Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

 

Ludwig Wittgenstein  (1889-1951)

 


v  Ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν, Αυστριακός φιλόσοφος με σημαντική συνεισφορά στον τομέα της Αναλυτικής Φιλοσοφίας και της Λογικής, έθεσε ως προμετωπίδα στο έργο του «Φιλοσοφικές Έρευνες» το γνωμικό του Nestroy (Austrian great comic dramatist 1801-1862):

«Γενικά είναι γνώρισμα της προόδου να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από ότι είναι στην πραγματικότητα».

Και στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου του έγραψε:

«Θα προτιμούσα να είχα κάνει ένα καλό βιβλίο. Αυτό δεν συνέβηκε• όμως πέρασε πια ο καιρός που θα μπορούσα να το βελτιώσω».

 

v  Στο έργο του «Tractatus Logico-Philosophicus» (1921), που είναι και το μόνο που δημοσίευσε (καθώς το Φιλοσοφικές Έρευνες δημοσιεύτηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατό του), ο Wittgenstein επιχείρησε να δώσει μια απάντηση στο καντιανού τύπου ερώτημα:

 

«Πώς είναι δυνατές η γλώσσα και η σκέψη;»

 

Η απάντησή του στηριζόταν (1) σε μια ατομιστική αντίληψη της γλώσσας και του κόσμου ως συνόλου (τυχαίων) γεγονότων, και (2) σε μια απεικονιστική θεωρία του νοήματος: η λογική σύνταξη της γλώσσας ήταν η ουσία του κόσμου.

 

Θεμέλιο της γλώσσας και ουσία του κόσμου είναι τα «απλά», τα αναγκαία στοιχεία, που συνδυασμένα με ορισμένο τρόπο, συνιστούν τα γεγονότα.

 

 Σημείο επαφής της λέξης με τον κόσμο είναι το όνομα. Το όνομα σημαίνει το αντικείμενο. Η πρόταση, ως συνδυασμός ονομάτων, απεικονίζει το γεγονός.

 

Το έργο αυτό του Wittgenstein αποτέλεσε τη Βίβλο του φιλοσοφικού κινήματος της λογικής ανάλυσης που δέσποσε τη δεκαετία του 1930 και καθιέρωσε τη στροφή προς τη γλώσσα ως το καθαυτό αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας.

Σύμφωνα με αυτή τη σημασιολογική θεωρία, η γλώσσα έχει μια καθαρά λογική θεμελίωση. Αυτό το αναίρεσε ο ίδιος ο Wittgenstein με τις «Φιλοσοφικές Έρευνες», που αποτελούν μια αντιθετική συνέχεια του Tractatus. 

 

v  Είναι αδύνατον να συνοψίσει κανείς τις «Φιλοσοφικές Έρευνες», μπορούμε όμως να δώσουμε μερικά κύρια σημεία αυτού του έργου:

« Η σημασία μιας λέξης είναι η χρήση της μέσα στη γλώσσα».

«Το νόημα μιας έκφρασης είναι η χρήση της».

Έτσι θα μπορούσε να συνοψιστεί η καινούρια θεωρία του νοήματος που αντιτίθεται στο Tractatus, σύμφωνα με το οποίο η σχέση γλώσσας – κόσμου θεμελιωνόταν στην ονομασία.

Η απεικονιστική θεωρία του νοήματος είναι τώρα για τον Wittgenstein λάθος.

Η ονομασία (ισχυρίζεται, αναιρώντας τον εαυτό του), δεν αποτελεί το αναγκαίο θεμέλιο της σχέσης της γλώσσας με τον κόσμο. Αντίθετα προϋποθέτει ένα σωρό πράγματα για να δούμε πώς θα τη χρησιμοποιήσουμε.

Η έννοια «νόημα» είναι όπως η έννοια π.χ. «παιχνίδι». Υπάρχουν πολλών και διαφόρων ειδών παιχνίδια και δεν έχουν όλα τους ένα γνώρισμα που να τα κάνει παιχνίδια. Το ίδιο και οι χρήσεις της γλώσσας• παρουσιάζουν ακόμα μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Η καταδεικτική διδαχή ενός παιδιού οδηγεί στην αντίληψη βέβαια αυτού που του δείχνουμε, όμως με μια άλλη καθοδήγηση από τον δάσκαλο θα είχε σαν αποτέλεσμα μια διαφορετική αντίληψη από τον μαθητή.

Ωστόσο η ζωή διέπεται από κανόνες. Οι κανόνες που συνδέουν μια έκφραση με τις συνθήκες που δικαιολογούν τη χρήση της, είναι ενσωματωμένοι στους συνηθισμένους τρόπους συμπεριφοράς μιας γλωσσικής κοινότητας. Έτσι, από μόνη της μια έκφραση δεν μας υπαγορεύει ούτε την εφαρμογή της ούτε το πώς θα την κατανοήσουμε. Αντίθετα την κατανοούμε όταν έχουμε την ικανότητα να τη χρησιμοποιήσουμε σωστά, σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που αναφέρονται στην κοινή συμπεριφορά ανθρώπων ενός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου.

Οι κανόνες της σκέψης καθορίζουν τα όρια και την έννοια που έχουμε για τη σκέψη και « δεν περιγράφουν απαρασάλευτες σχέσεις ανάμεσα σε αιώνια όντα, ούτε είναι νόμοι της φύσης».

 

v Σχετικά με τη γλώσσα, τη σκέψη και τον ορισμό της φιλοσοφίας:

 

·         « Η φιλοσοφία είναι ένας αγώνας για να λυθούν τα μάγια που έχει κάνει η γλώσσα στη σκέψη μας»

 

·         «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις».

 

 

·         «Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του».

 

·         « Η λογική δεν ασχολείται με τη γλώσσα ή τη σκέψη με την έννοια που η φυσική επιστήμη πραγματεύεται ένα φυσικό φαινόμενο».

 

 

·         «Με ποια έννοια η λογική είναι κάτι ιδανικό;

Γιατί εξετάζει την ουσία των πραγμάτων. Μ’ αυτήν δεν θέλουμε να μάθουμε τίποτα καινούριο. Θέλουμε να κατανοήσουμε κάτι που είναι κιόλας οφθαλμοφανές».

 

·         «Η σκέψη περιβάλλεται από μία αίγλη. Η ουσία της, η λογική, παρουσιάζει μια τάξη, την a priori τάξη του κόσμου δηλαδή την τάξη των δυνατοτήτων που πρέπει να είναι κοινές στον κόσμο και στη σκέψη. Αυτή η τάξη πρέπει να είναι κάτι εξαιρετικά απλό».

 

·         « Εκεί όπου υπάρχει νόημα, εκεί πρέπει να υπάρχει τέλεια τάξη. Πρέπει λοιπόν η τέλεια τάξη να υπάρχει και στην πιο αόριστη πρόταση».

 

 

·         « Το ιδανικό το σκεφτόμαστε να στέκει στέρεο και αμετακίνητο. Δεν μπορείς καν να βγεις έξω από αυτό. Η ιδέα μοιάζει σαν τα γυαλιά πάνω στη μύτη μας, και ότι κοιτάζουμε το βλέπουμε μέσα από αυτά. Δεν μας έρχεται ποτέ στον νου να τα βγάλουμε. Όταν πιστεύουμε πως αυτό το ιδανικό πρέπει να το βρούμε στην πραγματική μας γλώσσα, νιώθουμε να μη μας ικανοποιούν οι καθημερινές προτάσεις, λέξεις. Αυτές πρέπει να είναι κάτι καθαρό και ευκρινές. Και σπάζουμε το κεφάλι μας να το βρούμε. Είναι σαν να έπρεπε να επισκευάσουμε με τα δάχτυλά μας έναν ξεσκισμένο ιστό αράχνης.

Όσο πιο αυστηρά εξετάζουμε την πραγματική μας γλώσσα , τόσο πιο έντονη γίνεται η σύγκρουση ανάμεσα σ’ αυτήν και τη λογική».

 

·         « Η φιλοσοφία είναι ένας αγώνας ενάντια στη γοητεία που ασκεί το γλωσσικό μέσο πάνω στη νόησή μας».

 

·         « Αποτέλεσμα της φιλοσοφίας είναι το ξεσκέπασμα της μιας ή της άλλης καθαρής α-νοησίας και των καρούμπαλων που απόκτησε ο νους πέφτοντας πάνω στα όρια της γλώσσας. Αυτά τα καρούμπαλα μας φανερώνουν την αξία που έχει εκείνο το ξεσκέπασμα».

 

 

·         « Μια από τις κύριες πηγές της ακατανοησίας μας είναι πως δεν έχουμε εποπτεία της χρήσης των λέξεων».

·         « Η γλώσσα είναι ένας λαβύρινθος από δρόμους. Έρχεσαι από τη μια μεριά και ξέρεις να προσανατολιστείς• έρχεσαι στην ίδια θέση από άλλη μεριά και δεν μπορείς πια να προσανατολιστείς».

 

·         « Το να λέμε ψέματα είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι και απαιτεί διδαχή όπως κάθε άλλο γλωσσικό παιχνίδι».

 

 

·         « Η γλώσσα είναι το μεταφορικό μέσο της σκέψης».

 

·         « Η σκέψη δεν είναι μια άυλη διαδικασία που δίνει ζωή και νόημα στην ομιλία και που μπορεί κανείς να την αποσπάσει από την ομιλία. Η ομιλία με σκέψη και η ομιλία χωρίς σκέψη μπορούν να συγκριθούν με την εκτέλεση με σκέψη και την εκτέλεση χωρίς σκέψη ενός μουσικού κομματιού».

 

 

·         « Για ποιο λόγο σκέφτεται ο άνθρωπος;

Επειδή η σκέψη δίνει καλά αποτελέσματα;

Επειδή τον συμφέρει να σκέφτεται;».

 

·         « Η φιλοσοφία είναι πρώτα από όλα, μια ανάλυση της γλώσσας, που αποσκοπεί στη διασάφηση των ορίων της. Τα όρια του δυνατού να σκεφτούμε είναι τα όρια του δυνατού να πούμε. Μια πρόταση δεν μπορεί να εκφράσει τη λογική της σκέψης, αυτή φαίνεται στη δομή της πρότασης».

 

·         « Μόλις φτάσουμε στην κορυφή της σκάλας και έχουμε κατανοήσει τις εκφράσεις του Tractatus logico-philosophicus, θα τις αναγνωρίσουμε ως α-νόητες και τότε πρέπει να πετάξουμε μακριά τη σκάλα. Και εδώ το Tractatus κλείνει με τη φράση, ‘για όσα δεν μπορούμε να μιλήσουμε, καλό είναι να σιωπήσουμε’. Έτσι σ’ αυτό το σημείο αποκαλύπτεται η μυστικιστική όψη του Tractatus, όπου μυστικιστικό είναι:’ ο κόσμος είναι’, ενώ η επιστήμη μπορεί να πει μόνο ‘πώς ο κόσμος είναι’. Το μυστικιστικό είναι επομένως άφατο και η ορθή μέθοδος της φιλοσοφίας θα ήταν να μη λέει τίποτα παρά μόνο αυτό που μπορεί να πει, δηλαδή προτάσεις της φυσικής επιστήμης. Κάθε απόπειρα να ειπωθεί το άφατο θα είναι μια αποτυχία, όπως π.χ. αυτή του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο άνθρωπος έχει την παρόρμηση να εξακοντίζεται πέρα από τα όρια της γλώσσας. Αυτός ο εξακοντισμός πέρα από τα όρια της γλώσσας είναι η Ηθική. Στην Ηθική επιχειρείται να ειπωθεί κάτι που δεν μπορεί ποτέ να αφορά την ουσία του προβλήματος. Κανένας ισχυρισμός της για τα γεγονότα δεν μπορεί να επιφέρει μια αξιολογική κρίση. Και δεδομένου ότι αυτό που μπορούμε να πούμε μπορεί να είναι μονάχα περιγραφή των καταστάσεων των πραγμάτων, η Ηθική ανήκει στο άφατο».

 

·         « Η κατανόηση του νοήματος μιας πρότασης αντιστοιχεί με την κατανόηση της μεθόδου με την οποία μπορεί να επαληθευτεί η πρόταση. Όπου υπάρχουν διαφορετικές επαληθεύσεις υπάρχουν και διαφορετικά νοήματα».

 

 

·         « Η σημασία μιας λέξης ή μιας φράσης δεν δίνεται άπαξ δια παντός, αλλά εξαρτάται από το συγκείμενο (=το περιβάλλον, τα συμφραζόμενα) της αναγγελίας».

 

·         « Οι παραδοσιακές θεωρίες για την κατανόηση των εννοιών μας ( στις οποίες οι έννοιες καθορίζονται από ένα σύνολο ουσιαστικών ιδιοτήτων, είτε αυτές δίνονται εκ των προτέρων – πλατωνισμός – είτε εκ των υστέρων – εμπειρισμός), έρχονται σε σύγκρουση με τη θεωρία για τις έννοιες του Wittgenstein. Ο Wittgenstein δίνει το παράδειγμα της έννοιας ‘παιχνίδι’ και δείχνει ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε αυτό που είναι κοινό σε όλα τα παιχνίδια και μονάχα στα παιχνίδια. Και όμως χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘παιχνίδι’ χωρίς δισταγμό». Όμως η κατανόηση της έννοιας ‘παιχνίδι’ έρχεται μέσα από το περιβάλλον της πρότασης στην οποία χρησιμοποιείται, δηλαδή από τη χρήση της.

 

v  Η οροθέτηση του νοήματος και η κριτική της γλώσσας είναι στο κέντρο και των δύο έργων του Wittgenstein, παρά τις διαφορές τους, για τις οποίες δεν είναι εύκολο να δοθούν εξηγήσεις.

 

 


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

«Πολλές Ζωές στη Σμύρνη» του Μεχμέτ Τζοράλ

 


Ο Μεχμέτ Τζοράλ γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1947 και ζει στην Κωνσταντινούπολη.

Το παρόν μυθιστόρημά του διαπραγματεύεται τη ζωή του Ισίκ Κάνσοϊ, Τούρκου επιχειρηματία, ο οποίος βασανίζεται από αϋπνίες και εφιάλτες από ζωές και μνήμες που δεν αναγνωρίζει.

Με τη βοήθεια ψυχολόγου υποβάλλεται σε ύπνωση και η αφύπνιση της μνήμης του αρχίζει με την ανάσυρση της ζωής ενός Έλληνα, του Κωνσταντίνου Ασώματου, ο οποίος έζησε τον θάνατο της οικογένειάς του, κατά την επανάσταση των κατοίκων του νησιού του, της Χίου. Ανατρέχοντας στην Ιστορία μέσα από τις συνεδρίες ύπνωσης, ο Ισίκ ξαναβρίσκει τον Έλληνα Κωνσταντίνο, στη Σμύρνη που καίγεται. Ανακαλύπτει τη συμβολή του γέρου πια Έλληνα, στην καταστροφή της Σμύρνης και τη σχέση του με τη δική του ζωή.

Στα κεφάλαια όπου διηγούνται τα ιστορικά γεγονότα ο Έλληνας αλλά και ο Τούρκος, υπάρχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα αντικειμενική ματιά.

Μια τολμηρή κριτική της Μεγάλης Ιδέας αλλά χωρίς μισαλλοδοξίες.

Υπάρχει μέσα στην αφήγηση και ένας «Κολοκοτρώνης, σκληρός, γενναίος πολεμιστής» ο οποίος συμβουλεύει τον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο , «..αν θέλουμε να σβήσουμε τον Τούρκο από την Ιστορία, αν θέλουμε να επανιδρύσουμε την αυτοκρατορία των Ελλήνων πάνω στα εδάφη της, πιο πολύ από πολεμιστές χρειαζόμαστε δυνατά μυαλά, χρήμα και διπλωματικές σχέσεις. Αυτούς δεν μπορείς να τους νικήσεις με τη σωματική ρώμη, για να τα καταφέρουμε πρέπει να έχουμε δυνατούς εγκεφάλους, που θα καταστρώνουν εκλεπτυσμένα σχέδια και στρατηγικές, των οποίων η εκτέλεση θα ευαρεστήσει τις χώρες της Ευρώπης (sic), τους αποικιοκράτες του κόσμου, που αποσκοπούν σε όλο και περισσότερα οφέλη και ισχύ».

Οι Tούρκοι στρατιώτες που δεν νικιούνται με τη σωματική ρώμη, συνοδεύονται από χαρακτηρισμούς όπως «γίγαντες», «παλικάρια», «λιοντάρια». 

Όμως υπάρχει πάντα ο αντίλογος: η γαλλοτουρκικής καταγωγής Αλέβ λέει σε ένα σημείο στον Ισίκ, σχετικά με τη φωτιά και τις συνέπειές της:

«Εξάλλου λόγω της εθνικότητάς σου δεν μπορείς να είσαι εντελώς αμερόληπτος».

Και τότε αυτός χαμήλωσε και κούνησε το κεφάλι του.

Και ο ίδιος γράφει κάνοντας την αυτοκριτική τη δική του και κατ’ επέκταση του λαού του:

«Μεγάλωνα, κολυμπώντας σε μια θάλασσα που την τροφοδοτούσαν διαρκώς με εχθρότητα προς τον λαό μιας άλλης εθνότητας, στην οποία η οικογένεια και η κοινωνία όπου ζούσα είχαν προκαλέσει πολύ πόνο. Αυτά άκουγα στο σπίτι, αυτά διάβαζα στα βιβλία, αυτά παρακολουθούσα στους εθνικούς εορτασμούς όπου αναβίωναν οι νίκες που είχαν ακολουθήσει εκείνες τις ημέρες του σκότους».

Αυτό όμως υπονοείται ότι ισχύει – και σωστά – και για τους δύο λαούς.

 Για τα γεγονότα του πόνου του κάθε λαού υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα, και για τις δύο πλευρές.

 «..καθώς οι Έλληνες έτρεχαν να ξεφύγουν από τον Κεμάλ, σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Το πλιάτσικο, η καταστροφή, οι βιασμοί ήταν καθημερινές ειδήσεις».

«Η οικογένεια της μητέρας μου έζησε τις κακουχίες από την κατοχή των Ελλήνων». Εννοεί το διάστημα 1919 όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη μέχρι το 1922.

 Και «οι νέες ζωές που ανατρέφονται πάνω στους πόνους του παρελθόντος και οι γενιές που υποχρεώνονται να τους ζήσουν, καλούνται αναπόφευκτα και σε καινούριους πόνους».

 

Δεν αναφέρομαι στις δικές μας απώλειες σε ζωές και πατρίδες, που όμως περιγράφονται με αντικειμενικότητα και ενσυναίσθηση στο μυθιστόρημα του Μεχμέτ Τζοράλ, επειδή τις γνωρίζουμε. 

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

«Δέσποινα, Μάτια μου» της Γιασεμίν Οζέκ

 


Η Γιασεμίν Οζέκ, γεννημένη το 1980 στην Κωνσταντινούπολη, είναι εγγονή ανταλλαγέντων, σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική Σύμβαση ( 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν από τη Συνθήκη της Λωζάνης) η οποία ρύθμιζε την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με βάση το θρήσκευμα.

Το 1922 ο επτάχρονος Εμίν Αλί ζει στο σπίτι του σε ένα χωριό της Μυτιλήνης πολύ όμορφα παιδικά χρόνια. Οι ειδήσεις από την απέναντι ακτή για σφαγές, μαζί με τους πρώτους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, φτάνουν στο χωριό τους, όπου ζουν ήσυχα Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, και αρχίζουν να αφυπνίζουν τον μικρό Εμίν Αλί.

Μέσα από τα παιδικά του μάτια παρακολουθούμε τα ιστορικά γεγονότα που γνωρίζουμε και τον αντίκτυπο που έχουν στην παιδική ψυχή του, ως παιδί μάνας Ελληνίδας και πατέρα Τούρκου, σε μια αγαπημένη οικογένεια, όπου έχουν αποφασίσει να κρατήσουν ο καθένας τη θρησκεία και τη γλώσσα του, με τον μικρό Εμίν Αλί να μιλάει και τις δύο γλώσσες και να ανατρέφεται σύμφωνα με τη θρησκεία του πατέρα του.

Η παιδική αγάπη του με τη Δέσποινα, την ελληνίδα γειτόνισσα, αλλά και η δυνατή φιλία των γονέων τους, περιγράφεται γλαφυρά και παραστατικά από την Οζέκ. Έτσι, όταν ένα χρόνο αργότερα οι δύο χώρες υπογράφουν το Σύμφωνο Ανταλλαγής Πληθυσμών, τα νέα προκαλούν τρομερή δυστυχία και στους δύο λαούς.

Η περιγραφή της αναχώρησης του οκτάχρονου Αμίν, μετά από πολλά και αφού η μητέρα του αποφάσισε να φορέσει τη μαντίλα για να μην αποχωριστεί από τον γιο και τον άντρα της, με τη μικρή Δέσποινα να τρέχει πίσω από την άμαξα και να φωνάζει, « Εμίν Αλί…Μη φεύγεις σε παρακαλώ!», και «Εγώ τότε φώναξα με όλη μου τη δύναμη, Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, Δέσποινα», και η σειρά από τις άμαξες που πήγαιναν στο λιμάνι του νησιού για να περάσουν απέναντι, μόνο δάκρυα μπορεί να φέρει, ειδικά σε αυτούς που άκουσαν ανάλογες ιστορίες από δικούς τους. Και από τις δύο πλευρές.

Είχαν συμφωνήσει να πηγαίνουν στα βράχια, από όπου φαίνονταν  οι απέναντι ακτές, και να κοιτάζουν πέρα από το νερό..


Ο εύστοχος, αντικειμενικός τρόπος με τον οποίο εκθέτει η Οζέκ τα γεγονότα δείχνει μια ευαισθησία και μια έλλειψη εθνικισμού που θυμίζουν ανάλογες ιστορίες που έχουν γραφεί και από αυτή τη μεριά «του νερού», όπως το αριστούργημα της Διδώς Σωτηρίου, «Τα Ματωμένα Χώματα».

Ευχαριστώ Γιασεμίν για τα συναισθήματα που προκάλεσες και τα δάκρυα.

 

v  Η Γιασεμίν Οζέκ ήταν καλεσμένη από την καθηγήτρια Αγγέλα Καστρινάκη  στα πλαίσια του μαθήματός της για τον Πρεβελάκη, ο οποίος επίσης αναφέρεται στον ήσυχο και φιλικό τρόπο συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

 

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΑΙΜΑ του Γιώργου Ιωάννου


 

 

Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, μα πάνω απ' όλα ήταν Θεσσαλονικιός και όλα τα παραπάνω.

Στο βιβλίο του «Το Δικό μας Αίμα» περιγράφει την πόλη που λάτρεψε, σε πεζογραφήματα κυρίως βιωματικού περιεχομένου. Είναι η δική του ματιά για την πόλη που την έζησαν πάρα πολλές εθνικότητες κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, και όλες την ήθελαν δικιά τους. Όλες την αγάπησαν με πάθος. Το παράπονο του Ιωάννου είναι ότι δεν καταγράφηκαν μνήμες των ανθρώπων της, τόσες όσες της άξιζαν. Ακόμα και για τον αυτόπτη Ιωάννη Αναγνώστη, ο οποίος μας άφησε το χρονικό της Αλώσεως της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ  Β', στις 29 Μαρτίου 1430, γράφει στο πεζογράφημά του με τίτλο «Με Τα Σημάδια Της Απάνω Μου», τα εξής:

«Καλός ο Ιωάννης ο Αναγνώστης, άξιος της ευγνωμοσύνης μας, αλλά δεν μπορούσε ο ευλογημένος να προσθέσει μερικά πιο συγκεκριμένα πράγματα; Τοποθεσίες, ονομασίες, επίθετα, κτίρια, δρόμους - θα ήταν άκρως συναρπαστικό τώρα το χρονικό του».

Ο ίδιος κάνει αυτό που θα ήθελε να διαβάσει από προηγούμενες γενιές γενιών: Περιγράφει γειτονιές που έζησε με κάθε λεπτομέρεια έτσι ώστε όσοι είμαστε από αυτήν την υπέροχη πόλη να βρίσκουμε δρόμους που βαδίσαμε και ζήσαμε μια-δυο γενιές μετά από τον συγγραφέα και άλλοτε να συγκατανεύουμε συγκινημένοι, «Ναι, το θυμάμαι κι εγώ αυτό το πλακόστρωτο», και άλλοτε να μαθαίνουμε για την ιστορία κάποιων περιοχών σε συνδυασμό με τα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν εκεί ακριβώς, σε κείνο το συγκεκριμένο σημείο «των Βυζαντινών τειχών»!

Ένας συγγραφέας και ένα βιβλίο που αξίζει και πρέπει να διαβαστεί από κάθε κάτοικο αυτής της υπέροχης πόλης, της Θεσσαλονίκης μας.

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

«Τα παιδιά του Γκεμπελάουι» του Ναγκίμπ Μαχφούζ

 



Ο Γκεμπελάουι, ένας παλικαράς, χτίζει το μεγάλο του σπίτι στη μέση του πουθενά, στην έρημο, αψηφώντας κάθε κίνδυνο. Εκεί ζει με τους γιους του και την οικογένειά του μέχρι που αρχίζουν οι έχθρες μεταξύ όλων.

Με όμορφη αφήγηση ακολουθούμε την ιστορία του Γκεμπελάουι μέχρι που γεμίζει όλη η περιοχή – μια μεγάλη φτωχική γειτονιά του Καΐρου δίπλα στην πραγματική γειτονιά του Μαχφούζ – με φτωχές παράγκες και τους απογόνους του Γκεμπελάουι.

Αυτός, ο γεννήτορας, η απαρχή, ο Θεός, ζει στο τεράστιο σπίτι μέχρι που κλείνεται σ’ αυτό και δεν τον βλέπει πια κανείς, όμως όλοι πιστεύουν ότι υπάρχει εκεί μέσα, αν και δεν ανακατεύεται πλέον στις υποθέσεις όλων αυτών των ανθρώπων που κατοίκησαν τη γη.

Ωραίο, υπαρξιακό μυθιστόρημα, που σε ταξιδεύει στην έρημο και στις φτωχικές γειτονιές του Καΐρου, σε έναν χρόνο απροσδιόριστο και παντοτινό.

“Miramar” by Naguib Mahfuz

 


He was a contemporary Egyptian writer who won the 1988 Nobel Prize in Literature.

Miramar is one of the 35 novels he has published from the 1930s to 2004.

As all his novels, it takes place in Egypt, Alexandria this time.

 

Ήταν ένας σύγχρονος, Αιγύπτιος συγγραφέας που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1988.

Το Μιραμάρ είναι ένα από τα 35 μυθιστορήματά του, τα οποία δημοσίευσε μεταξύ 1930 και 2004 και όπως όλα, λαμβάνει χώρα στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια αυτή τη φορά. Είναι πολυεπίπεδο και θα μπορούσε να διαβαστεί ως η ιστορία της Αιγύπτου ( η δουλευταρού, τίμια αλλά αμόρφωτη υπηρέτρια), που άγεται και φέρεται από διάφορες δυνάμεις όπως οι Ευρωπαίοι (η ελληνίδα ιδιοκτήτρια), οι Αιγύπτιοι εθνικιστές, οι πλούσιοι, το καθεστώς του Νάσσερ και η Μουσουλμανική Αδελφότητα, που αντιπροσωπεύονται από διάφορους χαρακτήρες.

 

Η ισπανικής καταγωγής λέξη Μιραμάρ σημαίνει θέα στη θάλασσα, όπως η ομώνυμη πανσιόν της εύστροφης, ετοιμόλογης, παλιάς αριστοκράτισσας, Ελληνίδας ιδιοκτήτριας. Εκεί διαδραματίζεται μια ιστορία , την οποία μαθαίνουμε λίγο λίγο σε διαφορετικά κεφάλαια, καθένα δοσμένο από την οπτική γωνία κάποιου από τους τέσσερεις ενοίκους της.

 Θαύμαζε τον Φώκνερ, όπως καταλαβαίνουμε από τον τρόπο που είναι δομημένο αυτό το μικρό μυθιστόρημά του, ο Μαχφούζ, αλλά δεν είναι καθόλου απλή μίμηση. Είναι ένα πανέμορφο ανάγνωσμα που σε ταξιδεύει στη σύγχρονη Αλεξάνδρεια και σε μυεί στην κοινωνική ζωή της, με τις νοοτροπίες τόσο των κατοίκων της πόλης όσο και των εσωτερικών μεταναστών.

« Στο βάθος όλοι οι άνθρωποι είναι νομάδες και πατρίδα τους γίνεται όποιος τόπος τους χαρίσει ευτυχία».

Με κριτική ματιά αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη δεκαετία του 1960  και στις κοινωνικές συναναστροφές μεταξύ των φύλων αλλά και των τάξεων.

Κεντρικό πρόσωπο γύρω από το οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα η Ζαχρά, η υπηρέτρια της κυρίας της πανσιόν, η οποία αρνούμενη τον εξαναγκασμό να παντρευτεί έναν γέρο, φεύγει από το χωριό της και προσλαμβάνεται στην πανσιόν, όπου έχει να αντιμετωπίσει τους άντρες ενοίκους.

Διαβάζεις και καταλαβαίνεις τη θέση της γυναίκας μέσα σ’ αυτήν την ανδροκρατούμενη κοινωνία και τις συνέπειες που υφίστανται αυτές που θα αγνοήσουν τις επιταγές της.

Οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου εξηγούν κομμάτια της αιγυπτιακής ιστορίας του 1960 

( σοσιαλιστική επανάσταση, Νάσερ κλπ), με τα οποία ο δυτικός αναγνώστης ίσως να μην είναι πολύ εξοικειωμένος.

Γράφτηκε το 1967 και έγινε ταινία το 1969.

 

 

 

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

 



12 Οκτωβρίου 2023

 Μέσα στη θηριωδία που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας υπάρχουν κάποιοι που χαμογελούν, αυτοί που βλέπουν τα προϊόντα που παράγουν τα εργοστάσιά τους να πουλιούνται σαν τρελά.

Υπάρχουν οι άλλοι που βιώνουν την καταστροφή, τον θάνατο, την παράνοια.

Και εκείνοι που πολεμούν.

Κι εμείς οι άλλοι που παρακολουθούμε αυτά που μας δείχνουν οι διαμορφωτές των αντιλήψεών μας.

Και παίρνουμε πλευρές συχνά με ευκολία, άκριτα, χωρίς γνώση και δικαιολογούμε τον θάνατο που προκαλείται από έναν από τους εμπλεκόμενους, όπως διαλέγουμε ποδοσφαιρική ομάδα.

Ο θάνατος κανενός δεν δικαιολογείται. Δεν θα έπρεπε να δικαιολογείται. Λες ναι, αλλά αν απειλούμαι; Ναι, σωστά τότε θυμόμαστε το ζώο μέσα μας και κάνουμε ότι θα έκανε και αυτό σε κίνδυνο! Τόσοι αιώνες πολιτισμού και πάλι στη ζούγκλα γυρνάμε. Πού να βρει κανείς την αισιόδοξη ματιά;

Και μετά γυρίζουμε στην καθημερινότητά μας, μέχρι τις επόμενες σοκαριστικές εικόνες που θα μας ξαναδείξουν. Μπορεί να ψάξουμε στο Ίντερνετ κάποια λέξη ή πόλη, στην καλύτερη περίπτωση.

Πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε σε μια τέτοια καταστροφή όπως ο πόλεμος; Ένα αεροπλάνο γεμάτο νέους που γελάνε και τραγουδάνε γιατί γυρίζουν στην πατρίδα για να σκοτώσουν σαν ήρωες. Κάποιοι άλλοι κρυμμένοι σε λαγούμια να χαίρονται που σκότωσαν σαν ήρωες.

Κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι έχουν το δικό τους δίκιο.

 Για να βρούμε την αλήθεια θέλει δουλειά πολλή.

Αρκεί να ψάξουμε. Πολύ. Από όλες τις μεριές που πέφτουν οι ρουκέτες. Δύσκολο. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι ευκολότερο.

ΝΑ ΜΗ ΦΑΝΑΤΙΣΤΟΥΜΕ.

Κάθε θάνατος που  προκαλείται είναι οδυνηρός.

 Όχι, δεν έχουν όλοι δίκιο.

Δεν λένε όλοι την αλήθεια. Υπάρχουν συμφέροντα.

 ΠΑΝΤΑ.

 Έξω από την εμπόλεμη ζώνη υπάρχουν αλεπούδες που χαμογελάνε κάτω από τα σοβαρά τους πρόσωπα.

 


Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2023

 ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Ντον Ντελίλλο

 


Χαοτικό, άναρχο, ευφυές, βαθυστόχαστο, ειρωνικό, σατυρικό, αστείο,  εξαιρετικό. Το βιβλίο έπος, και όχι απλά λόγω των 948 σελίδων του (στην ελληνική μετάφραση) αλλά λόγω της ιστορίας της Αμερικής του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα σε συνδυασμό με την προσωπική ιστορία ηρώων. Το σπουδαιότερο έργο του Αμερικανού συγγραφέα σύμφωνα με τους κριτικούς.




Το βιβλίο αρχίζει με ένα κείμενο που σου κόβει την ανάσα, σε ένα γήπεδο στη Νέα Υόρκη στις 3 Οκτωβρίου 1951, όπου 35.000 θεατές και μαζί ο αναγνώστης παρακολουθούν τον ιστορικό αγώνα  ανάμεσα στους Τζάιαντς και τους Ντότζερς για τον τελικό κυπέλλου Αμερικής και στο τελευταίο λεπτό του αγώνα γίνονται δύο ανατροπές. Η μία στον αγώνα με το χτύπημα του Bobby Thomson που ανατρέπει όλα τα δεδομένα και δίνει τη νίκη στους Τζάιαντς  και η άλλη που ανακοινώνεται στον παρόντα στο γήπεδο φίλαθλο και κεφαλή του FBI Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, ότι η Σοβιετικοί έκαναν την πυρηνική τους δοκιμή και συνεπώς κατέχουν και αυτοί την πυρηνική βόμβα. Ο ψυχρός πόλεμος αρχίζει για τα καλά.

Η αφήγηση πηγαίνει στη δεκαετία του 1990 και το τέλος του ψυχρού πολέμου με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα συνεχίζει με ένα ατέλειωτο, μεθυστικό μπρος-πίσω στον χρόνο, ακολουθώντας άλλοτε τους εκάστοτε ιδιοκτήτες της μπάλας του αγώνα, που ο παίχτης έστειλε στις κερκίδες και κάποιος φίλαθλος τελικά τη βρήκε και άλλοτε τον νεαρό κεντρικό ήρωα Νick Shay, ο οποίος γεννήθηκε στο Bronx και διαπαιδαγωγήθηκε με Καθολική παιδεία, όπως και ο Ντον Ντελίλλο.

 « Δύο γεγονότα, δύο χτυπήματα που ακούστηκαν σε όλον τον κόσμο, στις 3 Οκτωβρίου 1951».

 Και τα δύο αντηχούν στις ζωές των ηρώων του βιβλίου. Και είναι πολλοί αυτοί, πάρα πολλοί. Και έχουν λόγο όλοι. Οι Ιταλοί και άλλοι κάτοικοι του Μπρονξ στις δεκαετίες του΄50 και του ΄60 που κάποιοι, κυρίως της  πρώτης γενιάς  μετανάστες, αρνούνται να μάθουν τη γλώσσα, αλλά και οι καταπατητές της δεκαετίας του ΄80, όταν πια η άλλοτε βιομηχανική περιοχή βρίσκεται σε εγκατάλειψη.

 Ο ΝτεΛίλλο γράφει Ιστορία αλλά και με μια άγρια και έντονη, αληθινή ματιά μπαίνει μέσα στους ήρωες και μιλάει με τη φωνή τους. Ακόμα και στη διάλεκτο της συνοικίας, οι διάλογοί τους. Εντυπωσιακοί διάλογοι μεταξύ νεαρών που στήνονται στη δήθεν πλατεία και στις γωνίες των άθλιων πολυκατοικιών, μεθυσμένων στα σκοτεινά  μπαρ, γονέων μεταξύ τους αλλά και με τα παιδιά τους, της Καθολικής δασκάλας που πλένει τα χέρια της μέχρι να ματώσουν και υποχρεώνει τους μαθητές να μπαίνουν κάτω από τα θρανία αν οι Σοβιετικοί ρίξουν τη βόμβα, αστέγων παιδιών που κάνουν γκράφιτι στα τραίνα του Υπόγειου σιδηρόδρομου. 

Ακολουθούμε άτομα που ζουν στα υπόγεια του Μετρό και τρώνε ποντίκια ή κάνουν σεξ στα μικρά δωματιάκια με τα καλώδια και άπειρες άλλες εικόνες της τεράστιας αυτής πόλης που ο συγγραφέας τις περιγράφει ταυτόχρονα, με κινηματογραφική ικανότητα και μεταφέρει στον αναγνώστη τον συγχρονισμό τους, δίνοντας την εντύπωση ότι τις βλέπεις παρά ότι τις διαβάζεις.

Κάποιος από τους ήρωες αγοράζει και πουλάει σκουπίδια , και κάποιοι άλλοι πυρηνικά απόβλητα. Το θάψιμο των σκουπιδιών σε όλο τον πλανήτη έχει κορεστεί σαν λύση στη διαχείρισή τους. Όμως κάπου πρέπει να εξαφανιστούν αυτά.

 Σε συνεργασία με Ρώσους επιχειρηματίες ο κεντρικός ήρωας μεταφέρει σε έρημη περιοχή στο Καζαχστάν μολυσμένα πυρηνικά απόβλητα και τα καταστρέφουν προκαλώντας πυρηνικές εκρήξεις, ( κομπίνες, απατεωνιές, μαυραγορίτικη κερδοσκοπία, μια απόλυτα ανοιχτή οικονομία διαφθοράς και πλιάτσικου)  με ότι αυτό συνεπάγεται για την υγεία των ανθρώπων της περιοχής, οι οποίοι ήδη υποφέρουν από δυσπλασίες και αρρώστιες προγόνων τους, όταν οι Σοβιετικοί έκαναν ήδη εκεί τα πειράματά τους. 

Δεν αφήνει όμως από έξω τις ΗΠΑ αναφέροντας παρόμοια πειράματα , εν γνώσει των συνεπειών τους, στην έρημο του Νέου Μεξικού.

Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει πει σε συνέντευξή του ότι έδωσε αυτόν τον τίτλο στο βιβλίο του συσχετίζοντάς τον με τα καθημερινά μας σκουπίδια, τα χημικά, τα πυρηνικά απόβλητα, που θάβονται κάτω από τη γη, στη χώρα του Πλούτωνα. Underworld.

Το Γουότεργκέιτ και ο Νίξον, η δολοφονία του J.F.Kennedy, η κρίση στον Κόλπο των Χοίρων με τα πυρηνικά στην Κούβα, η υποτιθέμενη χαμένη ταινία του Αϊζενστάιν, πραγματικές αλλά και φανταστικές θεωρίες συνομωσίας, η απειλή της τρομοκρατίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η αυθαίρετη βία, όλα είναι μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Με ένα τρόπο που δείχνει σεβασμό στον αναγνώστη, μέσα από ιστορίες και συναισθήματα ανθρώπων  που ζουν όλες αυτές τις δεκαετίες, μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου στην Αμερική.

Προς το τέλος του βιβλίου μας δίνει τις αλλαγές στη γειτονιά του Νικ κυρίως, στο Μπρονξ, του τέλους του 20ου αιώνα που δεν είναι καθόλου ελπιδοφόρες για το μέλλον, με την παράνοια που αντικατέστησε τη θρησκεία, τον ελεύθερο σκοπευτή που σκοτώνει οδηγούς στη Λεωφόρο του Τέξας, τα λεωφορεία με τους Ευρωπαίους τουρίστες που βγάζουν φωτογραφίες τα χαλάσματα και το χάος της συνοικίας, τους έφηβους ροκάδες που είναι ντυμένοι σαν τρομοκράτες και στο λαιμό του κρέμονται ψεύτικες βόμβες, και πάνω απ’ όλα το νέο όπλο το Ίντερνετ.

Η πρώτη σελίδα των New York Times στις 4 Οκτωβρίου 1951, είπε ο Ντον ΝτεΛίλλο  του ενέπνευσε το Underworld.

 

 Το βιβλίο γράφτηκε το 1997.

Περιλαμβάνει πολλές ωραίες ιστορίες αλλά και Ιστορία.

Εξαιρετικό ταξίδι.


Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΠΟΜΕΙΝΑΝ ΜΟΝΟ ΟΙ ΚΑΥΤΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑΧΤΕΣ

 


της  Όγια Μπαϊντάρ

 

Στην αρχή του μυθιστορήματος βρίσκουμε την κεντρική ηρωίδα, Ουλκιού Οζτούρκ, στο νεκροτομείο στο Παρίσι για να αναγνωρίσει έναν δολοφονημένο άντρα, υψηλόβαθμο Τούρκο κρατικό υπάλληλο, που στάλθηκε στην πόλη αυτή προκειμένου να δώσει μια δημόσια ομιλία για την προώθηση της ένταξης  της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβάλλοντας « τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας». Η υγρή και βαριά ατμόσφαιρα φέρνει στη μνήμη της, μυρωδιές άλλου νεκροτομείου, στην Κωνσταντινούπολη -  γιατί « η μυρωδιά νεκροτομείων είναι ίδια σε όλα τα μέρη του κόσμου» - τότε που της ζητήθηκε να αναγνωρίσει τη σωρό του δολοφονημένου γιού της.

Με διάφορα πήγαινε – έλα στις δεκαετίες 1970, 80, 90  παρακολουθούμε τη δυναμική, αριστερών πεποιθήσεων, πανέξυπνη, αισθησιακή  νέα γυναίκα στην προσπάθειά της να μορφωθεί, να επιβιώσει, να ερωτευτεί,  να αγωνιστεί για μια πιο δίκαιη πατρίδα, να καταλάβει όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν στο κοντινό της περιβάλλον, της χαοτικής Κωνσταντινούπολης και της ψυχρής Άγκυρας. Αλλά και μετά, όταν τα παρακολουθεί από μακριά, από το Παρίσι, τη Μόσχα ή κάποια άλλη Ευρωπαϊκή πόλη.

Επίσης, διηγείται τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά γεγονότα που ακολουθούν τα διάφορα στρατιωτικά πραξικοπήματα και πώς τα αντιλαμβάνονται και τα αντιμετωπίζουν πολίτες διαφορετικών φυλών, τάξεων, μορφωτικών επιπέδων που ζουν στην ίδια χώρα.

Εμβαθύνει θαρραλέα στο ρόλο των διαφόρων οργανώσεων, (παρακρατικών αλλά και κρατικών - δήθεν «αντιτρομοκρατικών» -  καθώς επίσης και συνεργαζόμενων ή κατευθυνόμενων από τη CIA) και στην αντιμετώπιση της αντίδρασης των πολιτών από τα στρατιωτικά καθεστώτα,  που ταλανίζουν τη χώρα της τις τελευταίες δεκαετίες.

Τονίζει το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις αυτών των χρόνων έχουν συνεργαστεί ή δημιουργήσει «αντιτρομοκρατικές » ομάδες για να δικαιολογήσουν δολοφονίες ατόμων χωρίς δίκες, με ανεπαρκή, ψεύτικα ενοχοποιητικά στοιχεία.

«Μεγαλώσαμε κι αλλάξαμε», λέει και στους δύο άντρες της ζωής της όταν τους συναντάει μετά από χρόνια, η Ουλκιού.

Δύο άντρες τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους: ο ένας, ο πρώτος και αξεπέραστος έρωτας των 20 της χρόνων, πλούσιος μεγαλοαστός,, ανώτατος κρατικός λειτουργός που θέλησε να μπει μέσα στο σύστημα και να το εξυγιάνει με τις σωστές επιλογές, ο άλλος, που τον παντρεύτηκε, ο κομμουνιστής και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Τουρκικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήθελε την εξουσία για να εφαρμόσει τις αξίες που πρέσβευε.

Πολλοί άλλοι ζωντανοί χαρακτήρες από όλο το φάσμα των πολιτικών αποχρώσεων πλαισιώνουν  τους κεντρικούς ήρωες.

Η απομυθοποίηση των δοξασιών και των δύο ερωτικών συντρόφων έρχεται προς το τέλος του βιβλίου, μαζί με μια απελπισμένη αίσθηση σχετικά με το αν άξιζαν όλα αυτά που έζησαν, όλη η πίστη, η βία, οι θάνατοι.

Παρόλα αυτά, στο αβέβαιο τέλος του μυθιστορήματος η συγγραφέας αφήνει ελπίδες για το μέλλον του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και για τον ρομαντικό επαναστάτη  που έζησε το τέλος της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης και για τον μεγαλοαστό κρατικό λειτουργό, - αν και πληρώνει ακριβά και αυτός για τις «υπηρεσίες» που προσέφερε στο κράτος για τη διατήρηση της τάξης. Αυτό που δεν τους συγχωρεί η Ουλκιού Οζτούρκ, είναι η πίστη τους στο « ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», που ακολούθησαν στη ζωή τους, ανεξάρτητα από τις ανατροπές στην ώριμη ηλικία. Η κουρασμένη και βασανισμένη αυτή γυναίκα υποστηρίζει τελικά, ότι η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω από όλα και δεν πρέπει να θυσιάζεται για κανένα λόγο, για κανένα σκοπό.

 

 Η συγγραφέας, απόφοιτος της σχολής Κοινωνικών Επιστημών Όγια Μπαϊντάρ, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1940. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και μετά το δεύτερο στρατιωτικό πραξικόπημα το 1980, εγκαταλείπει τη χώρα της και ζει εξόριστη στην Ανατολική Γερμανία.

 

Στο βιβλίο της αυτό περιγράφει τους πολιτικούς αγώνες, τις αναζητήσεις, τη δίψα για ελευθερία και δικαιοσύνη, μιας ολόκληρης γενιάς στην Τουρκία του καιρού μας, που «αν και ηττήθηκε δεν έχει πεθάνει».

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2023

 Σκοτεινή Ήπειρος

Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας

του Mark Mazower

Σελίδες 461


Ο Μαρκ Μαζάουερ, αυτός ο εξαιρετικός  Άγγλος ιστορικός, εκθέτει με μια δική του ματιά ενός αιώνα ιστορία της Ευρώπης, με συχνές αναφορές και στην Ελλάδα για την ιστορία της οποίας έχει κάνει πολλές μελέτες και του έχει δοθεί η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.

 

«Η Ευρώπη στον εικοστό αιώνα δεν ήταν η φυσική πατρίδα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αλλά μάλλον ένα εφιαλτικό εργαστήρι κοινωνικού και πολιτικού πειραματισμού». Πειραματίστηκε με τον φασισμό και τον κομμουνισμό γιατί η φιλελεύθερη δημοκρατία απέτυχε στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλλά «νίκησε» όπως υποστήριξαν υπέρμαχοί της και μη μετά και το 1989. Η ευφορία όμως με την οποία χαιρετίστηκε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έδωσε τη θέση της σε σκοτεινά προαισθήματα μετά τις εμφύλιες συρράξεις στη Γιουγκοσλαβία δύο χρόνια αργότερα.

Το πρωτόγνωρο στην ιστορία της Ευρώπης του 20ο αιώνα δεν ήταν η ύπαρξη συγκρούσεων αλλά η έντασή τους, σε σύγκριση με αυτές των αυτοκρατορικών δυναστειών του παρελθόντος. Περισσότεροι από 40.000.000 Ευρωπαίοι - άμαχοι και μη – πέθαναν μόνο στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.

Την αρχή της εξιστόρησής του αποτελεί «η απρόβλεπτη κατάρρευση των μεγάλων απολυταρχικών αυτοκρατοριών της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας και της Οθωμανικής Τουρκίας με τη συνθήκη ειρήνης των Παρισίων, οπότε η κοινοβουλευτική Δημοκρατία ενθρονίστηκε σε όλη την Ευρώπη». Μία σειρά από δημοκρατίες δημιουργήθηκαν σε όλη την ήπειρο και εξοπλίστηκαν με νέα συντάγματα, τα οποία είχαν συνταχθεί με βάση τις πιο σύγχρονες φιλελεύθερες αρχές. Ωστόσο ο θρίαμβος του φιλελευθερισμού αποδείχτηκε βραχύβιος.

 Μετά τη διπλωματική ένταση της πρώτης δεκαετίας, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη διεθνή σύγκρουση του εικοστού αιώνα. Ακολούθησε «η σκιά που έριξε η Ρωσική Σοσιαλιστική Επανάσταση του 1917» και γρήγορα φάνηκε ότι «οι άρχουσες ελίτ πολλών ευρωπαϊκών χωρών ήταν πρώτα αντικομουνιστικές και μετά δημοκρατικές», γράφει ο Μαζάουερ.

Τα φιλελεύθερα όμως συντάγματα απέτυχαν εξαιτίας των εθνοτικών και ταξικών διακρίσεων και κατά συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, και εύκολα πήραν την εξουσία αυταρχικά, απολυταρχικά  καθεστώτα που οδήγησαν στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Και έτσι συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη, τη σκοτεινή αυτή ήπειρο όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, μέχρι την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την επέμβαση των Αμερικανών στον εμφύλιο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας μπροστά στην αδράνεια των Ευρωπαίων αρχικά.

Με ένα γλυκόπικρο φινάλε κλείνει στον επίλογό του το θέμα, Ευρώπη εικοστός αιώνας:

Η συνεργασία αντικατέστησε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα έθνη κράτη, οι μειονότητες, το κύριο αίτιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου έχουν «ουσιαστικά εξαλειφθεί», συνεπώς η Ευρώπη «έχει μπει σε μια νέα εποχή, όπου ο πόλεμος, η αυτοκρατορία και η γη φαντάζουν πια πολύ λιγότερο σημαντικά πράγματα για την προκοπή του έθνους από όσο άλλοτε».

Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο η Ευρώπη έχει χάσει τα πρωτεία της, ωστόσο οι κάτοικοί της απολαμβάνουν έναν αξιοσημείωτο συνδυασμό ατομικής ελευθερίας, κοινωνικής αλληλεγγύης και ειρήνης ( sic το βιβλίο γράφτηκε το 1998). Αν οι Ευρωπαίοι κρατήσουν μια πιο σεμνή θέση μέσα στον κόσμο τότε ίσως το μέλλον τους να είναι ευκολότερο, βέβαια με τις διαφορές και τις διαφωνίες που δε θα πάψουν να υπάρχουν.

Ένα αξιόλογο βιβλίο που αξίζει να μελετήσει κάποιος ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή όχι με τις απόψεις του συγγραφέα. Γιατί για να βρεις την αντικειμενική αλήθεια στην Ιστορία, όπως εξάλλου και στην πολιτική, χρειάζεται να ελέγξεις πολλές υποκειμενικές αλήθειες.


Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

«Το 13ο Σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ» Η εθνική αντίσταση στο Κιλκίς του Κώστα Τσανικλίδη

 


Ο Κώστας Τσανικλίδης γεννήθηκε στον Πόντο το 1915. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε, γιατί πέθανε στα αμελέ ταμπουρού (τάγματα εργασίας), όταν ήταν 6 μηνών.

Ήρθε στην Ελλάδα με το ορφανοτροφείο της Αμερικανικής Περίθαλψης και αντάμωσε τη μητέρα του ένα χρόνο μετά στο χωριό Κάτω Θεοδωράκι του νομού Κιλκίς.

Μπήκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή Αθήνας και το 1939 καλείται να υπηρετήσει στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου.

Υπηρέτησε στον Ε.Λ.Α.Σ με το βαθμό του καπετάνιου Λόχου Μηχανημάτων.

Μετά τη Βάρκιζα πιάνεται και καταδικάζεται σε 20 χρόνια. Αποφυλακίζεται στις 10/9/1960.

 

Το βιβλίο προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα όποια και αν είναι η οπτική μας γωνία: Υπερηφάνεια για όλους αυτούς που δε λογάριασαν τη ζωή τους προκειμένου να φύγουν οι κατακτητές αλλά επίσης και μεγάλη πικρία και πόνο για τις συγκρούσεις των Ελλήνων μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, τις οποίες συνδαύλιζαν οι Γερμανοί αλλά και οι Άγγλοι αργότερα.

Ο  Τσανικλίδης περιγράφει με παραστατικό τρόπο τις μάχες στα βουνά Κρούσσια , Πάικο, Βέρμιο, τις ατέλειωτες πορείες του συντάγματος στην ευρύτερη περιοχή από πέρα από τον Αξιό ποταμό μέχρι την Ιερισσό της Χαλκιδικής και τα χωριά των Σερρών άλλοτε κυνηγώντας τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους και άλλοτε οπισθοχωρώντας δεχόμενοι επίθεση από αυτούς. Στα σημεία όμως που περιγράφονται οι συμπλοκές με τους «παοτσίδες» όπως τους αποκαλεί (έτσι έχω ακούσει να αποκαλούνται οι ανήκοντες στην εθνικιστική ομάδα ΠΑΟ και από τη γιαγιά Αφροδίτη ) πιάνει κανείς τον εαυτό του να θυμώνει, όσο κι αν προσπαθεί να δει με λογική και όχι συναισθηματική ματιά τα πράγματα, γιατί οι ομάδες αυτές έρχονται με οπλισμό από τους κατακτητές και συχνά μαζί με γερμανικό στρατό εναντίον των ομοεθνών τους μαχητών του Ε.Λ.Α.Σ. κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της χώρας πριν από τον εμφύλιο!

Περιγράφει την πείνα και τη δίψα που είχαν να αντιμετωπίσουν , τα χωριά που τους προμήθευαν με τρόφιμα από το υστέρημά τους αλλά και εκείνα που τα ανάγκαζαν να τους δώσουν λίγο ψωμί και τυρί με την απειλή των όπλων. «Καθάρισα μια πατάτα απ΄τα χώματα, έβαλα ένα σπυρί αλάτι στο στόμα μου, και έφαγα την πατάτα σαν μήλο. Ήταν από τα πιο νόστιμα φαγητά που έχω φάει. Τι θεριό είναι η πείνα».

Αλλού αναφέρεται σε έναν άλλο εχτρό, ανίκητο: «Στο Βέρμιο πήγαμε πρώτα στο λημέρι του καπετάν Ακρίτα. Είχαμε και μεις ψείρες αλλά εκείνο που είδα εκεί ήταν άλλο πράμα… οι ψείρες περπατούσαν πάνω στα χόρτα και ήταν τόσο πεινασμένες που μόλις καθίσαμε κάτω να ξεκουραστούμε όρμησαν κυριολεκτικά επάνω μας και ξυνόμασταν μέχρι να ματώσει το κορμί μας. Η ψείρα, όπως και στην Αλβανία, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε. Για να ανακουφιστούμε, μόλις ανάβαμε φωτιά, η πρώτη μας δουλειά ήταν να βγάλουμε τα ρούχα μας και να τα κρατάμε επάνω στη φωτιά, οπότε έπεφταν οι ψείρες μέσα στη φωτιά και έσκαγαν…συχνά κάναμε και καλαμπούρια, η δικιά μου έσκασε σαν ατομικός όλμος, η δική μου πιο θρεμμένη έσκασε σαν βλήμα πυροβολικού».

Αλλά το χειρότερο ήταν όταν έδιναν μάχες Έλληνες με Έλληνες. Οι παοτσίδες με πληθώρα όπλων και πυρομαχικών από τους κατακτητές,  πολύ συχνά ακούγονταν στα βουνά να φωνάζουν «Γκουτ ανταρτ» για να μην τους πειράξουν οι γερμανοί ή πήγαιναν στα απελευθερωμένα χωριά όταν οι ελασίτες δεν ήταν εκεί και σκότωναν, βίαζαν και βασάνιζαν αθώους κατοίκους. (Έχω ακούσει και γω ιστορίες από τη γιαγιά Αφροδίτη και τις κόρες της για αυτά που υπέστησαν από παοτσίδες όσο ο παππούς πολεμούσε τους κατακτητές! Δε θέλω να αναφερθώ εδώ.)

Ο Τσανικλίδης αρχίζει το βιβλίο του με πληροφορίες σχετικά με τον πληθυσμό του Νομού Κιλκίς, που αποτελούνταν από πόντιους πρόσφυγες στην πλειοψηφία  και τελειώνει με τον ύμνο του 13ου Συντάγματος του Ε.Λ.Α.Σ  και άλλα τραγούδια που τραγουδούσαν στα βουνά για να ξορκίσουν το φόβο τους και να διαλαλήσουν τα ιδανικά για τα οποία οι πιο πολλοί δεν δίστασαν να δώσουν και τη ζωή  τους. Και κλείνει με τα ονόματα αυτών που αγωνίστηκαν ανιδιοτελώς στα βουνά του Κιλκίς και στο 13ο Σύνταγμα. Ανάμεσά τους και το όνομα του παππού που δε γνώρισα αλλά αγάπησα και θαύμασα τις πράξεις του:

Ιγνατιάδης Στυλιανός του Γιώργου,

έπεσε στο ΔΣΕ.

 


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2023

 

«Νύχτες Πανούκλας»

του Ορχάν Παμούκ

 


Το αριστουργηματικό αυτό έργο του Τούρκου Νομπελίστα λογοτέχνη, Ορχάν Παμούκ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Τουρκία τον Μάρτιο του 2021.

[Αυτό έχει σημασία γιατί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε την πανδημία του κορονοϊού Sars-CoV-2 τον Μάρτιο του 2020 – πολύ λίγος χρόνος για να ληφθούν υπόψιν τα τεκταινόμενα της νέας πανδημίας στη συγγραφή του βιβλίου του Παμούκ. Ο ίδιος σε συνέντευξή του στους New York Times δήλωσε ότι δούλευε την ιστορία αυτή στο μυαλό του εδώ και 30 χρόνια].

Στην εισαγωγή του βιβλίου, την οποία υπογράφει με το όνομα Μίνα Μίγκερ, διαβάζουμε «λόγια» του ίδιου του Ορχάν Παμούκ. Αρχίζει το 911 σελίδων βιβλίο του, «Αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα και συνάμα ένα βιβλίο ιστορικό γραμμένο σαν μυθιστόρημα».

Ένα ατμόπλοιο αναχωρεί από την Ισταμπούλ το 1901 με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Αν ταξίδευε τέσσερις μέρες προς το νότο, περνούσε το νησί της Ρόδου και ταξίδευε άλλη μισή μέρα με κατεύθυνση την Αλεξάνδρεια οι επιβάτες θα έβλεπαν από μακριά το πανέμορφο – φανταστικό - νησί Μίνγκερ, ένα «σμαράγδι από ροδαλή πέτρα, όπως το περιγράφει ο Όμηρος στην Ιλιάδα». Ένα ειδυλλιακό νησί, τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ζουν Έλληνες, Τούρκοι, Λεβαντίνοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι.

Εκεί με απίστευτα συναρπαστική αφήγηση διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε και σχεδόν μυρίζουμε την ομορφιά του νησιού, την ιστορία του και κυρίως τη θανατερή μοναξιά του την περίοδο της πανδημίας πανούκλας, τότε που πέθαιναν εκατοντάδες κάτοικοι του νησιού, Ρωμιοί – αν και οι πιο πλούσιοι από αυτούς το είχαν εγκαταλείψει στην αρχή της πανδημίας, τραβώντας προς Κρήτη, Θεσσαλονίκη ή Σμύρνη- Τούρκοι και Μιγκεριανοί.

Πρωταγωνιστής εκτός σκηνής ο Αμπντούλχαμίτ Β΄ (1842-1918) ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που οι Δυτικοί την περιγράφουν ως «ο Μέγας Ασθενής», ο οποίος είχε μεγάλη αγάπη για τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Κόναν Ντόυλ με τον Σέρλοκ Χόλμς, και παίζει παιχνίδια για δικούς του φόνους που είναι δύσκολο να διαλευκανθούν.

Ένα πολυεπίπεδο έργο, όπου η Ιστορία εμπλέκεται με τη μυθοπλασία.

Ιστορία: Ο Αμπντούλ Χαμιντ Β΄έχει αποκλείσει στο παλάτι Γιλντίζ τον πρώην σουλτάνο και αδερφό του Μουράτ τον Ε΄. Μία κόρη του οποίου, κεντρικό πρόσωπο στην ιστορία του Παμούκ, βγαίνει από την απομόνωση μετά από 20 χρόνια για να την παντρέψει ο σουλτάνος με τον διάσημο γιατρό Νουρί πασά.

Μυθοπλασία: Ακολουθούμε το αγαπημένο ζευγάρι στο ταξίδι του για την Κίνα που όμως κάνει μια πολύχρονη στάση στο νησί Μίνγκερ! Ο σουλτάνος αναθέτει στον γιατρό Νουρί να διαλευκάνει ένα φόνο, όμως η πανδημία της πανούκλας εξαπλώνεται στο νησί..

 

Μερικούς μήνες μετά την έκδοση του καινούριου αυτού βιβλίου του Ορχάν Παμούκ, ασκήθηκε δίωξη κατά του συγγραφέα με την κατηγορία της προσβολής του Κεμάλ Ατατούρκ και της τουρκικής σημαίας.

Είναι επειδή με αφορμή την πανδημία ο Παμούκ αναπαριστά την πορεία που διένυσε η Τουρκική Δημοκρατία όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ, που είναι ο Λοχαγός Κιαμίλ του βιβλίου, κήρυξε την ανεξαρτησία της Τουρκίας από τον Σουλτάνο;

Σίγουρα ο Ορχάν Παμούκ αναφέρεται μέσα από την μυθοπλασία του στις περιπέτειες που είχε να αντιμετωπίσει η χώρα του από το 1920 μέχρι σήμερα για να εδραιώσει τη Δημοκρατία.

Αναφερόμενος στο σήμερα, γράφει: « Όταν το 2008 η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε υποψήφια για ένταξη χώρα το Μίνγκερ, έγινε δυσκολότερο για το κράτος να φιμώσει όχι μόνο τους μετριοπαθείς σαν εμένα, αλλά και πολλούς από τους αντιφρονούντες που είχε ρίξει στις φυλακές, τους αριστερούς ή όσους σχολίαζαν αρνητικά την εγκληματική αρπαγή των περιουσιών που ανήκαν στα τουρκικά και ρωμαίικα ευαγή ιδρύματα.

» Όταν έπειτα από επιστολές διαμαρτυρίας που έγραψα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και χάρη στη βοήθεια από «φιλελεύθερους υπουργούς φιλικών οικογενειών – στη χώρα μου ο ισχυρός φίλος είναι πάντα η καλύτερη ασπίδα προστασίας – επιτέλους απέκτησα καινούριο μιγκεριανό διαβατήριο, πήρα το πρώτο αεροπλάνο για το νησί και κατάλαβα αμέσως μόλις βγήκα από το αεροδρόμιο «Διοικητής Κιαμίλ» ότι μυστικοί αστυνομικοί θα παρακολουθούν κάθε βήμα μου…»

Ο συγγραφέας αναδεικνύει επίσης τις μορφωτικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στον μουσουλμανικό και χριστιανικό πληθυσμό. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού ακολουθούσαν τις συμβουλές των θρησκευτικών ηγετών τους και όχι τις οδηγίες για την καραντίνα, κουνώντας τα προσευχοχάρτια που μοίραζε ο Χότζας! ( αυτό κάτι μου θυμίζει). Ενώ η πλειοψηφία των χριστιανών συμμορφώνονταν με τις οδηγίες των γιατρών. Αλλά και οι ανώτεροι Οθωμανοί διοικητικοί υπάλληλοι  δεν υποστήριζαν την ανερχόμενη αστική τάξη των χριστιανών που ήταν υπέρμαχοι της ισότητας, της ελευθερίας και της τεχνολογικής προόδου.

Σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ο Ορχάν Παμούκ δηλώνει: « Το κυβερνών κόμμα, το κόμμα του Ερντογάν, εξυμνεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εξυμνεί τις νίκες της επί των χριστιανών, την πρώιμη ιστορία της, το πώς οι Οθωμανού κυριαρχούσαν στα Βαλκάνια και σε Ευρωπαϊκά εδάφη, κατακτώντας κάθε μέρα κι ένα καινούριο χριστιανικό κράτος. Η απάντησή μου είναι ότι και μένα μου αρέσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά όχι όπως στον Ερντογάν. Όχι με αυτόν τον μιλιταριστικό, εθνικιστικό τρόπο. Μου αρέσει η ρομαντική ατμόσφαιρα που μου προσφέρει η Οθωμανική εικονογραφία, αλλά στο μυθιστόρημα γράφω και για τις ήττες της αυτοκρατορίας, για τη διάλυση του γραφειοκρατικού συστήματός της, για το πώς οι Οθωμανοί διώχτηκαν από τα νησιά, τις επαρχίες και τις περιοχές που έχασαν, όπως τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σερβία, την Ελλάδα ή κάποιες αραβικές χώρες. Αντί να εξυμνώ την επιθετικότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θέλω να γράψω για τη μελαγχολική διάλυσή της».

Όπως και να το δει κανείς, οι «Νύχτες Πανούκλας» είναι ένα αριστουργηματικό λογοτεχνικό έργο και ο Ορχάν Παμούκ ένας σπουδαίος σύγχρονος συγγραφέας.


Κυριακή 9 Απριλίου 2023

SALONICA, CITY OF GHOSTS


 

Θεσσαλονίκη: μια πόλη, μοναδική λένε αλλά και ποια δεν είναι; Του έρωτα λένε, αλλά και πού δεν φυτρώνει αυτός. Της φτώχειας, αλλά ξέρει η Ελλάδα από αυτά. Των καφενείων και του φραπέ και πόσες άλλες περιγραφές δεν έχει εισπράξει.

 Μια πόλη με πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Η πόλη μου, που την είδα με άλλα μάτια με το βιβλίο αυτό του Άγγλου ιστορικού Mark Mazower, αν και κάπως καθυστερημένα μετά την έκδοσή του στα 2004.

O Mark Mazower (γεν. 1958) είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και στο Κολέγιο Birkbeck του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. 

Αφού αφιερώνει λίγο χώρο σε περίπου δύο χιλιετίες, βιάζεται να αρχίσει την καθόλα ευχάριστη αφήγησή του - που σε κάνει να ζεις στα σοκάκια της – από το 1430 και την κατάληψή της από τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ ΙΙ, μέχρι το 1950.

“Before the city fell in 1430, it had already enjoyed seventeen hundred years of life as a Hellenistic, Roman and Byzantine metropolis….Throughout it remained a city whose inhabitants spoke Greek. But of this past only traces survived the Ottoman conquest”.

Διαβάζοντας την τελευταία πρόταση παίρνεις μια ιδέα για την ταυτότητα της πόλης σύμφωνα με το συγγραφέα: Και ελληνική και όχι.

Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής της (από το 1430 μέχρι το 1912) όλες οι εθνότητες που την κατοίκησαν χωρίζονται με βάση τη θρησκεία τους. Δεν ήταν Έλληνες αλλά Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δεν ήταν Τούρκοι αλλά Μουσουλμάνοι και βέβαια υπήρχαν οι Ισπανοί Εβραίοι.

Όταν οι Ισπανοί Καθολικοί μονάρχες Φερδινάνδος και Ισαβέλλα εξεδίωξαν   τους Εβραίους από την Ισπανία το 1492, η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους δέχτηκε με χαρά να κατοικήσουν την έρημη, μετά την καταστροφή της από τον κατακτητή,  Θεσσαλονίκη και να τονώσουν την οικονομία της. Οι Εβραίοι αποτέλεσαν έτσι την πλειοψηφία του πληθυσμού και η Ισπανοεβραϊκή γλώσσα ήταν η επικρατέστερη γλώσσα στην πόλη για αιώνες.

Είναι λοιπόν οι τρεις θρησκείες στις οποίες ανήκουν όλες οι άλλες εθνότητες: Ρώσοι, Κοζάκοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Μακεδόνες, Βλάχοι, Ιταλοί, Βρετανοί, Γάλλοι από τις αποικίες Μαδαγασκάρη, Σενεγάλη και άλλοι.

Δεν ζουν πάντα ειρηνικά και πολλές φορές είναι οι θρησκείες η αιτία. Οι Οθωμανοί έχουν μετατρέψει τις ορθόδοξες εκκλησίες σε τζαμιά, με κάνα δυο εξαιρέσεις,  αλλά όλοι μπορούν να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Με βάση την απογραφή του 1913, η πρώτη από τον 16ο αιώνα, η Θεσσαλονίκη των

·         157.889 κατοίκων έχει

·            40.000 Έλληνες (λίγο λιγότερους)

·           45.867 Οθωμανούς

·            61.439 Εβραίους

 

Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σε απογραφή του 1928, το 75% του πληθυσμού (235.000) ήταν Έλληνες.

Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μετά από ένα συνταρακτικό ταξίδι στην πόλη ανά τους αιώνες, μέσα από προσωπικές μαρτυρίες προσώπων και επίσημα έγγραφα, έχουμε τη θέση του συγγραφέα σχετικά με το πώς γράφεται η ιστορία, όταν για διάφορους λόγους τονίζονται ή αποσιωπούνται πράγματα κατά το συμφέρον των κρατών - εθνών.

Κλείνει επαναλαμβάνοντας τη θέση, ότι η Ελλάδα θέλοντας να προχωρήσει προς το μέλλον έχει σβήσει από τη μνήμη των ανθρώπων και της πόλης το Οθωμανικό παρελθόν της. Από την πολιτιστική κληρονομιά των Οθωμανών δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστα, όπως ο Λευκός Πύργος που χτίστηκε από τους Οθωμανούς μετά την άλωση της πόλης, στη θέση του άλλοτε βυζαντινού πύργου, το Yeni Djami, το Bey Hammam και εντελώς ειρωνικά το σπίτι του Ατατούρκ, όπου στεγάζεται το Τουρκικό Προξενείο.

«Η ιστορία της πόλης ένα έπος αναταραχών, ξεσηκωμών, εγκατάλειψης και ανάκαμψης όπου η τύχη και όχι η μοίρα έπαιξε τον πρωτεύοντα ρόλο».

Κλείνει την εκτενή αφήγηση – έρευνα γράφοντας ότι πρώτα την πόλη την είχαν οι Χριστιανοί,  μετά την πήραν οι Οθωμανοί και το 1912, « οι Έλληνες της πόλης άλλη μία φορά ευχαρίστησαν τον Θεό τους για τη νίκη του στρατού τους. Όλοι διεκδίκησαν την πόλη στο όνομα του Θεού. Όμως δε λένε: όπου είναι ο Θεός, είναι τα πάντα;»

Το βιβλίο Salonica, City of Ghosts ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί κάποιος η όχι με την τοποθέτηση του Mazower – εξαιρετικά αντικειμενικός σε γενικές γραμμές – είναι ένα βιβλίο που συνιστώ ανεπιφύλακτα, ειδικά στους κατοίκους της πόλης αλλά όχι μόνο.