Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

«Πολλές Ζωές στη Σμύρνη» του Μεχμέτ Τζοράλ

 


Ο Μεχμέτ Τζοράλ γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1947 και ζει στην Κωνσταντινούπολη.

Το παρόν μυθιστόρημά του διαπραγματεύεται τη ζωή του Ισίκ Κάνσοϊ, Τούρκου επιχειρηματία, ο οποίος βασανίζεται από αϋπνίες και εφιάλτες από ζωές και μνήμες που δεν αναγνωρίζει.

Με τη βοήθεια ψυχολόγου υποβάλλεται σε ύπνωση και η αφύπνιση της μνήμης του αρχίζει με την ανάσυρση της ζωής ενός Έλληνα, του Κωνσταντίνου Ασώματου, ο οποίος έζησε τον θάνατο της οικογένειάς του, κατά την επανάσταση των κατοίκων του νησιού του, της Χίου. Ανατρέχοντας στην Ιστορία μέσα από τις συνεδρίες ύπνωσης, ο Ισίκ ξαναβρίσκει τον Έλληνα Κωνσταντίνο, στη Σμύρνη που καίγεται. Ανακαλύπτει τη συμβολή του γέρου πια Έλληνα, στην καταστροφή της Σμύρνης και τη σχέση του με τη δική του ζωή.

Στα κεφάλαια όπου διηγούνται τα ιστορικά γεγονότα ο Έλληνας αλλά και ο Τούρκος, υπάρχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα αντικειμενική ματιά.

Μια τολμηρή κριτική της Μεγάλης Ιδέας αλλά χωρίς μισαλλοδοξίες.

Υπάρχει μέσα στην αφήγηση και ένας «Κολοκοτρώνης, σκληρός, γενναίος πολεμιστής» ο οποίος συμβουλεύει τον νεαρό Έλληνα Κωνσταντίνο , «..αν θέλουμε να σβήσουμε τον Τούρκο από την Ιστορία, αν θέλουμε να επανιδρύσουμε την αυτοκρατορία των Ελλήνων πάνω στα εδάφη της, πιο πολύ από πολεμιστές χρειαζόμαστε δυνατά μυαλά, χρήμα και διπλωματικές σχέσεις. Αυτούς δεν μπορείς να τους νικήσεις με τη σωματική ρώμη, για να τα καταφέρουμε πρέπει να έχουμε δυνατούς εγκεφάλους, που θα καταστρώνουν εκλεπτυσμένα σχέδια και στρατηγικές, των οποίων η εκτέλεση θα ευαρεστήσει τις χώρες της Ευρώπης (sic), τους αποικιοκράτες του κόσμου, που αποσκοπούν σε όλο και περισσότερα οφέλη και ισχύ».

Οι Tούρκοι στρατιώτες που δεν νικιούνται με τη σωματική ρώμη, συνοδεύονται από χαρακτηρισμούς όπως «γίγαντες», «παλικάρια», «λιοντάρια». 

Όμως υπάρχει πάντα ο αντίλογος: η γαλλοτουρκικής καταγωγής Αλέβ λέει σε ένα σημείο στον Ισίκ, σχετικά με τη φωτιά και τις συνέπειές της:

«Εξάλλου λόγω της εθνικότητάς σου δεν μπορείς να είσαι εντελώς αμερόληπτος».

Και τότε αυτός χαμήλωσε και κούνησε το κεφάλι του.

Και ο ίδιος γράφει κάνοντας την αυτοκριτική τη δική του και κατ’ επέκταση του λαού του:

«Μεγάλωνα, κολυμπώντας σε μια θάλασσα που την τροφοδοτούσαν διαρκώς με εχθρότητα προς τον λαό μιας άλλης εθνότητας, στην οποία η οικογένεια και η κοινωνία όπου ζούσα είχαν προκαλέσει πολύ πόνο. Αυτά άκουγα στο σπίτι, αυτά διάβαζα στα βιβλία, αυτά παρακολουθούσα στους εθνικούς εορτασμούς όπου αναβίωναν οι νίκες που είχαν ακολουθήσει εκείνες τις ημέρες του σκότους».

Αυτό όμως υπονοείται ότι ισχύει – και σωστά – και για τους δύο λαούς.

 Για τα γεγονότα του πόνου του κάθε λαού υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα, και για τις δύο πλευρές.

 «..καθώς οι Έλληνες έτρεχαν να ξεφύγουν από τον Κεμάλ, σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Το πλιάτσικο, η καταστροφή, οι βιασμοί ήταν καθημερινές ειδήσεις».

«Η οικογένεια της μητέρας μου έζησε τις κακουχίες από την κατοχή των Ελλήνων». Εννοεί το διάστημα 1919 όταν αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη μέχρι το 1922.

 Και «οι νέες ζωές που ανατρέφονται πάνω στους πόνους του παρελθόντος και οι γενιές που υποχρεώνονται να τους ζήσουν, καλούνται αναπόφευκτα και σε καινούριους πόνους».

 

Δεν αναφέρομαι στις δικές μας απώλειες σε ζωές και πατρίδες, που όμως περιγράφονται με αντικειμενικότητα και ενσυναίσθηση στο μυθιστόρημα του Μεχμέτ Τζοράλ, επειδή τις γνωρίζουμε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου