Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2021

«Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας» του Α. Φ. Χριστίδη

 

 

 Η ελληνική γλώσσα είναι η μόνη ευρωπαϊκή και ινδοευρωπαϊκή  γλώσσα που ομιλείται επί 40 αιώνες, 4.000 χρόνια!

 Είναι ακόμη η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που γράφεται επί 3.500 χρόνια.

 Από αυτά τα 2.400 χρόνια γράφεται με την ίδια ορθογραφία. Μοναδικό παράδειγμα στον κόσμο.

(Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Γ. Μπαμπινιώτη, «Ελληνική Γλώσσα. Παρελθόν, παρόν, μέλλον»)

                                                         


 Το βιβλίο του Α. Φ. Χριστίδη αποτελεί ένα διαμάντι, για μαθητές και όχι μόνο. Πηγαίνει πέρα από τον τίτλο του και μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας γενικότερα, εστιάζοντας στην αρχαία ελληνική.

Μερικοί τίτλοι κεφαλαίων του παρόντος βιβλίου :

·         Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα;

·         Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά;

·         Πώς άλλαξε η αρχαία ελληνική γλώσσα;

·         Προς τα νέα ελληνικά

 

 Ακολουθούν κάποιες σημειώσεις μου κατά την ανάγνωσή του:

v  Τα πρώτα γραπτά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας χρονολογούνται στον 14ο -13ο αιώνα π.Χ.

 Προέρχονται από τα αρχεία των παλατιών του μυκηναϊκού πολιτισμού.

 Το σύστημα γραφής τους ονομάστηκε γραμμική Β – διότι τα σημάδια δεν ήταν πλέον εικόνες των λέξεων αλλά γραμμές – και είναι συλλαβικό, δηλαδή κάθε σημάδι αντιστοιχεί σε μία συλλαβή.

 Το πιθανότερο είναι ότι οι Μυκηναίοι δανείστηκαν το σύστημα αυτό από τους Μινωίτες, ο πολιτισμός των οποίων αναπτύχτηκε στην Κρήτη κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.

Εικάζεται ότι η γλώσσα των Μινωιτών, γραμμένη στην γραμμική Α – η οποία δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμα – δεν ήταν ελληνική.

 Το υλικό πάνω στο οποίο γράφονταν τα κείμενα της γραμμικής Α  και Β ήταν ωμός πηλός, ξεραμένος στον ήλιο.

 Οι φωτιές που κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά και μινωικά κέντρα έψησαν τις πινακίδες και έτσι αυτές διατηρήθηκαν μέσα στον χρόνο και βρέθηκαν στις ανασκαφές.

 Επίσης βρίσκουμε επιγραφές αυτής της πρώτης ελληνικής γραφής, της γραμμικής Β, σε λίθινα ή μεταλλικά αντικείμενα ή στο εσωτερικό κωνικών κυπέλων γραμμένα με μελάνι σουπιάς.

 Μετά την καταστροφή του Μυκηναϊκού πολιτισμού μεταξύ 13ου και 12ου αιώνα, χρειάζεται να περάσουν 4 περίπου αιώνες για να ξανασυναντήσουμε γραπτά κείμενα της ελληνικής γλώσσας!

 Γύρω στο 750 π. Χ. βρίσκουμε τις πρώτες επιγραφές, που χρησιμοποιούν όμως ΤΩΡΑ ένα άλλο σύστημα γραφής, το αλφαβητικό, αυτό που χρησιμοποιούμε και σήμερα.

 Η ανακάλυψη της αλφαβητικής γραφής ήταν μια επανάσταση, γιατί έτσι η πρόσβαση στην πληροφορία δεν αφορά πλέον τους λίγους αλλά είναι ανοιχτή και στους πολλούς, αρκεί να μάθουν τα γράμματα.

 Το αλφάβητο, το οποίο δανείζονται οι Έλληνες από τους Φοίνικες, έναν σημιτικό λαό που κατοικούσε στις ακτές της σημερινής Συρίας, του Λιβάνου και του Ισραήλ, έχει γράμματα μόνο για τα σύμφωνα.

  Οι Έλληνες το συμπλήρωσαν με τα φωνήεντα.

   Προσέξτε τις ομοιότητες:

aleph που σημαίνει βόδι στα φοινικικά -και έγινε το σημερινό άλφα- γιατί έχει το σχήμα της κεφαλής βοδιού

bet που σημαίνει σπίτι, σκηνή

gaml που σημαίνει καμήλα

κ.λπ.

 μπορείτε να παρατηρήσετε το φοινικικό αλφάβητο  στον παρακάτω πίνακα.

 


 Τα αρχαία κείμενα γράφονταν χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, με κεφαλαία μόνο, χωρίς τόνους.

Τα μικρά γράμματα, ο χωρισμός των λέξεων, οι τόνοι και τα πνεύματα θα έρθουν πολύ αργότερα  κατά τα χρόνια των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά.

 

 Τα αρχαία ελληνικά δεν προφέρονταν όπως τα νέα ελληνικά.

                         Στην Αθήνα του 5ου και 4ου αιώνα,

 το Η για παράδειγμα, προφέρονταν /ee/

το EI προφέρονταν /ei/ ή  /ee/επίσης, όμως με πιο κλειστά χείλη από το Η

το ΟΙ = /oi/

το ΑΙ=/ai/ όπως στο αγγλικό high

το β προφέρονταν /b/ όπως στο baby

το δ = /d/  όπως στο  dear

το γ=  /g/   όπως στο group

 Υπήρχε ένας φθόγγος που προφέρονταν σαν το αγγλικό h στο have και ένα γράμμα που το ονόμαζαν δίγαμμα - σαν δύο γάμμα κεφαλαία με την κάθετη πλευρά τους να συμπίπτει - και προφέρονταν σαν το w στο woman, αλλά αυτοί οι φθόγγοι χάθηκαν σχετικά νωρίς από τις ελληνικές διαλέκτους.

 Η προφορά της ελληνικής γλώσσας άλλαξε, όπως συμβαίνει και με όλες τις άλλες γλώσσες - που αλλάζουν μέσα στο χρόνο για διάφορους λόγους - αλλά δεν άλλαξε η γραφή.

 Χρησιμοποιούμε σήμερα  έναν τρόπο γραφής που είναι ιστορικός, καταγράφει δηλαδή μια παλιότερη προφορά.

Και είναι αυτό που δημιουργεί δυσκολίες στην εκμάθηση της ορθογραφίας  στους μαθητές και όχι μόνο σ’ αυτούς.

 Στους πρώτους αιώνες μ.Χ. γίνονται οι αλλαγές που οδήγησαν στη νεώτερη προφορά της γλώσσας μας και χάνεται και η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων.

 Έτσι τα σημερινά η, ι, υ, ει, οι δεν προφέρονταν όλα /i/ ,αλλά μόνο το ι προφέρονταν έτσι.

 Το υ είχε μια προφορά σαν το γαλλικό /ϋ/ στη λέξη lune, φεγγάρι, κ.λπ.

 Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος λέει ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες έμαθαν τη γραφή από τους Φοίνικες και σημειώνει: «Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίζονταν οι Φοίνικες, ύστερα όμως με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν τον ήχο τους και το σχήμα τους».

 Οι πρώτες αλφαβητικές ελληνικές επιγραφές χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα.

 Την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αλλάζει και ο χαρακτήρας του τονισμού.

 Ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν μελωδικός, π.χ η αρχαία ελληνική λέξη φς προφέρονταν /foos/ επειδή το ωμέγα ήταν ένα μέγα (μακρύ) /ο/.

Η δε περισπωμένη σήμαινε ότι η φωνή ανέβαινε στο πρώτο /ο/ και κατέβαινε στο δεύτερο.

Είχε μια μουσικότητα δηλαδή η λέξη και σήμαινε ότι και σήμερα φως.

Αν όμως δεν υπήρχε η περισπωμένη αλλά μια οξεία (ο σημερινός μοναδικός τόνος) τότε η λέξη φώς θα προφέρονταν με τη φωνή να ανεβαίνει στο δεύτερο o , /foόs/  και τότε στα αρχαία ελληνικά σήμαινε άνθρωπος.

 Η διαφορά λοιπόν στη μελωδία, στο ύψος της προφοράς δηλαδή, ξεχωρίζει λέξεις και σημασίες στα αρχαία ελληνικά.

 Γι αυτό λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά είχαν μουσικό τονισμό, όπως τα σημερινά ιταλικά, όχι όμως τα νέα ελληνικά.


 Η γραφή πρωτοεμφανίζεται στη Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ), γύρω στο 4000 με 3000 π.Χ.

 Γύρω στο 3200 π.Χ. θα εμφανιστεί η (ιερογλυφική) γραφή στην Αίγυπτο και γύρω στο 1500 π.Χ. στην Κίνα.

 Η εμφάνιση της γραφής στην Αμερική χρονολογείται γύρω στα 1500 π. Χ. και συνδέεται με τους Ολμέκους (που ζούσαν στο Μεξικό).

 

Η γλώσσα βασίζεται στη μοναδική ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται τον κόσμο και να τον περιγράφει και όχι απλά να αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται από αυτόν, όπως συμβαίνει με τα ζώα.

 Αν, δηλαδή, κάτι δημιουργήσει πόνο σε ένα ζώο, αυτό θα βγάλει μια ιδιαίτερη κραυγή.

Αντίθετα, ο άνθρωπος δεν βγάζει κραυγή μόνο σαν αντίδραση σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα, αλλά έχει δημιουργήσει και τη λέξη «πόνος» που θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει και όταν δεν πονάει.

 Πιστεύουμε ότι από τη στιγμή που εμφανίζονται τα εργαλεία, υπάρχει και η γλώσσα γιατί και τα δύο βασίζονται στις ίδιες νοητικές ικανότητες, που καθιστούν τον άνθρωπο ικανό να προνοεί.

 

v  Τα αρχαία ελληνικά είναι μια συνθετική γλώσσα: π.χ.

 το ‘ίωμεν της υποτακτικής του ενεστώτα των αρχαίων ελληνικών, στα νέα ελληνικά θα το λέγαμε «σκοπεύουμε να πάμε, να πάμε». την ευκτική ‘ίοιμεν θα την αποδίδαμε ως «να μπορούσαμε να πάμε, να πάμε» κ.λπ

 Βλέπουμε ότι αυτό που στα αρχαία ελληνικά εκφράζεται μονολεκτικά, στα νέα ελληνικά εκφράζεται περιφραστικά, δηλαδή αναλυτικά και όχι συνθετικά.

 

 Πώς αλλάζει η ελληνική γλώσσα από την αρχαία της μορφή στην ελληνιστική κοινή;

 Η ευρεία εξάπλωση της αρχαίας ελληνικής μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η ανάγκη εκμάθησής της από πολλούς αλλόγλωσσους πληθυσμούς απλουστεύει τη ρηματική μορφολογία, και έτσι το δίδωμι γίνεται δίδω, γιατί τα περισσότερα ρήματα τελειώνουν σε –ω και όχι σε –μι. Ομοίως «ο γέρων» γίνεται «γέρος» γιατί εξομαλύνεται με την πολυπληθέστερη ομάδα αρσενικών ουσιαστικών που τελειώνουν σε –ος.

 Άρα η «κοινή» ελληνιστική δημιουργείται με μια σειρά αλλαγών στη μορφολογία των ρημάτων και των ουσιαστικών, οι οποίες καθιστούν ευκολότερη την εκμάθησή της, σε μια εποχή που αυτή απλώνεται γεωγραφικά και μαθαίνεται από ξένους.

 Περιορίζεται η χρήση της δοτικής, ο μέλλοντας γίνεται περιφραστικός, το απαρέμφατο υποχωρεί και αντικαθίσταται από το «’ίνα», χάνεται ο δυικός αριθμός.

  Από την κοινή της ελληνιστικής εποχής ξεκινάει ουσιαστικά η νέα ελληνική γλώσσα (3ος αιώνας π.Χ.).

 Λίγα χρόνια πριν τη γέννηση του Χριστού και με κορύφωση από τον 1ο μέχρι το 3ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζεται το κίνημα του αττικισμού: αυτό υποστηρίζει επιστροφή στην αττική διάλεκτο του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. στην οποία είχαν γραφτεί τα μεγάλα έργα της κλασικής αρχαιότητας.

 Ο αττικισμός θα συνεχιστεί τα Βυζαντινά χρόνια από τον 4ο αιώνα  μέχρι το 1453.

  Οι βυζαντινοί συγγραφείς γράφουν σε αρχαΐζουσα γλώσσα, τη γλώσσα του Θουκυδίδη και του Ηροδότου.

 Ο λαός όμως μιλάει τη δική του γλώσσα, τη δημοτική (δήμος=λαός).

 Αυτή δεν τη γνωρίζουμε καλά, γιατί δεν την έχουμε σε γραπτή μορφή.

 Προφορική ελληνική γλώσσα σε γραπτή μορφή συναντούμε το 1100 μ.Χ. με τα ποιήματα του Θεόδωρου Προδρόμου.

 Παρά τα μεγάλα κενά που υπάρχουν για τις ομιλούμενες μορφές γλώσσας μέχρι τον 12ο αιώνα, το πιθανότερο είναι ότι την περίοδο αυτή διαμορφώνεται η νέα ελληνική γλώσσα.

 Από την περίοδο της τουρκοκρατίας διαθέτουμε σημαντικό αριθμό κειμένων στην ομιλούμενη γλώσσα και στις διαλέκτους της.

 Ήδη από τον 16ο αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες γραμματικές της ομιλούμενης γλώσσας.

 Με τη δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 υπήρχαν αυτοί που ήθελαν να γυρίσουν στην αρχαΐζουσα γλώσσα αλλά υπήρχε και ο Αδαμάντιος Κοραής (1743-1833), ο οποίος δεν ξεγράφει την ομιλούμενη γλώσσα, όπως έκαναν οι οπαδοί της αρχαΐζουσας, αλλά προτείνει τη διόρθωσή της:

 τον καθαρισμό από τα τουρκικά κυρίως δάνεια, που θυμίζουν τη μακρόχρονη οθωμανική κυριαρχία, αλλά και από τα αλβανικά, ιταλικά, σλάβικα και βλάχικα, και την εισαγωγή εν μέρει της αρχαίας γραμματικής και του αρχαίου λεξιλογίου.

 Έτσι προτείνει ο «μεγάλος» να γίνει «μέγας», ο «ζεστός» «θερμός», το «λουλούδι» (που είναι αλβανικό δάνειο) να γίνει «άνθος» κ.λπ.

 Από την πρόταση του Κοραή θα γεννηθεί η καθαρεύουσα, που θα κυριαρχήσει ως επίσημη μορφή γλώσσας μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η δημοτική ως η επίσημη γλώσσα του κράτους.

 

 Ο επίλογος είναι ενδεικτικός του ήθους και της σεμνότητας του συγγραφέα, που δυστυχώς έφυγε νωρίς. Παραθέτω ένα απόσπασμα, που αφορά γενικά στις γλώσσες:

«… αν κάποιες ξεχώρισαν (όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά), ή ξεχωρίζουν (όπως τα αγγλικά σήμερα), αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ή είναι «καλύτερες». Ξεχώρισαν ή ξεχωρίζουν για λόγους ιστορικούς και όχι γιατί ήταν, ή είναι, «φτιαγμένες» καλύτερα από άλλες. Δεν υπάρχουν λοιπόν «καλύτερες» ή «χειρότερες» γλώσσες, «ανώτερες» ή «κατώτερες». Όπως δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι λαοί. Κάθε γλώσσα, και κυρίως οι ομιλητές της, αξίζει λοιπόν τον σεβασμό μας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου