Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Mια αίσθηση.







Η άνοιξη είχε ένα συγκεκριμένο άρωμα τότε για τη Μαρία. Όχι απαραίτητα λουλουδένιο. Μάλλον σαν αυτό που θα προκαλούσε ένας πόνος στο στομάχι. Ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
Αυτήν την αναγούλα τη θυμήθηκε όταν έφυγαν οι άλλοι κι έμεινε μόνη της στην πόλη.
Τότε που τραγουδούσε «Εδώ κανείς δεν τραγουδά, κανένας δε χορεύει, ακούνε μόνο την πενιά κι ο νους τους ταξιδεύει…».  Εκείνη την άνοιξη όταν περπατούσε από δω κι από κει στους δρόμους μη ξέροντας πού να πάει, ένιωσε αυτήν τη μυρωδιά.
Μετά την ξαναθυμήθηκε όταν συνοδεύονταν κι από εξαγωγές των λιγοστών τροφών που έτρωγε τότε. Επί τρεις μήνες και μισό δεν είχε πάρει χαμπάρι τι γινόταν μέσα της. Το αστείο ήταν ότι ένιωθε μόνη! Ο Αγήνωρ! Που να τον κρατήσει;

Δεν ήταν απαραίτητα άσκημη μυρωδιά. 

Καμιά φορά μύριζε σκέτα τριαντάφυλλα.

Από τα παλιά.

Τα άγρια, τα ροζ, που αργότερα τα μάζευε στη γυάλινη λεκάνη, έριχνε από πάνω ζάχαρη και μετά λυπόταν να τα κάνει γλυκό. Τόσο όμορφα που μύριζαν!

Άλλοτε πάλι, όπως τότε στη Χαλκιδική, μύριζε σαν θαλασσινά.

Χταπόδια, ας πούμε. 

Τότε στη Χαλκιδική ήταν μόνη. 

Όταν την απέλυσαν από το ξενοδοχείο- η βαμμένη, ευτραφής σύζυγος του ιδιοκτήτη, της το ανακοίνωσε χωρίς αιτιολόγηση. 

Και αυτή δε ζήτησε να μάθει. 

Πήγε στο μπουντρουμάκι που της είχαν δώσει για δωμάτιο και απλά μάζεψε τα ρούχα της. 

Τη βαλίτσα την παράτησε στην άμμο και αυτή κάθισε στο βράχο.

Έβλεπε απέναντι, την Κασσάνδρα.

Πόσο όμορφο μπορεί να γίνεται το τοπίο στις πιο άκυρες στιγμές; 

Και τότε μύρισε αυτήν τη «ψαρίλα».


Δύο χρόνια αργότερα όμως, στην ίδια παραλία, μύρισε ο έρωτας μιας ζωής.

Γιασεμί. Στα μαύρα γένια του.

Βασιλικός. Στα πράσινα μάτια του.

Πώς μυρίζει η μοναξιά του έρωτα;

Ακόμα πιο παλιά, πολύ παλιότερα, όταν ο μπαμπάς την άφηνε στο χωριό κι έφευγε, πάλι εκεί η μυρωδιά.

Στην πυτζάμα του. 

Που την εύρισκε δίπλα της όταν ξυπνούσε κι αυτός είχε φύγει.

Ζεστή ακόμα.

Μετά, όταν το γιασεμί μαράθηκε, άφησε το χνώτο του στο κίτρινο πουκάμισο.

Έναν χρόνο και μισό, το ανάσαινε η Μαρία.

Πάντα έψαχνε μια μυρωδιά. 

Να γεμίζει τα κενά. 

Να καλύπτει τα καυσαέρια που έκαιγαν τη μύτη της.

Κι έβρισκε.

Πάντα έβρισκε.

Με αναγούλα ή χωρίς.

Όταν όμως γεννούσε τα μωρά της, η μυρωδιά σφηνώθηκε στο πνευμόνι βαθειά τόσο, που μόνο με την τελευταία ανάσα της θα φύγει.

Απόψε είναι σαν υγραέριο η μυρωδιά.

Αύριο όμως μπορεί να βγάλει νοτιά. 

Ποιος ξέρει;

1 σχόλιο:

  1. Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
    που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
    ligo apo kavafh gia th glykeia m th manoula !

    ΑπάντησηΔιαγραφή