Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Iστορίες 4


Άδειος δρόμος, τα σπίτια κλειστά, στραπατσαρισμένα, βουβά. Μπαίνει το τανκ, βουβό κι αυτό και ξαφνικά ακούγονται οι ριπές του. Στα σπίτια, στον άδειο δρόμο. Τον φτωχικό. Κι αυτός που πυροβολεί μέσα από την ασφάλεια του τανκ, φτωχός κι αυτός. Και τότε ακούγεται μια φωνή, απ' το πουθενά..βιάζομαι να διαβάσω την μετάφραση: " Ο Θεός είναι Μεγάλος".
Ειδήσεις, Συρία, 19 Νοεμβρίου 2011.


Περπατούσε σε κεντρικό δρόμο της Αθήνας, σχεδόν αμέριμνος, σχεδόν αφηρημένος. Είχε πάρει έναν νοστιμότατο, ανθυγιεινότατο "πιτόγυρο" με μπόλικο κρεμμύδι και πατάτες τηγανητές. Με γιαούρτι. Έτοιμος να καταπιεί την πρώτη μπουκιά και να ξαναορμήξει για την δεύτερη. Ζεστή η πίτα. Ξαφνικά κάποιος πέρασε μπροστά του τρέχοντας και χραπ του άρπαξε την πίτα από το χέρι. Κόντεψε να πνιγεί. Πρόλαβε και είδε την μελαψή επιδερμίδα στο σβέρκο ανάμεσα στα μαύρα ίσια μαλλιά και το φούτερ.
Αθήνα, Οκτώβρης 2011


Βγήκε βόλτα με το καρότσι, ευχαριστημένη, με το σπίτι στην τρίχα, όλα στη θέση τους. Ακόμα και το σκουπόξυλο ήταν χαριτωμένο! Η μικρή στο καρότσι, ένα όμορφο αντίγραφο, δύο χρόνων. Με κορδελίτσα στα μαλλιά, γυαλιά ηλίου και πανέμορφα άσπρα πεδιλάκια. Οι παιδικές γαμπούλες μαυρισμένες από τον ήλιο του νησιού. Της Ελλάδας, που ομορφαίνει τον πλανήτη. Ξαφνικά γυρίζει το κεφάλι δεξιά, στο χαντάκι. Ένας Άγγλος τουρίστας γύρω στα είκοσι. Φαίνεται να έχει κοιμηθεί εκεί τη νύχτα. Βλέμμα χαμένο. Βγάζει από την τσέπη του πεντοχίλιαρα και τα στουμπώνει στο στόμα του. Και σπρώχνει να χωρέσουν! Χάθηκε ο ήλιος και η ομορφιά. Έτσι.
Σπέτσες, Αύγουστος 1990


Πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Σκοτάδι. Έχει μια λαχτάρα δυνατή να φωνάξει μέσα στη νύχτα πόσο ερωτευμένη είναι. Είναι ο πρώτος έρωτας. Είναι ο απαγορευμένος έρωτας. Είναι ο άντρας απ' όλα. Μόνο να περπατάνε δίπλα δίπλα ήθελε και να τον ακούει ν' αναπνέει. Ξαφνικά, εκεί στο πεζούλι το στενό του πάρκου πίσω από τον Σταθμό, στην αρχή μια σκιά, μετά μια κοπελιά κι ο λυγμός της. Αστραπή ο ξένος πόνος. Ξαφνικά, βρομούσε ο τόπος ούρα.
Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 1975

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

ιστορία


Τριβή ίσον θερμότης. Αυτό ήταν το μόνο που έμαθα από Φυσική στο σχολείο. Η καημένη η Χρυσουλίδου δεν τα κατάφερε να μου μάθει περισσότερα. Αυτή για τους δικούς της λόγους μπέρδευε τα λόγια της και δημιουργούσε ανέκδοτα. Όπως όταν σκόνταψε στην έδρα και είπε " Βρε παιδιά, πώς ψήλωσε έτσι αυτή η έδρα;" Στο βάθρο δηλαδή σκόνταψε, στο βάθρο επάνω στο οποίο βρίσκονταν η παντέρμη η έδρα.

Τριβή ίσον θερμότης. Το είχα μάθει κι από μόνη μου πολύ πριν τη Χρυσουλίδου. Τότε που οι χειμώνες ήταν πολύ κρύοι στη Θεσσαλονίκη. Πολλές φορές χιόνιζε και όταν μετά έβγαζε και Βαρδάρη και πάγωνε το χιόνι μπορούσες να γλιστρήσεις πολύ εύκολα. Πόση ψυχούλα μπορεί να είχε ένα μικρό κορίτσι εφτά χρονών που ζύγιζε 25 κιλά επί πολλά χρόνια, ώστε να μην φοβάται το γλίστρημα αυτό; Κουβαλούσε ένα μικρό κυλινδρικό ντενεκεδάκι, μέχρι τη μέση γεμάτο με στάχτη από τη σόμπα κι από πάνω κάρβουνα. Τα σκέπαζε η γιαγιά με στάχτη για να μην σβήσουν. Είχε το ντενεκεδάκι ένα στραπατσαρισμένο σύρμα για χερούλι. Μια πλατιά επίπεδη πέτρα για καπάκι, για να μην καίγεται το χεράκι το κοκαλιάρικο, το μπλαβισμένο.
Πώς μπορούσε και χαμογελούσε και χαίρονταν; 

Μόλις είχε σχολάσει από το σχολείο, τρίτη δημοτικού!
Έφαγε ελάχιστα γιατί ποτέ δεν πείναγε και επίσης ποτέ δεν της άρεσαν τα φαγητά. Στο σπίτι. Ούτε στο εστιατόριο. Μόνο τα γλυκά από το Ζαχαροπλαστείο " Ο Ήλιος". Και το σαλάμι, έτσι την έλεγαν την πάριζα τότε..το '60 στη Θεσσαλονίκη. Μόλις είχε κυκλοφορήσει στα μαγαζιά. Αλλαντοπωλείον " Η Μικρή Ολλανδέζα". Σχεδόν νηστική, με τα κάρβουνα στο κουβαδάκι, με το παλτό το κόκκινο από πρόπερσι, ήταν τυχερή που δεν χόντραινε, δεν ψήλωνε οπότε της έρχονταν μια χαρά. Κόκκινο. Τσόχα! Ξεκινούσε από το σπίτι για το περίπτερο. Στο άλλο χέρι, το αριστερό, τα βιβλία και τα τετράδια. Της τρίτης δημοτικού. Μη φανταστείτε πολλά, κανα δυο. Χαίρονταν. Δεν κρύωνε καθόλου. Όταν σταματούσε για λίγο έτριβε τα δυο χεράκια, το ένα το ξυλιασμένο με το άλλο το ζεστό, "τριβή ίσον θερμότης", ξαναφορτωνόταν αυτά που κουβαλούσε και συνέχιζε. 
Ήξερε καλά τον δρόμο.
Όταν έφτανε στην Αντιγονιδών, άλλος κόσμος. Η αγορά, κόσμος πάνω κάτω, μαγαζιά, περίπτερα. 
Πλησίαζε. 
Χαίρονταν όλο και πιο πολύ. 
Έφτανε.
Η καρδούλα χτυπούσε πιο δυνατά.
Έπαιρνε τη στροφή, έμπαινε στην Εγνατία.
Έστριβε δεξιά προς το Βαρδάρη.
Νάτο.
Το περίπτερό μας.
Το περιπτεράκι μας. 
Η μανούλα μου με το κεφαλάκι προς τη μεριά μου.
Με περιμένει.
Μου χαμογελάει.
Μ' αγαπάει. 
Η γλυκιά μου, η τρυφερή μου μανούλα! 
Ξανθιά, όμορφη, χαμογελαστή.
Μια ζεστή αγκαλιά.

Καθόλου δεν κρύωνα τους χειμώνες αυτούς στη Θεσσαλονίκη. 

Είχα και τα κάρβουνα βλέπεις.