Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Χωρίς τίτλο





Στα είκοσι η Μαρία.
Στα ΄74 η Ελλάδα.
Εκρηκτικό μίγμα.
Άνοιγε την πόρτα του σπιτιού να φύγει και δεν έδινε λογαριασμό σε κανέναν.
«Να προσέχεις, κούκλα μου», η μάνα.
«Τι να προσέχω ρε μάνα; Τ΄αυτοκίνητα;»
 Και γέλαγε με γέλιο καθαρό κρυστάλλινο.
Η Μαρία είχε ερωτευτεί.
 Τον Πάνο.
Τους φίλους του.
Το κόμμα του.
 Την Ελλάδα, την μετά τη δικτατορία. Μεταπολίτευση, λέξη με μυρωδιά κακή. Μετά τη δικτατορία. Του Παπαδόπουλου. Και των άλλων ήταν. Και των παράλλων, πέρα από τον ωκεανό.
Η Μαρία ερωτεύονταν όλα τα ωραία!
Τον Πάνο με τα μαύρα μαλλιά και τα πράσινα μάτια.
Την όμορφη μέρα.
Την ωραία ιδέα.
Τη ζωή που ανέτειλε.
 Τη θάλασσα κι ας ήταν ο Θερμαϊκός.
 Τις ταβέρνες της παρέας κι ας ήταν το κρασί ξύδι.
 Τους επαναστάτες φίλους κι ας ξημεροβραδιάζονταν στην πρέφα.
Αλλά και στους αγώνες.
Τότε που κάνανε αλυσίδες, τότε που δίνανε τα χέρια. Η Μαρία απογειωνόταν. Τίποτα δεν την τρόμαζε.
Όμως οι καιροί ήταν δύσκολοι.
Η μάνα φοβόταν.
Ήξερε αυτή.
Και τις εξορίες και τους θανάτους τους ήξερε.
Κι από πρώτο κι από δεύτερο χέρι.
 Όταν έλεγε να προσέχεις, αυτά εννοούσε.
Και η Μαρία νόμιζε για τ’ αγόρια πως της έλεγε.
 Όμως η Μαρία ήταν στα είκοσι κι η Ελλάδα στα 1974.
Στο Πανεπιστήμιο δεν είχε ζήσει τα προηγούμενα.
 Μόνο κάτι μήνες. Ο τύπος που έστεκε στην πόρτα της σχολής, «Κάπου σε ξέρω κοπελιά εσένα» της είπε. Πάλι δεν κατάλαβε. Άστραψε ένα χαμόγελο και απομακρύνθηκε. Εξ άλλου είχε μάθημα. Την επόμενη μέρα όμως την ώρα που την ξανασταμάτησε ο ίδιος τύπος στο ίδιο σημείο, τον θυμήθηκε. Ήταν ο τύπος που συναντούσε συχνά στην είσοδο του πέμπτου Αστυνομικού τμήματος δίπλα ακριβώς στην είσοδό τους. Διπλανή πολυκατοικία. « Άκου, για το καλό σου στο λέω. Μην ανακατευτείς με τα πολιτικά. Δεν πρόκειται να τελειώσεις ποτέ τη σχολή. Αλήθεια στο λέω. Έχω δει εγώ εδώ πολλούς τέτοιους φοιτητές. Και κάτι ακόμα. Κοίταξε να παντρευτείς πριν διοριστείς γιατί οι δασκάλες εκεί που πάνε στα χωριά, μένουν γεροντοκόρες». Να ξερε πού μίλαγε!! Η Μαρία έλεγε μέσα της: Μαλάκα χαφιέ, εμείς θα τον αλλάξουμε τον κόσμο θα δεις. Εξ άλλου το σύνθημά μας είναι «Πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στον αγώνα».
Ένα πρωί της μεταπολίτευσης, έβαλε το τζιν με το άσπρο μακό κλασσικά και πήρε την κατηφόρα από τα κάστρα προς το κέντρο. Στα γραφεία θα έβρισκε τα παιδιά. Έφτασε και είδε μια αναστάτωση περίεργη. Οι φασίστες έρχονται προς τα δω.

 «Έκαναν παρέλαση προς το σημείο που θα συναντιούνταν αλλάζοντας όμως πορεία για να περάσουν έξω από τα κεντρικά τα δικά μας. Καθίσαμε λοιπόν στην είσοδο της στοάς από την μεριά της Εγνατίας. Σε λίγο μια μονάδα της αστυνομίας παρατάχτηκε μπροστά μας κλείνοντας έτσι την κίνηση στην κεντρική οδό. Δεν ένοιωθες και σιγουριά με την αστυνομία! Σε λίγο ακούστηκαν τα συνθήματά τους που γδέρναν τα αυτιά. Εμείς εκεί. Η αστυνομία επίσης εκεί. Οι άλλοι παρακεί. Άρχισαν να φωνάζουν για σαπούνια και λοιπά. Συνέχισαν με το πέταγμα κονταριών προς το μέρος μας που έκαναν γκελ πάνω από τη δύναμη της αστυνομίας. Κάποιος από μας άρχισε τον εθνικό ύμνο. Όλοι μαζί. Αυτό τους εξαγρίωσε ακόμα πιο πολύ. Η πατρίδα ήταν δική τους. Ο εμφύλιος δούλευε καλά. Κονσερβοκούτια και τα σχετικά. Η αστυνομία κάτι τους είπε και συνέχισαν την πορεία τους και γω πήρα ανάσα. Βγάζοντάς την όμως ένοιωσα μια άλλη στο λαιμό μου. Γυρίζω και αυτό που είδα ήταν δυο φωτιές γεμάτες μίσος. Βουβό μίσος. Μαύρα μάτια. Κίτρινο μίσος. Δίπλα μου μια φωνή είπε « Μα καλά γιατί βαράτε;» Ένα κλομπ κατέβηκε με δύναμη και μόλις πρόλαβα να δω ένα γαλάζιο βλέμμα να σβήνει. Στην παραδιπλανή πολυκατοικία μπήκα ακολουθώντας κάποια πόδια. Μαύρο παντελόνι. Ανεβήκαμε στον τρίτο και τελευταίο όροφο. Μόνο ανάσες. Εικοσάχρονες. Μια πόρτα στον κάτω όροφο άνοιξε, κατεβήκαμε όλοι μαζί. Η κυρία στην πόρτα δε μίλησε. Άνοιξε ακόμα πιο πολύ την πόρτα της και πήγε στην άκρη « Ως πότε παιδιά μου, ως πότε;» Μπήκαμε στο ξένο σπίτι και από τις τρύπες στα στόρια βλέπαμε κάτω τη μεταπολίτευση στη μέση της Εγνατίας να εξελίσσεται. Άγρια. Κοντάρια από ελληνικές σημαίες, από κόκκινες και κλομπς. Μόνο ήχοι. Όχι αρθρωμένες κουβέντες. Βρισιές έστω. Όχι. Πάνω από ώρα παρακολουθούσαμε. Μόνο με τις ανάσες. Μετά ένα πράσινο τζάκετ με πήρε αγκαζέ. Η πόρτα άνοιξε. Δεύτερος όροφος, πρώτος, ισόγειο, έξω. Στη σκηνή. Το χέρι ανέβηκε στον ώμο. Μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Προχωρήσαμε στο πεζοδρόμιο δύο τετράγωνα και στο επόμενο στενό με σπρώχνει « Τρέχα συντρόφισσα».
Δεν είδα ποτέ το πρόσωπό του. Μόνο την ανάσα του άκουγα και το τρέχα συντρόφισσα.
Την άλλη μέρα ψάχναμε στα νοσοκομεία τον ξανθό φοιτητή με τα γαλάζια μάτια. Τον βρήκαμε. Ήταν ο Χρήστος. Δεν πήρε απάντηση στην απορία του.  Κάποιες ζαλάδες μόνο. Για μια ζωή ».
 Ο Χρήστος ήταν είκοσι χρονών.

Την επόμενη μέρα η Μαρία με το άσπρο μακό κατηφόριζε για τη διαδήλωση συμπαράστασης στη Χιλή. Ένας χρόνος από το πραξικόπημα του Πινοσέτ και το θάνατο του Αλιέντε.

 Κάποιος περαστικός θαύμασε  « Παιδί μου, τώρα γεννήθηκες;» 

Χαμογέλασε και έτρεξε να προλάβει.

Ήταν είκοσι χρονών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου