Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011


“James Joyce” by Richard Ellmann 3

 Μέρος Β
 Πόλα,  Ρώμη,  Τεργέστη




Ο Τζόυς με τη Νόρα έφτασαν τελικά στη Ζυρίχη τον Οκτώβρη του 1904, όπου ο Τζόυς διαπίστωσε ότι έπεσε θύμα εξαπάτησης και συνεπώς η δουλειά που θα έβρισκε να τον περιμένει δεν υπήρχε! 

Σύντομα κατάφερε μέσα σ’ αυτό το χάος να αποστασιοποιηθεί από τα γεγονότα και να ολοκληρώσει ένα κεφάλαιο από το Στήβεν Ήρωας!  Εν τω μεταξύ ο διευθυντής της σχολής Μπέρλιτζ, στην οποία υποτίθεται ότι θα δούλευε ως καθηγητής της αγγλικής, του βρήκε μια θέση σ’ ένα παράρτημα της σχολής στην Ιταλία, στην Τεργέστη.
Εκεί μέσα σε ελάχιστες ώρες κατάφερε να φυλακιστεί, αφού πιωμένος θέλησε να υπερασπιστεί τρεις μεθυσμένους Άγγλους ναυτικούς. Ζήτησε να δει τον Άγγλο πρόξενο ο οποίος τον ταλαιπώρησε μέχρι να πειστεί ότι ήταν αθώος και η ψυχρότητα του ενίσχυσε την απέχθεια του Τζόυς για την αγγλική γραφειοκρατία.

Σύντομα άρχισε να ψάχνει για δανεικά, σε μια Τεργέστη όπου ακόμα δεν είχε συμπληρώσει ούτε τρεις μέρες διαμονής.
Και εύρισκε! 
Πάντα κατάφερνε να σταθεί στα πόδια του όσο δύσκολες καταστάσεις κι αν είχε να αντιμετωπίσει. Ταυτόχρονα έγραψε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο του! Τελικά βρέθηκε θέση σε καινούριο παράρτημα της σχολής, στην Πόλα, μια άλλη Ιταλική πόλη σαφώς μικρότερη από την Τεργέστη.
Εκεί η Νόρα τον παρότρυνε να τελειώνει με το βιβλίο του για να πάνε να ζήσουν στο Παρίσι.
Προς το παρόν ακολουθούσε την οικογενειακή παράδοση και άλλαζε σπίτια στη σειρά. 

Δεν άργησε να μάθει άπταιστα ιταλικά ανταλλάσσοντας μαθήματα με Ιταλό φίλο και επιχείρησε να κάνει το ίδιο και με τα γερμανικά.

Για τη Νόρα γράφει ότι της έδωσε να διαβάσει ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του αλλά « δεν δίνει δεκάρα για το έργο μου». 

Ό ίδιος διάβαζε ότι μπορούσε να βρει στην Πόλα και ότι κατόρθωνε να πείσει τον αδερφό του Στανίσλαο να του στείλει.

Ο Στανίσλαος ήταν πολύ υπερήφανος για τον αδερφό του. Τελειώνοντας κάποια κεφάλαια ο Τζόυς τα έστειλε στον αδερφό του να τα διαβάσει στη θεία  Τζόζεφιν, φωναχτά. Τον ενδιέφερε πολύ η γνώμη της καθώς και των φίλων του, Κόσγκρεηβ και Κάραν. 

Το Φεβρουάριο του 1905 δηλώνει εξόριστος με τη θέλησή του.

Πάνω που όλα πήγαιναν καλά σε όλους τους τομείς της ζωής του, για κάποιο λόγο οι Αυστριακοί έδιωξαν όλους τους ξένους από την πόλη και μαζί μ’ αυτούς και τον Τζέημς. 

Έτσι, μια Κυριακή πρωί, αρχές του Μάρτη 1905, ο Τζέημς και η Νόρα Μπάρνακλ  ξεκινούσαν για την Τεργέστη, την πόλη που θα τους φιλοξενούσε για τα επόμενα δέκα χρόνια και όπου θα γεννιόνταν τα παιδιά τους.

Η Τεργέστη του θυμίζει Δουβλίνο, για διάφορους λόγους.
Είναι μια πόλη με πολύ κόσμο, αλλά όλοι φαίνονται να γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους είναι ξένοι, Έλληνες, Αυστριακοί, Ουγγαρέζοι κλπ μιλούν διάλεκτο της ιταλικής  και τα λογοπαίγνια που δημιουργούνται από τις διαφορετικές προφορές, ενθουσιάζουν  τον Τζόυς. 

Ακόμη, στην πόλη υπάρχει ένα αλυτρωτικό κίνημα που στόχευε στην απελευθέρωση των εδαφών από τον αυστριακό , ελβετικό , γαλλικό ή τον αγγλικό ζυγό. 

Οι πολιτικές απόψεις του Τζόυς όμως δεν είναι αλυτρωτικές  αλλά σοσιαλιστικές ( αυτήν την περίοδο). Ο κυριότερος λόγος που ήθελε τον σοσιαλισμό, ήταν για να παρεμποδιστεί η Εκκλησία να κυριαρχήσει στην πολιτική. 

Γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Τζόρτζιο και ταυτόχρονα ο Τζόυς αρχίζει μια συνήθεια που κάνει τη Νόρα πολύ δυστυχισμένη: να πίνει πολύ τα βράδια. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, θα πει στην αδερφή του Εύα, « το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να συμβεί στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η γέννηση του παιδιού του».

Παρά το ότι είχε να γράψει πολλά ακόμα κεφάλαια για το Στήβεν Ήρωας  κατόρθωσε να επιταχύνει πολύ και την ολοκλήρωση των Δουβλινέζων. Το ξέρει ότι είναι καλογραμμένα διηγήματα, όπως ξέρει ότι οι εφημερίδες του Δουβλίνου δεν θα του τα δημοσιεύσουν, διότι θα θεωρήσουν ότι  γελοιοποιούν την πόλη στην οποία αναφέρονται. Αμφέβαλλε αν θα έβρισκε ποτέ εκδότη για τα διηγήματά του και η αμφιβολία αυτή συνεχίστηκε για άλλα εννέα χρόνια. 

« Δεν είναι δυνατόν να γράφω χωρίς να προσβάλλω μερικούς», είπε.

Η γλύκα που απορρέει από το κουβεντολόι των Δουβλινέζων , η πείνα τους, το χιούμορ, η οργή και το πάθος είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Για τον Τζόυς δεν είναι «αυτοί», αλλά «εμείς».

Το σταθερό σημείο αναφοράς στη ζωή του, είναι ο Στανίσλαος, ο οποίος μπορεί να είναι ανιαρός, ) πράγμα που του το λέει κατάμουτρα και αυτός το ανέχεται!) είναι όμως ακλόνητος σα βράχος.

Είχε πλέον ολοκληρώσει και τη συλλογή ποιημάτων «Μουσική Δωματίου « και το « Δουβλινέζοι», αν και αργότερα θα προσθέσει άλλα τρία διηγήματα: « Δύο Ιππότες», «Ένα μικρό σύννεφο» και «Οι νεκροί». 

Το φθινόπωρο του 1905, όταν άδειασε μια θέση στη σχολή Μπέρλιτζ, ο Τζέημς έγραψε στον αδερφό του να έρθει στην Τεργέστη. Αυτός, για δικούς του λόγους αλλά και για λόγους συμπαράστασης έφτασε στην Τεργέστη, νηστικός και αξιοπρεπής, ένας νέος είκοσι ετών, που έδειχνε σαράντα. Ο Στανίσλαος σύντομα συνειδητοποίησε ότι ο αδερφός του είχε προβλήματα με τη γυναίκα του και με το ποτό και δεν δίσταζε να τον γρονθοκοπεί όταν γύριζε μεθυσμένος τα βράδια, για να τον συνεφέρει. 

Κάποια από τα κείμενα που έγραφε ο Τζόυς, για να διδάξει αγγλικά στους φοιτητές του, που διασώθηκαν από φίλους του, δείχνουν τα τολμηρά παιδαγωγικά τεχνάσματα  που χρησιμοποιούσε:

« Οι Δουβλινέζοι, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, είναι συμπατριώτες μου, αλλά δεν έχω καμιά όρεξη να κουβεντιάζω για το ‘αγαπημένο, παλιο-Δουβλίνο’ μας. Οι Δουβλινέζοι είναι η πιο αδιόρθωτη, άχρηστη και αλλοπρόσαλλη ράτσα τσαρλατάνων που συνάντησα ποτέ μου, είτε στο νησί είτε στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Δουβλινέζος περνάει την ώρα του φλυαρώντας και πέρνωντας σβάρνα τα μπαρ, τις ταβέρνες και τα μπορντέλα, χωρίς να λέει να μπουχτίσει από τις διπλές δόσεις ουίσκι και την Αυτονόμηση, και το βράδυ όταν δεν σηκώνει άλλο κι έχει πρηστεί σαν βατράχι από το φαρμάκι, το σκάει από την πίσω πόρτα..».

« Σε πείσμα των πάντων η Ιρλανδία παραμένει ο εγκέφαλος του Ηνωμένου Βασιλείου…….οι Ιρλανδοί καταδικασμένοι να εκφράζονται σε μια γλώσσα που δεν είναι δική τους, την έχουν σφραγίσει με την στάμπα της μεγαλοφυΐας τους και ανταγωνίζονται τα πολιτισμένα κράτη για τη δόξα. Αυτό, που λέτε, ονομάζεται αγγλική λογοτεχνία».

Ο Τζόυς βαριόταν πολύ εύκολα, έπινε, μετακόμιζε, τρεφόταν με την αναστάτωση και έγραφε τα καλύτερα έργα του όντας υπό πίεση.

Προσπάθησε να λύσει τα οικονομικά προβλήματά του με διάφορες επιχειρήσεις, όπως τη δημιουργία κινηματογράφων στην Ιρλανδία και άλλες,  αλλά απέτυχε και τα κακά οικονομικά του, καθώς και η τάση του για ποτό, τον οδηγούσε συχνά σε κατάθλιψη.

 Έζησε στη Ρώμη για ένα χρόνο εργαζόμενος σε τράπεζα, αλλά ένα άγριο μεθύσι ένα βράδυ του πληρώθηκε, που κατέληξε σε ξύλο και ληστεία, τον ανάγκασε να στραφεί προς τον Στανίσλαο που βρίσκονταν ακόμα στην Τεργέστη και να εγκαταλείψει οριστικά τη Ρώμη μαζί με τη Νόρα και τον Τζόρτζιο.

Στη Ρώμη είχε σκεφτεί πράγματα που τα εξέφρασε στους «Νεκρούς». Η σχέση ζωντανών και νεκρών που τον έχει απασχολήσει και στους «Δουβλινέζους» είναι και το θέμα στους «Νεκρούς».
 
Ο θάνατος είναι η ωραιότερη μορφή της ζωής.

Η απουσία, είναι η ανώτερη μορφή παρουσίας. 

Είναι μόνο είκοσι πέντε ετών  και γράφει για τον θάνατο τόσο γλαφυρά. 

Αλλά ο θρίαμβος του Τζόυς στη συνεχή προσπάθειά του να βεβαιώσει την οικία σχέση ζωντανών και νεκρών, βρίσκεται στο τέλος του «Finnegans Wake».  
 Εδώ η Άννα Λίβια Πλουράμπελλε, το ποτάμι της ζωής, κυλάει προς τη θάλασσα, δηλαδή προς το θάνατο • το γλυκό νερό περνάει στο αλμυρό-ένα πικρό τέλος. Κι ωστόσο η ροή αυτή είναι μια επιστροφή στον πατέρα, στη θάλασσα, που φτιάχνει το σύννεφο, που φτιάχνει το ποτάμι, κι ο πατέρας είναι επίσης ο σύζυγος, στον οποίο δίνεται σαν νύφη. Η Άννα Λίβια επιστρέφει στον πατέρα, όπως ο Γκάμπριελ επιστρέφει στα δυτικά, τις ρίζες της δικής του πατρίδας• σαν κι αυτόν είναι κι αυτή κουρασμένη και λυπημένη
 Η ένωσή της δεν είναι μόνο με την αγάπη αλλά και με τον θάνατο• σαν τον Γκάμπριελ την παίρνει ο ύπνος.

 Ο Τζόυς έχει γλυκάνει σε σχέση του με την Ιρλανδία. Οι «Νεκροί» είναι το πρώτο τραγούδι του της εξορίας.

Τελικά το πρώτο βιβλίο του που τυπώνεται είναι τα ποιήματα, «Μουσική Δωματίου»
 Μετά από πολλά ο Στανίσλαος τον έπεισε να μην αποσύρει την συγκατάθεσή του για την εκτύπωση του βιβλίου, γιατί την τελευταία στιγμή ο Τζόυς μετάνιωσε και δεν ήθελε τη δημοσίευσή του, με το σκεφτικό ότι ήταν ψεύτικο και αυτός δεν ήταν ποιητής της αγάπης. Ευτυχώς ο Στανίσλαος, λογικός και πρακτικός, τον έπεισε ότι εκδίδοντας αυτό το ανειλικρινές βιβλίο, θα βοηθούνταν στη δημοσίευση των ειλικρινών του βιβλίων.

Στις 26 Ιουλίου 1907, και ενώ αυτός μπαίνει στο νοσοκομείο με ρευματοειδή πυρετό, η Νόρα γεννάει στην πτέρυγα των απόρων, το δεύτερο παιδί τους, το όνομα της οποίας το διάλεξε ο Τζόυς: Λουτσία, προστάτιδα της όρασης.

Το παιδί αυτό θα σημάδευε τη ζωή του πολύ περισσότερο από όσο θα μπορούσε να φανταστεί.

Τον Σεπτέμβριο λίγο μετά τη γέννηση της Λουτσία, ολοκλήρωσε την ιστορία «Στήβεν Ήρωας» και αμέσως αποφάσισε να την ξαναγράψει.

Το φθινόπωρο του 1907 οι σκέψεις που είχε κάνει στο παρελθόν πάνω στον Οδυσσέα, άρχισαν να τον απασχολούν ξανά.

Εν τω μεταξύ ψάχνει και βρίσκει καινούριους τρόπους να εκφράσει το «Στήβεν Ήρωας» .

Εγκατέλειψε το σχέδιο ανά επεισόδια και δημιούργησε μια ομάδα σκηνών που φώτιζαν και προς τα πίσω και προς τα εμπρός την ιστορία του, με τον καινούριο τίτλο που διάλεξε πάλι ο Στανίσλαος « Το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία» .

Αυτήν την τεχνική θα αναπτύξει παραπέρα ο William Faulkner στο βιβλίο του “ The Sound and the Fury”  όπου αντί για τις παιδικές αναμνήσεις του ήρωα που χρησιμοποιεί ο Τζόυς, εκεί έχουμε την αφήγηση μέσα από τη θολούρα του μυαλού ενός ηλίθιου. 
Όταν ο Φώκνερ έγραψε το « Η Βουή και η Αντάρα» είχε διαβάσει τους «Δουβλινέζους» και το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρά Ηλικία».

Το Πορτραίτο, αποτελεί στη ουσία την κυοφορία μιας ψυχής. Αρχίζει με τον πατέρα του Στήβεν και τελειώνει με την αποκοπή του ήρωα από τη μητέρα του.

Δεν υπάρχει μια γραμμική διαδοχή γεγονότων αλλά τρία επίπεδα μέσα στο χρόνο.

Ένα ταξίδι με τον Τζιόρζιο στο Δουβλίνο σφραγίστηκε από δύο προβλήματα δικά του, ισχιαλγίας και ιρίτιδας, που έκαναν τις αδερφές του να πουν ότι το Δουβλίνο δεν τον σηκώνει, κι έτσι επέστρεψε « στον πολιτισμό».

 Στον πολιτισμό, η οικογένεια Τζόυς πεινούσε και ο Στανίσλαος τους συντηρούσε.

Προσπαθούσε να εκδώσει τους Δουβλινέζους, αλλά όσο κι αν υποχωρούσε στις πιέσεις των εκδοτών για αλλαγές,  δεν κατόρθωσε να το εκδώσει.

Στη διάρκεια ενός καυγά με τη γυναίκα του ο Τζόυς πέταξε το χειρόγραφο του «Πορτραίτου του Καλλιτέχνη» στη φωτιά. Το έσωσε την τελευταία στιγμή η αδερφή του Αϊλήν, που έτυχε να είναι μαζί τους τότε.

1912: Ο Τζόυς έγινε 30 χρονών, η απελπιστικότερη χρονιά της ζωής του.

Οικονομικά προβλήματα τεράστια.

Τελευταίο ταξίδι στην Ιρλανδία.

Μεγάλη προσπάθεια για έκδοση των Δουβλινέζων, καταλήγει σε αποτυχία.

Στο τρένο της επιστροφής από Δουβλίνο στην Τεργέστη, έγραψε ένα ποίημα υβρεολόγιο για τον  Ιρλανδό εκδότη, το οποίο έστειλε στην Ιρλανδία, στον αδερφό του Τσαρλς, με την παράκληση να το μοιράσει στο Δουβλίνο, πράγμα που τελικά έγινε παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του.

 Αυτό ήταν το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην Ιρλανδία, από δω και πέρα θα την επισκέπτεται μόνο με τη φαντασία του. 

Όλα του τα γραπτά θα έχουν ήρωες που θα τριγυρνούν στους δρόμους του Δουβλίνου.

Ο ίδιος όμως δεν θα γυρίσει στο «αγαπημένο, βρομοδουβλίνο» του, ούτε νεκρός.

Αρχίζει ιδιαίτερα μαθήματα.

Ερωτεύεται τη σινιορίνα Πόπερ μια εύθραυστη νεαρή μαθήτριά του.

 « Τα μάτια της ήπιαν τις σκέψεις μου».

 Είχε επίγνωση του παραλογισμού της ιστορίας, αλλά είχε χρόνια να νιώσει τόση συγκίνηση.

Αυτήν την περίοδο συνεχίζει να μαζεύει ιδέες για τους Εξόριστους αλλά και τον Οδυσσέα.

Τον Δεκέμβριο του 1913, φτάνει ένα γράμμα από τον Ezra Pound, που κατά τα φαινόμενα ήταν ένας Αμερικανός φίλος του Γέητς και ο πιο δραστήριος άνθρωπος σε όλο το Λονδίνο.

Αυτός είχε τον τρόπο να ανακαλύπτει ταλέντα και αυτός ήταν που έσωσε τον Τζόυς και το έργο του.

Ο ίδιος ο Έζρα Πάουντ ανακάλυψε λίγο αργότερα και τον T. S. Eliot.

1914: Τυπώνονται επιτέλους οι Δουβλινέζοι.

Ο Πάουντ αφοσιώνεται ολόψυχα και σε καθημερινή βάση στην υπόθεση Τζόυς.
Μόλις ο Πάουντ τον ανακάλυψε και η Μις Γουίβερ άρχισε να τον κανακεύει σαν μάνα ( μιαΑγγλίδα εκδότης που του γνώρισε ο Έζρα Πάουντ και η οποία τον βοήθησε τόσο πολύ οικονομικά όσο κανένας άλλος και συνεπώς μπόρεσε να επικεντρωθεί στο γράψιμο και όχι στο πως θα βρει χρήματα για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του), ο Τζόυς όχι μόνο κατάφερε να τελειώσει το «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη »αλλά άρχισε να γράφει τους «Εξόριστους» και τον «Οδυσσέα».


« Οδυσσέας» 

 Ο Τζόυς προετοιμαζόταν για τη συγγραφή του Οδυσσέα από το 1907. 

Το ύφος που θα επιλέξει δεν είναι ένα, αλλά πολλά.

Θα προεκτείνει δηλαδή τη μέθοδο που υιοθέτησε στο «Πορτραίτο του Καλλιτέχνη», όπου το ύφος, αρχικά απλοϊκό, γινόταν ρομαντικό και κατόπιν δραματικό ,για να εναρμονίζεται με την οντογένεση του Στήβεν. 

Ο Τζόυς είχε τώρα βρει το ακόμα ριζοσπαστικότερο τέχνασμα του αναξιόπιστου αφηγητή, με ένα ύφος που προσάρμοσε ανάλογα. 

Το χρησιμοποίησε σε αρκετά επεισόδια του Οδυσσέα, στον Κύκλωπα παραδείγματος χάρη, όπου ο αφηγητής είναι τόσο εμφανώς εχθρικός απέναντι στον Μπλουμ, ώστε να διεγείρει τη συμπάθεια στο πρόσωπό του, στη Ναυσικά, όπου η εκρηκτικότητα του αφηγητή διακόπτεται και αντισταθμίζεται από τις ρεαλιστικές αναφορές του Μπλουμ, και στον Εύμαιο, όπου ο αφηγητής γράφει με ύφος που θυμίζει χωροφύλακα.

Το πιο διάσημο επινόημα του Οδυσσέα, ο εσωτερικός μονόλογος (monologue interieur) ήταν επίσης αποτέλεσμα προηγούμενων πειραμάτων.

Οι ήρωές του ήταν τόσο απομονωμένοι ώστε ο Τζόυς ανέπτυξε τον εσωτερικό μονόλογο Ισχυρίζεται ότι τον εσωτερικό μονόλογο τον συνάντησε πρώτη φορά στον Γάλλο συγγραφέα Εντουάρ Ντιζαρντέν  ( Edouard Dujarden) και συγκεκριμένα στο έργο του «Les Lauriers sont coupes»

Τον είχε όμως δει να αναπτύσσεται και στον Τζορτζ Μουρ, τον Τολστόι ακόμη και στο ημερολόγιο του αδερφού του, όπως είχε πει. 

Είχε ακόμη παίξει με τις θεωρίες του Φρόυντ περί γλωσσικών συσχετίσεων.

 Ο πρώτος εσωτερικός μονόλογος του Τζόυς εμφανίζεται στο τέλος του Πορτραίτου, όπου όμως ο συγγραφέας τον κάνει να μην φαίνεται τόσο ιδιόμορφος, βάζοντας τον Στήβεν να τον καταγράφει στο ημερολόγιό του. 

Στον Οδυσσέα αφήνει τις σκέψεις των ηρώων να χοροπηδούν από δω κι από κει χωρίς τη δικαιολογία του ημερολόγιου.

Ένα ακόμη διαμορφωτικό στοιχείο στον Οδυσσέα, είναι η αντίστιξη μύθου και γεγονότος. Ο Στήβεν δεν είναι μόνο ο Δαίδαλος αλλά και ο Ίκαρος, ό Άμλετ, ο Σαίξπηρ, ο Εωσφόρος.

 Όταν τον ρώτησαν γιατί έδωσε στο βιβλίο του τον τίτλο Οδυσσέας ο Τζόυς απάντησε, ‘«Είναι το σύστημα της δουλειάς μου». 

Το κύριο μέλημά του για το βιβλίο, ήταν να βρει έναν παγανιστή ήρωα να τον ξαμολήσει σε μια πόλη Καθολικών, να κάνει τον Οδυσσέα, Δουβλινέζο. 

Δεν γινόταν να αναλάβει το ρόλο αυτό ο Στήβεν γιατί ήταν η ανώριμη persona του Τζόυς.
Ως ώριμη persona ο Τζόυς επέλεξε τον Λέοπολντ Μπλουμ.

Ο Τζόυς δεν είχε εξ αρχής σκεφτεί όλο του το βιβλίο! 

Στην πορεία σου έρχονται οι καλές ιδέες, δήλωσε.

Γνώριζε βέβαια ότι ο ήρωάς του έπρεπε να διατρέξει το Δουβλίνο σε μια σειρά επεισοδίων ανάλογων με εκείνων της Οδύσσειας, (δεκαοκτώ τελικά στον αριθμό).
 
Ο Τζόυς, τον σύγχρονο Οδυσσέα του, τον κάνει έναν άντρα (Εβραίο) που δεν είναι εκ φύσεως πολεμιστής, αλλά διαθέτει αδάμαστη σκέψη.

 Οι νίκες του Μπλουμ είναι διανοητικές, παρά τη διάχυτη σωματικότητα του βιβλίου.

Συχνά έχει ειπωθεί ότι σχέση Οδυσσέα και Μπλουμ είναι ισχνότερη από ότι της έχει αποδοθεί και ο Έζρα Πάουντ επιμένει ότι ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιήθηκε η Οδύσσεια ήταν απλά δομικός, για να ενοποιηθεί ένα έργο που ως ένα βαθμό εστερείτο πλοκής.

 Για τον Τζόυς όμως η αντιστοιχία ήταν σημαντική γιατί ο Μπλουμ από μία άποψη είναι ο Οδυσσέας: ένας άνθρωπος που αξίζει. 

Ο Τζόυς δεν τον εξυψώνει, αλλά τον κάνει κάτι το ιδιαίτερο.

 Είναι ένας πλασιέ, ο οποίος εκτός από την οικογένειά του δεν έχει καμιά επίδραση στον κόσμο γύρω του, παρόλα αυτά είναι ένας καλλιεργημένος πολύπλευρος άνθρωπος. Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος που αξίζει , μας λέει ο Τζόυς. 

Ο μονόλογός του είναι ένα μακρύ ποίημα, γεμάτος φράσεις ασύλληπτης έντασης. 

Όλη η ιστορία διαδραματίζεται στο Δουβλίνο , στους αληθινούς δρόμους του, σε μία μόνο μέρα, την 16η Ιουνίου 1904 (την ημέρα του πρώτου του ραντεβού με τη Νόρα).

 Ο Μπλουμ συναντάει τον νεαρό Στήβεν, που προσπαθεί να τον πείσει να σταματήσει το ποτό και γενικά προσπαθεί να τον βοηθήσει. 

Ο Μπλουμ αντιπροσωπεύει την κοινή λογική ενώ ο Σήβεν την οξύτατη νοημοσύνη.

 Εμείς διατρέχουμε την 16η Ιουνίου, κυρίως μέσα από τη συνείδηση του Μπλουμ.

Η μέρα αυτή λίγα χρόνια μετά την έκδοση του «Οδυσσέα» (και μέχρι σήμερα) έχει καθιερωθεί ως Bloomsday!

Την εποχή εκείνη, έχουμε στη Γαλλία την υπόθεση Ντρέυφους και αυτό ευαισθητοποιεί τον Τζόυς στο θέμα των Εβραίων.

Ο μονόλογος της Μόλλυ, συζύγου του Μπλουμ, στο τέλος του βιβλίου, με τις τεράστιες προτάσεις δείχνουν την άποψη του Τζόυς για τον τρόπο σκέψης των γυναικών, ως πλημμυρίδας. 

Το θέμα του Οδυσσέα είναι απλό και πραγματώνεται μέσω των χαρακτήρων του Μπλουμ, της Μόλλυ και του Στήβεν.

Η καλοσύνη εξουδετερώνει την ανεξέλεγκτη δύναμη. Στο τέλος νικά η ψυχή, μια λέξη την οποία ποτέ δεν αποποιήθηκε.

Στα τέλη του Ιουνίου 1915 ( ο Α Παγκόσμιος πόλεμος είχε ήδη αρχίσει), ο Τζόυς άφησε έπιπλα και βιβλία στο διαμέρισμά του στην Τεργέστη και ξεκίνησε με την οικογένειά του για την Ελβετία, η οποία ήταν κάτι περισσότερο από άσυλο: του έδωσε την ξεγνοιασιά που χρειάζονταν για να γράψει το μεγαλύτερο μέρος του πιο σημαντικού βιβλίου του, του «Οδυσσέα».

  Εξάλλου εκεί επέστρεψε και στη αρχή του επόμενου παγκοσμίου πολέμου, όπου και πέθανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου