Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Κεφάλαιο 1

 Εκείνη η μέρα



Εκείνη την ημέρα ψάχνω να βρω. Μέρα, μαύρο σκοτάδι.
 Τη χάνω. 


Η νύχτα της όμως, έχει κάποιες εικόνες φωτεινές: Πίσω από μια τεράστια πλάτη βλέπω μικρές φλόγες. Δεν καταλαβαίνω. Κεριά δεν υπήρχαν στο σαλόνι, τώρα γιατί; Αναρωτιέμαι μήπως έχουμε γάμο. Η πλάτη με κουβαλάει και τραντάζεται. Κλαίει; Δεν καταλαβαίνω. Τι ήταν αυτά τα μαύρα κεφάλια που πέρασαν ανάποδα μπροστά μου;
Τέλος.
 Και η εικόνα και η νύχτα.


Τίποτα δε φωτίστηκε. Πάντα αυτές οι σκιές στο φως των κεριών, η πλάτη, η μυρωδιά αλκοόλ, το λιβάνι και το τράνταγμα  (κλάμα;).


Πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης. Ήταν Σεπτέμβρης, γιατί οι μεγάλοι έλεγαν ότι ο μπαμπάς ήθελε να μας πάει στη Έκθεση την επόμενη μέρα, τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Εκείνα τα χρόνια ήταν η μεγαλύτερη χαρά μας η Έκθεση. Βέβαια το αποκορύφωμα της χαράς ήταν τα πυροτεχνήματα τα βράδια. Κάθε βράδυ δεκαπέντε ημερών, όλα τα παιδιά του πάρκου με τα περιστέρια, ανεβαίναμε «δικαιωματικά» στην ταράτσα της πιο ψηλής πολυκατοικίας της γειτονιάς, αυτή της Σούλας της χοντρής, της τσουκαλίνας. Ήταν πενταόροφη και καμάρωνε ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τις παράγκες που μέναμε οι υπόλοιποι, όπως εξ άλλου και η ίδια η Σούλα, που εκτός από χοντρή ήταν και ψηλή. Νιώθαμε περηφάνια που υπήρχε στη γειτονιά μας μια τέτοια πολυκατοικία και απέραντη χαρά όταν η μαμά της Σούλας, μια αναλόγων διαστάσεων κυρία, μας επέτρεπε να ανέβουμε στον τελευταίο όροφο, όπου έμεναν. Τότε καθόμασταν στο χαλί, που εμείς ποτέ δεν είχαμε δει ωραιότερο -μόνο κουρελούδες ξέραμε- και παίζαμε με παιχνίδια, που τα πιάναμε με δέος μήπως και τα χαλάσουμε. Παίζαμε σιωπηλά. Μουρμουρίζοντας. Κάτω από το αυστηρό και παγερό βλέμμα μιας τεράστιας κούκλας που καθόταν στην πολυθρόνα με απλωμένο το γυαλιστερό της φόρεμα. Καμία σχέση με τις πάνινες που έφτιαχνε η γιαγιά και μας τις πέταγε να τις παίξουμε. Χαιρόμασταν, γιατί τις προτιμούσαμε από τα ποντικάκια που έφτιαχνε με το ίδιο μαντήλι. Πάντως τα παίζαμε και τα δύο. Στο κεφαλάκι της κούκλας έβαζε μάτια και στόμα και μείς της μιλούσαμε  και την αγαπούσαμε και αυτή μας χαμογελούσε με το μολυβένιο στόμα της.


Εκείνες τις Σεπτεμβριάτικες νύχτες μέναμε έξω μέχρι αργά και λαχταρούσαμε να ανέβουμε στην ταράτσα. Παιδιά κυρίως αλλά και μερικοί μεγάλοι. Όταν επιτέλους άρχιζαν τα πυροτεχνήματα μακριά προς τη θάλασσα, ήταν τόσος ο θαυμασμός μας που αμέσως μετά τη λάμψη και τον ήχο, γεμίζαμε τη νύχτα με ένα μεγάλο «αααααααααααααααα» το οποίο είχε ένα συγκεκριμένο ρυθμό, μουσικό τόνο, που συντονίζονταν με τα άλλα «ααα» από άλλες πολυκατοικίες, πέρα μακριά και μας ένωνε μαγικά.


Την επόμενη μέρα η σκηνή ήταν το πάρκο. Το πάρκο με τα περιστέρια. Δεν γνωρίζω αν ακόμα έχει το ίδιο όνομα, αλλά εμείς έτσι το λέγαμε πριν πενήντα χρόνια. Στο απέναντι κόκκινο παγκάκι καθόταν η Καίτη, η μεγάλη μας ξαδέρφη. Κάπου εκεί και η μεγαλύτερή μου αδερφή. Έκλαιγαν. Τις κοίταζα και δεν καταλάβαινα τίποτα. Χρονών έξι. Σα να λέμε σήμερα, δύο! Ήθελα να κάτσω δίπλα στην Καίτη αλλά μόλις πήγαινα δίπλα της έφευγε σε άλλο παγκάκι και έπαιρνε πάλι την ίδια ακατανόητη στάση: ακουμπούσε το κεφάλι της στα σταυρωμένα πάνω στην πλάτη του παγκακιού χέρια της και έκρυβε το πρόσωπό της. Έκλαιγε. Δεν ξέρω πότε κατάλαβα γιατί έκλαιγε. Εγώ δεν έκλαψα εκείνη τη μέρα. Φοβήθηκα μόνο. Φοβήθηκα πολύ. Δεν έπρεπε όμως να τον δείχνω τον φόβο μου. Η μεγάλη δεν πήγε μέσα να τον φιλήσει. Εγώ, ήθελα να δω. Μπήκα μέσα σιγά - σιγά. Από την εικόνα μόνο το σιγά - σιγά θυμάμαι και μετά το χαμόγελό του. Χαμογελούσε! Αλήθεια! Δεν υπάρχει πια κανείς να το επιβεβαιώσει αλλά εγώ το ξέρω καλά: ξαπλωμένος εκεί μες το κουτί, χαμογελούσε. Μετά το ευχάριστο, λόγω του χαμόγελου, ξάφνιασμα, ξαναγύρισε ο φόβος. «Φίλησέ τον», είπε κάποιος. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. «Το Νινί δε φοβάται» άκουσα. Μετά σιωπή. Η σιωπή των πολλών. Όλη αυτή η σιωπή ενώθηκε μέσα μου με τον φόβο. Δεν ήξερα τι γινόταν, όμως τον φίλησα. 

Στο μέτωπο.

 Παγωμένος. 

Την πήρα μέσα μου εκείνη την παγωνιά. 

Την κουβάλησα χρόνια στο στήθος μου. 

Με αγκαλιές προσπάθησα να τη ζεστάνω.

Ρέθυμνο, 30/10/2016

(Συνεχίζεται)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Η Θεσσαλονίκη μου, 1











Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β, ονόμασε την κόρη του Θεσσαλονίκη, διότι συνέπεσε η γέννησή της με τη νίκη του επί των Θεσσαλών, το 353 π.Χ.


Ένας από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Κάσσανδρος, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, επιδόθηκε στην ίδρυση πόλεων με την ελπίδα να διαδεχτεί τον Στρατηλάτη στον θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας του. Έτσι αφού σκότωσε την μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου και παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδερφή του, Θεσσαλονίκη, ίδρυσε την πόλη Κασσάνδρα από το όνομά του και τη Θεσσαλονίκη από το όνομα της γυναίκας του. Ήταν το 315 π.Χ.


Από τότε η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα μια μεγάλη πόλη. Ευρισκόμενη σε μια εύφορη περιοχή και καλά προφυλαγμένη από όλες τις πλευρές, εξελίχτηκε σε μια πλούσια πόλη με αυξανόμενο πληθυσμό. 


Τον 3ο μ. Χ. αιώνα, ένας Ρωμαίος αξιωματικός ο Δημήτριος ο οποίος είχε ασπασθεί τον Χριστιανισμό, μαρτύρησε και οι πιστοί του έφτιαξαν ένα μικρό λατρευτικό τόπο κοντά στην αρχαία αγορά ( σήμερα ανασκαμμένη στην Αριστοτέλους, πάνω από την οδό Εγνατία). Γύρω από την αγορά υπήρχαν πολλά τέτοια παρεκκλήσια, όπου ήταν θαμμένα τα οστά μαρτύρων. Κάποιος ρωμαίος Έπαρχος, ο οποίος γιατρεύτηκε χάρη στη θαυματουργή δύναμη του Δημητρίου, έχτισε έναν μεγαλοπρεπή ναό στην ίδια περιοχή όπου μαρτύρησε ο Δημήτριος. Αυτός ο ναός με τα περίφημα  ψηφιδωτά κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης, το 1917 μαζί με ένα μεγάλο μέρος της πόλης. Σήμερα μπορεί κανείς να θαυμάσει μέρος του ψηφιδωτού που παριστάνει τον Άγιο Δημήτριο, λαμπρό στρατηγό που «οι μαρτυρίες» τον θέλουν  να σώζει την πόλη από διάφορους εχθρούς ανά τους αιώνες!


Από την Θράκη μέχρι την Αδριατική, η Θεσσαλονίκη ήταν για αιώνες η κατά πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη πολυπολιτισμική πόλη όλης της περιοχής. Προστατευμένη από τα ισχυρά τείχη αλλά και τον κλειστό κόλπο της, δεν ήταν εύκολος στόχος κανενός κατακτητή.




Σύμφωνα με μια παράδοση των Οθωμανών, ο σουλτάνος Μουράτ ο 2ος  μια νύχτα του 1430, είδε στον ύπνο του ότι ο θεός του έδωσε ένα όμορφο, μοσχομυρωδάτο τριαντάφυλλο να το μυρίσει. Όταν ο Μουράτ τον ρώτησε αν μπορούσε να το κρατήσει, ο Θεός του είπε ότι το τριαντάφυλλο ήταν η Θεσσαλονίκη  και ότι ήταν δική του. Στην πραγματικότητα ο Μουράτ ήθελε από την αρχή την Θεσσαλονίκη δική του, όχι μόνο επειδή ήταν σημαντικό λιμάνι στη Μεσόγειο αλλά και επειδή στην ουσία, είχε παραδοθεί στους Οθωμανούς από καιρό. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν στη δύση της και δεν μπορούσε να βοηθήσει τη Θεσσαλονίκη. Τα ¾ του πληθυσμού της εγκατέλειψαν την πόλη εξ αιτίας της πολιορκίας του Μουράτ του Β το 1422 και μόνο 10.000 έμειναν να την υπερασπιστούν. Όλο και πιο πολλοί από αυτούς εξέφραζαν την επιθυμία να παραδοθούν, διότι η τακτική των Οθωμανών ήταν γνωστή: Μια πόλη ή παραδίδονταν με τη θέλησή της και δεν θα υφίστατο  καμιά τιμωρία ή θα αντιστέκονταν και μετά την κατάκτησή της θα λεηλατούνταν μέχρι τελικής καταστροφής και της πόλης και των κατοίκων της, οι οποίοι θα πωλούνταν σκλάβοι στην καλύτερη των περιπτώσεων ή θα σφαγιάζονταν επί τόπου.


Η πολιορκία της πόλης άρχισε το 1422. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήθελαν να παραδοθούν φοβούμενοι τα αντίποινα των Οθωμανών. Ο Πατριάρχης Συμεών, δεν ήθελε να ακούσει κάτι τέτοιο και μετά τον θάνατό του το 1429, ο Μουράτ ετοίμασε τα όπλα του γύρω από την πόλη για να την εκπορθήσει. Ρώτησε για τελευταία φορά αν ήθελαν να παραδοθούν και οι λιγοστοί κάτοικοι βλέποντας ένα Ενετικό καράβι στο λιμάνι και ελπίζοντας στη βοήθειά τους, αρνήθηκαν και πάλι.

 Το πρωί της 29ης Μαρτίου 1430 ο Μουράτ με όλες του τις δυνάμεις μπήκε στην πόλη και την κατέστρεψε εντελώς. Υπάρχει η μαρτυρία ενός επιζώντα του Ιωάννη Αναγνώστη, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα συνταρακτικά γράφει: « Κάθε στρατιώτης- Τούρκος- με το πλήθος των αιχμαλώτων που είχε πιάσει βιάζονταν να βγει από την πόλη για να μην έρθει κάποιος πιο δυνατός και του τους κλέψει. Αν δε, έβλεπε και κάποιος ήταν γέρος ή άρρωστος, του έκοβε το κεφάλι και συνέχιζε την πορεία του έξω από την πόλη, για να πουλήσει τους αιχμαλώτους του…και η πόλη είχε γεμίσει από θρήνους και απελπισία». 


Έτσι 23 χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έπεσε η Θεσσαλονίκη στα χέρια των Τούρκων. Εκεί θα ζούσαν μαζί Έλληνες και Τούρκοι αλλά και Εβραίοι που θα έρχονταν αργότερα στην πόλη, επί σχεδόν 5 αιώνες, μέχρι το 1912 που μπήκε στην πόλη ο ελληνικός στρατός!

(Συνεχίζεται)