώναξε « Στη θέση αυτού του κοριτσιού, κρεμάστε εμένα»! Μετά θυμόταν πως τη βάλανε σ’ ένα υποβρύχιο και την στείλανε στον Πειραιά!!!! Γίναμε φίλες μιας ζωής. Εκείνο το βράδυ που κάθισε στη μέση του δρόμου και μούλεγε αυτά τα λόγια είχε χρόνια που είχε ξαναβρεί τη φωνή της. Κατερινούλα μου! Λίγο πριν της είχα πει πως δεν είχα σκοπό να κάνω παιδιά, στη ζωή μου. Λίγο μετά, έκανα τρία! Ευχαριστώ, καρδιά μου.