Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Ηθικά Νικομάχεια


Αριστοτέλης





Στο βιβλίο του, Ηθικά Νικομάχεια, ο Αριστοτέλης διερευνά το θέμα και προσπαθεί να ορίσει την έννοια της αρετής που οδηγεί στην ευδαιμονία, η οποία αποτελεί το υπέρτατο αγαθό, και μαζί ό,τι πιο ωραίο και ό,τι πιο ευχάριστο, στη ζωή των ανθρώπων: «άριστον άρα και κάλλιστον και ήδιστον η ευδαιμονία».


Έχουμε να κάνουμε με ένα –όμορφο σαν ωραία λογοτεχνία-κείμενο πρακτικής φιλοσοφίας. Θα απαντήσει σε ερωτήματα όπως,
τι είναι η ανθρώπινη ζωή;
πώς μπορεί ο άνθρωπος να γίνει ευτυχισμένος;

Ας ακολουθήσουμε όμως όσο πιο συνοπτικά μπορούμε τη σκέψη του Αριστοτέλη από την αρχή:

Αρχίζει εξετάζοντας τις ανθρώπινες δραστηριότητες και ψάχνει να βρει αν έχουν αξία αυτά που κάνουμε, γιατί τότε μόνο θα έχει αξία και η ζωή μας. 

Δεν θα αναλύσω εδώ τα είδη δραστηριοτήτων που αναφέρει.

Καταλήγει στο ότι όλες οι δραστηριότητες μας έχουν ως τελικό σκοπό την ευδαιμονία, γιατί την επιλέγουμε πάντοτε γι αυτό που είναι και ποτέ για χάρη κάποιου άλλου αγαθού.

 Ενώ πχ την τιμή, την ηδονή, την διανοητική δραστηριότητα και γενικά κάθε αρετή τις επιλέγουμε βέβαια και γι αυτό που είναι (γιατί ακόμα και αν δεν προέκυπτε κανένα άλλο τέλος από αυτές εμείς θα τις επιλέγαμε), τις επιλέγουμε όμως και για χάρη της ευδαιμονίας, επειδή θεωρούμε ότι μέσω αυτών θα γίνουμε ευδαίμονες.

Η ευδαιμονία λοιπόν είναι «το ύψιστο για τον άνθρωπο αγαθό, είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή και αν υπάρχουν κι άλλες αρετές, σύμφωνη με την καλύτερη και την πιο τέλεια από αυτές», με μια προσθήκη ακόμη: «σε μια τέλεια ζωή».

«Η ευδαιμονία έστι ψυχής ενέργειά τις κατ’ αρετήν τελείαν».

Συνεπώς, το κεντρικότερο σημείο της ηθικής διδασκαλίας του Αριστοτέλη είναι: το μέσον για την επίτευξη του ύψιστου για τον άνθρωπο αγαθού, την ευδαιμονία, είναι η αρετή

Όμως, ο προσδιορισμός της έννοιας αρετή, αντίστοιχη από κάποια άποψη προς την έννοια αγαθόν , ήταν η μόνιμη έγνοια του Αριστοτέλη σε όλη τη διάρκεια της φιλοσοφικής –και της διδακτικής- του δραστηριότητας και σε κάθε ευκαιρία στα διάφορα έργα του, έθετε το ερώτημα που τον απασχολούσε και αναζητούσε μια ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτό.

Αλλά το κεντρικό βιβλίο του όπου διαπραγματεύεται και διερευνά το θέμα αυτό, του καθορισμού της αρετής που οδηγεί στην ευδαιμονία είναι φυσικά τα Ηθικά Νικομάχεια. 

Στο πρώτο ήδη βιβλίο, οι αρετές χωρίζονται σε
ηθικές και
διανοητικές,

«κατά την διαφοράν» που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα μέρη της ψυχής.

Οι διανοητικές αρετές αποκτιούνται με τη διδασκαλία και συνεπώς η απόκτησή τους προϋποθέτει «εμπειρίαν και χρόνον». 
Αποτελούν τον πρωταρχικό ρόλο του διδάσκοντα.

Σε αντίθεση με αυτές, οι ηθικές αρετές «περιγίνονται εξ έθους» δηλαδή είναι αποτέλεσμα εθισμού, συνήθειας.

 Είναι φανερό ότι στην περίπτωση αυτή το βάρος πέφτει κατά κύριον λόγο στο ίδιο το άτομο που ενδιαφέρεται για την απόκτηση αυτών των αρετών, αφού η απόκτησή τους εξαρτάται από τη δική του αδιάκοπη άσκηση. 
Άρα,

α) καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως, αφού είναι αποτέλεσμα εθισμού (αυτά που υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως πχ τα φυσικά μας χαρακτηριστικά δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό). [Εδώ, ίσως, ο Δαρβίνος κάποιους αιώνες αργότερα θα χαμογελούσε ερωτηματικά!]

β) Μολονότι οι ηθικές αρχές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, η απόκτησή τους δεν είναι κάτι αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση: στην πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι προικισμένος από τη φύση του με την ικανότητα να τις δέχεται, μόνο που η έμφυτη αυτή ικανότητα είναι απαραίτητο να συνδυάζεται με την άσκηση. 

Η τελείωση του ανθρώπου στην αρετή, λέει ο Αριστοτέλης, γίνεται «δια του έθους».


Η απόκτηση μιας ηθικής αρετής είναι επομένως, από κάποια άποψη, κάτι ανάλογο με την εκμάθηση των τεχνών: 

τεχνίτης γίνεται κανείς μόνο αν ασκηθεί με επιμονή στην τέχνη του ,«οικοδομούντες οικοδόμοι γίνονται και κιθαρίζοντες  κιθαρισταί», 

 με τον ίδιο τρόπο, λέει πάντοτε ο Αριστοτέλης, και δίκαιος ή σώφρων ή ανδρείος γίνεται κάποιος με την άσκηση.

 Η καθημερινή συνεχής και αδιάλειπτη συναλλαγή μας με τους ανθρώπους είναι που μας κάνει δίκαιους, όπως ακριβώς η αδιάλειπτη άσκησή μας να μένουμε θαρραλέοι μπροστά στους κινδύνους,  μας κάνει ανδρείους.

Προσοχή όμως γιατί με τον ίδιο τρόπο γινόμαστε και άδικοι ή δειλοί, όπως ακριβώς και οι κακοί οικοδόμοι από το «κακώς οικοδομείν». 

Αυτό συνεπάγεται τη μεγάλη σημασία που έχει η προαίρεσις του ατόμου, δηλαδή η επιλογή του.

Συνεπώς:

Η αρετή και η κακία είναι θέμα επιλογής.

Ας δούμε τώρα πώς προσπαθεί να δώσει τον ορισμό της αρετής.

Αυτά που γίνονται στην ψυχή κατά τον Αριστοτέλη είναι τρία:

τα πάθη, οι δυνάμεις και οι έξεις

Αφού ένα από αυτά πρέπει να είναι η αρετή (εν τη ψυχή γινομένη), η προσπάθειά του από δω και πέρα θα είναι να δείξει ότι η αρετή δεν είναι ούτε πάθος ούτε δύναμις.

Πάθος ονομάζει ο Αριστοτέλης την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, τη φιλία, το μίσος, τον πόθο, τη ζήλεια, την ευσπλαχνία γενικά «οις έπεται ηδονή ή λύπη»,
όλα δηλαδή όσα ακολουθούνται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια.

Δυνάμεις καλεί ο Αριστοτέλης τη δυνατότητα του ανθρώπου να συμμετέχει στα πάθη, μάλιστα με τα δικά του ο καθένας ποσοστά.

Ούτε από την άποψη των παθών ούτε από την άποψη των δυνάμεων χαρακτηρίζεται κανείς καλός ή κακός.

 Για τις ιδιότητες αυτές (καλός ή κακός) ο λόγος αρχίζει από τη στιγμή που ο καθένας κρατάει μια σωστή ή όχι σωστή στάση απέναντι στα πάθη, «έχει ευ ή κακώς» ( Να λοιπόν από πού προέρχεται η λέξη έξις, λέει ο καθηγητής Δημήτριος Λυπουρλής: από το θέμα του ρήματος έχω).

 Η απάντηση του Αριστοτέλη έχει τη μορφή: «κακώς έχομεν προς τα πάθη, ει έχομεν προς αυτά σφοδρώς ή ανειμένως» δηλαδή η στάση μας προς τα πάθη είναι κακή όταν είμαστε υπερβολικοί ή χαλαροί προς αυτά.

Δηλαδή,

αν πχ μιλάμε για την οργή,

λάθος είναι α) να οργιζόμαστε σφοδρά, άγρια, αλλά και

                   β) να οργιζόμαστε χλιαρά (ανειμένως)

Το αντίθετο, το οποίο αναζητούμε, δηλαδή το επιθυμητό, το «καλώς έχομεν» είναι αυτό που βρίσκεται στη μέση ( είναι το «μέσως»).

Σωστή επομένως είναι η μέση οργή, η μετρημένη.

Δεν είναι λοιπόν εξαρχής λάθος η οργή. 

Στη σωστή δόση είναι αρετή.

Κακία (δηλαδή λάθος) είναι η υπερβολική οργή αλλά και η ελλιπής οργή.

Τώρα μπαίνει το ερώτημα «πώς ορίζεται έστω αναγνωρίζεται αυτό το «μέσον»;

Εξηγεί ο Αριστοτέλης, όταν λέω μέσον σε σχέση με μας εννοώ, ούτε υπερβολικά πολύ ούτε υπερβολικά λίγο.

Κάτι βέβαια που δεν είναι ούτε ένα ούτε το ίδιο για όλους. 

Άρα ο ειδήμονας αποφεύγει την υπερβολή και ψάχνει να βρει το μέσον.

Με την υποκειμενική μεσότητα αυτή στον όρο αρετή, ξεχωριστή για κάθε άνθρωπο, ο Αριστοτέλης έκανε την αρετή προσωπική υπόθεση του καθενός.

Ο καθένας αναζητεί για τον εαυτό του το δικό του «μέσον» και ορίζει ο ίδιος στον εαυτό του τον τρόπο με τον οποίο θα το πετύχει.

Η έξις, μια μόνιμη και σταθερή συμπεριφορά, δεν προϋποθέτει μόνο την προαίρεσιν, δηλαδή την επιλογή μεταξύ καλού και κακού, αλλά και την αποδοχή και αναγνώριση του πόσο δύσκολο έργο είναι η απόκτηση της αρετής, μια αποδοχή που εφοδιάζει τελικά το άτομο με τη διάθεση για υπομονετική εμμονή στην άσκηση.

Είναι δύσκολο να είναι κανείς φορέας της αρετής.

«Ένας ο τρόπος για να είμαστε καλοί, κακοί όμως είμαστε με χίλιους τόσους τρόπους».

Αν λοιπόν έχεις αποφασίσει να στοχάζεσαι= να έχεις δηλαδή για στόχο σου το μέσον, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να αποφεύγεις αυτό που σε αντιμάχεται περισσότερο.

 Γιατί από τα δύο κακά που είναι η υπερβολή και η έλλειψη, το ένα είναι μεγαλύτερος εχθρός σου, εσύ ξέρεις ποιο.

 Αφού είναι τόσο δύσκολο να τα βάλεις και με τους δύο εχθρούς σου, με τον λιγότερο δυνατό εχθρό σου έχεις περισσότερες ελπίδες να απαλλαγείς από αυτόν ευκολότερα και γρηγορότερα.

 Μετά θα δεις τι μπορείς να κάνεις με τον άλλον τον δυνατότερο εχθρό σου.

Ο δεύτερος τρόπος για να φτάσεις τελικά κάποια στιγμή στο μέσον είναι να ψάξεις να δεις σε ποια πράγματα σε παρασέρνει η φυσική σου ροπή

Μη σε ενοχλεί που άλλοτε γέρνεις προς την πλευρά της υπερβολής και άλλοτε προς την πλευρά της έλλειψης, είναι ο μόνος τρόπος για να επιτύχεις κάποτε το μέσον.

 Μη σε νοιάζει δηλαδή όταν και αν αποτυγχάνεις στις προσπάθειές σου.

Το μέσον λοιπόν είναι που οδηγεί στην αρετή και όχι η υπερβολή αλλά ούτε και το λιγότερο.

Λιγότερο ή περισσότερο από ποιο; Έρχεται η επόμενη ερώτηση.

 Από το δέον = αυτό που είναι όπως πρέπει.

Το να οργισθείς, λέει ο Αριστοτέλης, να επιθυμήσεις, να δείξεις φόβο ή θάρρος, γενικά το να χαρείς ή να λυπηθείς

τη στιγμή που πρέπει,

εν σχέσει με τα πράγματα που πρέπει,

εν σχέσει με τους ανθρώπους που πρέπει,

για τον λόγο που πρέπει,

με τον τρόπο που πρέπει,

αυτό είναι το μέσον και το άριστον.


Ο Αριστοτέλης, άνθρωπος από τη φύση του εξ ίσου της εμπειρίας και της θεωρίας, δεν ήθελε απλά να μεταδώσει στους άλλους απλές θεωρητικές γνώσεις (όπως ο Πλάτων) αλλά και να γίνει οδηγός στις επιμέρους πράξεις τους.

Για τον Έλληνα του 5ου αι. π.Χ., το ίδιο και για τον Αριστοτέλη, η αρχή που καθορίζει τι είναι σωστό και πρέπον και τι δεν είναι σε κάθε περίπτωση, είναι «η πόλις».

Η πόλη είναι «το πνεύμα της κοινότητας», είναι οι άγραφοι παραδοσιακοί κανόνες συμβίωσης.


 Αυτό λοιπόν «το πρέπει» «το δέον» που οφείλει να πράττει κανείς για να είναι οι πράξεις του σύμφωνες με την αρετή και συνεπώς να τον οδηγήσουν στην ευδαιμονία, το καθορίζει η πόλις και οι νόμοι της.


Ένα δεύτερο κριτήριο για να πράττει κανείς το δέον είναι να πράττει σύμφωνα με την αρετή που εκπροσωπούσαν οι σπουδαίοι άνδρες από τους προγόνους του, που με τις πράξεις τους και τη συμπεριφορά τους γενικότερα έκαναν την πόλη αυτό που ήταν.

Συνεπώς η ηθική αρετή είναι στην πραγματικότητα πολιτική αρετή.

 Το κάθε συγκεκριμένο άτομο φρόντιζε να κάνει δικές του τις επιμέρους αρετές, για να μπορέσει να λειτουργήσει σωστά ως πολίτης, να γίνει άξιος της πόλεως, ιδού ο στόχος του έλληνα πολίτη.


Την αρετή όπως την συλλαμβάνει ένας αρχαίος Έλληνας, τη βλέπουμε ξεκάθαρα σε έναν ύμνο που έγραψε ο Αριστοτέλης για κάποιον στενό φίλο του:

«Αρετή, πολυβάσανη αγάπη του ανθρώπου,
συ καμάρι ακριβό της ζωής,
και να σβήσει για χάρη σου, κόρη, κανείς
είναι μοίρα γλυκειά, ζηλευτή στην Ελλάδα». (μτφ. Σίμου Μενάρδου)

ή στην τόσο όμορφη γλώσσα που γράφτηκε

«Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω,
θήραμα κάλλιστον βίω
σας πέρι, παρθένε, μορφάς
και θανείν ζηλωτός εν Ελλάδι πότμος.»


 Ρέθυμνο, Δεκέμβριος 2017, στις 8 (επέτειος αγαπημένη)

Σημειώσεις:
1. Λυπάμαι που δεν είχα χρόνο να αφιερώσω για να αποδώσω τον σωστό τονισμό και τα πνεύματα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον.
2. Στην περίληψη του έργου του Αριστοτέλη χρησιμοποίησα όχι εξ ολοκλήρου αλλά αποσπάσματα από την Εισαγωγή του καθηγητή Δ. Λυπουρλή του ΑΠΘ –που είχα την τιμή να παρακολουθήσω από τα αμφιθέατρα της Φιλοσοφικής Σχολής – στην μετάφρασή του των Ηθικών Νικομαχείων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου